Μια κατάσταση ή, αν θέλουμε, μια περίπτωση ανάλογη με εκείνη που, mutatis mutandis, αφορά την εθνικότητα του Άγγλου ποιητή και μέγιστο δραματουργό Ουίλιαμ Σαίξπηρ, μεταξύ 16ου και 17ου αιώνα, σχετικά με την φημολογούμενη, βάσει ωστόσο ακριβών, ισχυρών και αδιαμφισβήτητων μαρτυριών, πραγματικότητα περί ιταλικής εθνικότητας του, θα μπορούσε να αναγνωριστεί και στη περίπτωση του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, που εξελίχθηκε στο τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα στη Κορσική.
Εντωμεταξύ ας ξεκινήσουμε από την ρεαλιστική θεώρηση ενός γεγονότος και μιας κατάστασης πραγμάτων υπάρχουσας τον 17ο αιώνα, ακριβώς στη Κορσική όπου, ακόμη και σήμερα, στη πόλη Cargese ζει μια ελληνική μειονότητα πλήρως αναγνωρισμένη και προστατευμένη.
Γνωρίζουμε ότι στη κλασική εποχή ελληνικοί πληθυσμοί είχαν ιδρύσει στη Κορσική την πόλη-αποικία Αλάλια, η σημερινή Αλέρια. Οι Έλληνες της Καρτζέζε όμως δεν προέρχονται από τους αρχαίους, αλλά είναι επίγονοι μιας σημαντικής ομάδας 730 Ελλήνων που είχαν γεννηθεί στη περιοχή της Μάνης (ή Màina στα ιταλικά και Magne στα γαλλικά), οι οποίοι στις 3 Οκτωβρίου 1675 εγκατέλειψαν την πατρώα γη καταγωγής τους την οποία οι Τούρκοι είχαν καταλάβει και λεηλατήσει με αρχηγό τον Αμουράτ.
Θα πρέπει εντούτοις να διευκρινιστεί πως αυτής της αναχώρησης του 1675 είχε προηγηθεί μια μακροχρόνια έρευνα για μια νέα πατρίδα κιόλας από το 1663, όταν ο επίσκοπος Παρθένιος Καλκανδής είχε αρχίσει διαπραγματεύσεις με την Δημοκρατία της Γένοβας, στην οποία τότε ανήκε και η Κορσική, με σκοπό να του δοθεί μια περιοχή για αποίκηση.
Οι διαπραγματεύσεις διήρκησαν ούτε λίγο ούτε πολύ 12 χρόνια έως ότου οι Γενοβέζοι πεισθούν και χορηγήσουν στους Έλληνες της Μάνης την έγκριση να εγκατασταθούν σε μια μικρή έκταση στη Κορσική, στη περιοχή της Παομίας, όχι μακριά από το Αγιάτσιο, πρωτεύουσα του νησιού, υπό τον όρο να ασπασθούν τον Καθολικισμό συνεχίζοντας όμως να διατηρούν την ορθόδοξη τελετουργία.
Ο Ιωάννης Στεφανόπουλος Κομνηνός ήταν ο Έλληνας επικεφαλής που οδήγησε τις διαπραγματεύσεις με την Γένοβα.
Επ’ αυτού διευκρινίζεται πως δύο υπήρξαν οι βασικές αιτίες της ελληνικής μετανάστευσης στη Κορσική: οι ανυπόφορες πλέον οθωμανικές καταπιέσεις και βιαιότητες, απ’ τη μια μεριά, κι απ’ την άλλη η προχωρημένη κατάσταση βεντέτας μεταξύ των δύο οικογενειών, των Γιατράδων και των Στεφανόπουλων. Τελικά η gens των τελευταίων αυτών ήταν εκείνη που αποφάσισε να εγκαταλείψει τη γη της.
Από το λιμάνι του Οιτύλου, με το γαλλικό πλοίο Sauveur (στα ελληνικά: Σωτήρας) οι Έλληνες πρόσφυγες αναχώρησαν για την Μεσίνη στη Σικελία, όπου έμειναν σε καραντίνα. Τη 1η Ιανουαρίου 1675 έφτασαν στη Γένοβα απ’ όπου, μετά από δύο μήνες εκεί παραμονής, έφτασαν στη Παομία, στις 14 Μαρτίου 1675, ενώ μετά από λίγο ενώθηκε μαζί τους και ο επίσκοπος Περθένιος Καλκανδής μαζί με μια άλλη ομάδα Ελλήνων εποίκων.
Όπως και να΄ ναι, κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στη Γένοβα είχε αρχίσει και η ιταλοποίηση των ελληνικών ονομάτων με την προοπτική της μελλοντικής διαβίωσης μέσα σε ένα περιβάλλον γενικά ιταλικό. Εκείνη την εποχή η Κορσική ανήκε στην Γένοβα, ήταν δηλαδή καθ’ όλα ιταλικό, με μια δική του γλώσσα ιταλικής προέλευσης, την κορσικανή διάλεκτο.
Ακριβώς αναφορικά με την ιταλικότητα της Κορσικής και του πληθυσμού της, ας ακολουθήσουμε τον συλλογισμό του Πασκουάλε Πάολι, τον περίφημο αρχηγό της εξέγερσης ανεξαρτησίας του νησιού, ο οποίος το 1750 έτσι εκφράστηκε σε έναν σημαντικό λόγο του που είχε εκφωνήσει στη Νάπολι: «Εμείς γεννηθήκαμε και νιώθουμε Κορσικανοί, πριν απ’ όλα όμως νιώθουμε Ιταλοί ως προς τη γλώσσα, τα ήθη και τις παραδόσεις μας… Και όλοι οι Ιταλοί είναι αδέλφια και αλληλέγγυοι ενώπιον της Ιστορίας και ενώπιον του Θεού… Ως Κορσικανοί, δεν θέλουμε να είμαστε ούτε υπηρέτες (των Γενοβέζων, σ.τ.σ.), ούτε και στασιαστές (προς τους Γενοβέζους, σ.τ.σ.) και σαν Ιταλοί έχουμε το δικαίωμα να μας φέρονται με τον ίδιο τρόπο που φέρονται με τους άλλους τους Ιταλούς (.). Ο απελευθερωτικός μας πόλεμος είναι άγιος και δίκαιος… και εδώ, πάνω στα δικά μας βουνά, θα ανατείλει για την Ιταλία ο ήλιος της ελευθερίας».
Εντωμεταξύ, το 1676 ο ελληνικός εποικισμός στη Κορσική είχε συμπληρωθεί με τόση επιτυχία που, ένα χρόνο μετά από την εγκατάσταση, είχε γίνει δυνατόν να οργανωθούν ούτε λίγο ούτε πολύ πέντε συνοικίες: Rondolino, Salici, Pontone, Corona και Monte Rosso. Στο Ροντολίνο το 1678, δηλαδή μόλις δύο χρόνια μετά, κτίστηκε και η εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου.
Το 1729, κατά τη διάρκεια της εξέγερσης των Κορσικανών εναντίον των Γενοβέζων, οι Έλληνες έχοντας μείνει πιστοί στη Δημοκρατία της Γένοβας, υπέστησαν την επίθεση των εξεγερθέντων οι οποίοι λεηλάτησαν τους οικισμούς τους. Οι Έλληνες κατέφυγαν τότε στο Αγιάτσιο όπου έμειναν ασφαλείς για πάνω από 45 χρόνια πριν πάνε να εγκατασταθούν στο Cargese, Καρτζέζε, σε απόσταση 21 χιλιομέτρων από το Αγιάτσιο.
Σε αυτό στο σημείο και πριν να αντιμετωπίσουμε το κομβικό θέμα της σχέσης του Ναπολέοντα Βοναπάρτη με την ελληνική περιοχή της Μάνης, όχι μακριά από τη Σπάρτη, πρέπει να υπενθυμίσουμε πως, εκτός από την μετανάστευση στη Κορσική, αρκετοί άλλοι κάτοικοι της Μάνης για να αποφύγουν οριστικά την βλοσυρή πίεση και κατοχή των Τούρκων, είχαν εγκαταλείψει την γη των προγόνων τους μετακομίζοντας στη Κέρκυρα και προπαντός στη Τοσκάνη (Volterra, Bibbiena, San Giminiano).
Δυστυχώς στη Τοσκάνη οι 1500 περίπου Μανιάτες δεν είχαν καθόλου καλή τύχη. Μη έχοντας δεχθεί να λατινοποιηθούν, μεταφέρθηκαν σε ελώδεις περιοχές όπου η μαλάρια και άλλες αρρώστιες τους αποδεκάτισαν και τελικά τους εξαφάνισαν όλους.
Στη Κορσική, όμως, το Αγιάτσιο, οι Έλληνες ευημέρησαν και αντιπροσώπευσαν μια από τις πιο ανθηρές εθνικές μειονότητες, ειδικά η οικογένεια των Στεφανόπουλων Κομνηνών απόγονοι του αυτοκρατορικού οίκου των Κομνηνών που είχαν καταφύγει στη Πελοπόννησο μετά τη πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453.
Απόγονοι του Κωνσταντίνου Στεφανόπουλου Κομνηνού, πρόγονου, υπήρξαν οι Θεόδωρος Στεφανόπουλος Κομνηνός και ο Καλομέρης Στεφανόπουλος Κομνηνός.
Πιο πάνω αναφερθήκαμε στη διαδικασία ιταλοποίησης των ελληνικών ονομάτων που είχε αρχίσει ήδη από το 1676 στη Γένοβα και συνέχισε στη Κορσική την εποχή που αυτή ανήκε στους Γενοβέζους. Μέσα σε εκείνο το πλαίσιο και πιο ειδικά θα πρέπει να μνημονεύσουμε και την ιταλοποίηση του ονόματος Καλόμερος Στεφανόπουλος Κομνηνός, γιος του Κωνσταντίνου Στεφανόπουλου Κομνηνού, όπου από το «καλός» = buono στα ιταλικά και «μέρος» = parte στα ιταλικά, προέκυψε το όνομα Buonaparte, μια κατάληξη όσο γίνεται πιο φυσική από γλωσσική άποψη.
Ο Κύπριος ερευνητής και ιστορικός Λάμπης Κωνσταντινίδης σε μια διάλεξη το Μορφωτικό Κέντρο της Τράπεζας της Κύπρου στις 7 Μαΐου 2014 ανέπτυξε, μέσα από ληξιαρχικά και ιστορικά ντοκουμέντα, την πεποίθησή του βάση της οποίας ο Ναπολέων Βοναπάρτης είχε καταγωγή από την οικογένεια των βυζαντινών Κομνηνών και του Καλομέρου της Μάνης.
Στο γενεαλογικό δέντρο του Ναπολέοντα Βοναπάρτη οι πρόγονοι εμφανίζονται να είναι κατά σειρά: ο Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος Κομνηνός, οι δύο γιοί του Θεόδωρος Στεφανόπουλος Κομνηνός και Καλομέρος (=Buonaparte) Στεφανόπουλος Κομνηνός, και μετά ο Carlo ή Charles Καλομέρος που είχε γίνει Buonaparte, Charles Buonaparte, σύζυγος της Maria Letizia από την οποία απέκτησε 8 παιδιά: ο Joseph, o Napoléon, o Lucien, η Marianne, o Louis, η Marie-Paulette, η Caroline και o Jerôme.
Από όλα αυτά εξάγεται ότι ο Napoleone Buonaparte, αργότερα Bonaparte, ήταν ο δεύτερος γιος του Καλομέρου/Buonaparte Comneno, γεννηθείς στο Αγιάτσιο στις 15 Αυγούστου 1769.
Ο Καλομέρος λοιπόν εξιταλίστηκε και έγινε Buonaparte και μετά Bonaparte.
Κλείνοντας την διάλεξη ο Λάμπης Κωνσταντινίδης υπογράμμισε τη σημαντικότητα του να αναγνωρίσει η Γαλλική Δημοκρατία στην ελληνική καταγωγή του Ναπολέοντα το ελληνικό στοιχείο που είχε μεταναστεύσει στη Κορσική σχεδόν έναν αιώνα πριν, ένα ελληνικό στοιχείο ευγενέστατης, αυτοκρατορικής βυζαντινής καταγωγής, έτσι ώστε να αποδώσει όχι μόνο άλλες και μεγαλύτερες περγαμηνές στην Γαλλική Δημοκρατία, αλλά κι στο ίδιο το γαλλικό έθνος, τότε και σημερα.
Τώρα, συμπληρώνοντας τις παρατηρήσεις που προηγήθηκαν, νομίζουμε πως δεν θα ήταν πλήρεις εάν δεν παραθέταμε στη συνέχεια μερικές πληροφορίες αναφορικά με τον ίδιο τον Ναπολέοντα και την οικογένεια του.
Κατά τα έτη 1729-1775 ζουν στο Αγιάτσιο οι Μανιάτες προερχόμενοι από την Παόμια. Εκεί λοιπόν το 1769 γεννιέται και ο Ναπολέων Βοναπάρτης, γιος, όπως είπαμε, του Κάρλο-Μαρία Μπουοναπάρτε Καλομέρου. Στο Αγιάτσιο ζουν επίσης και πολλά άλλα μέλη της οικίας των Στεφανόπουλων ή Stefanopoli στα ιταλικά. Ακριβώς με την οικογένεια της Πανώριας Στεφανοπούλου (ή Stefanopoli) ο Κάρλο-Μαρία Μπουοναπάρτε διατηρεί εκτεταμένες σχέσεις, ούτε λίγο ούτε πολύ πεθαίνει σχεδόν μέσα στα χέρια της ίδιας της Πανώριας.
Η κόρη της Πανώριας, Λάουρα Στεφανόπολι-Janot, δούκισσα του Abrantès και σύζυγος του αξιωματικού-ορντινάντσα του Ναπολέοντα, δημοσιεύει στη Γαλλία, αρχές του 1800, τις Αναμνήσεις της, ένα κείμενο που, όπως προκύπτει, ο Ναπολέων στη συνέχεια ουδέποτε έχει αμφισβητήσει ή διαψεύσει, και το οποίο εξηγούσε την ελληνική καταγωγή και του ίδιου του Ναπολέοντα.
Γράφει, μεταξύ άλλων: «Στην Οικία Μποναπάρτε μιλούσαμε ελληνικά με τον πατέρα του Ναπολεόνε. Ένας πρόγονος του Μποναπάρτε ανήκε στη γενιά των Στεφανόπουλων και είχε όνομα Καλομέρος».
Επίσης: «Οι Στεφανόπουλοι-Κομνηνοί όταν μιλούν για τους Μποναπάρτε χρησιμοποιούν πάντα το ελληνικό τους όνομα και τους φωνάζουν Καλομέροι, Καλόμεροι ή Καλομεριανοί. Η οικογένεια του Κάρλο Μποναπάρτε ήταν δεμένη με στενά δεσμά φιλίας και με άλλες οικογένειες Μανιατών στο Αγιάτσιο».
Όταν ο Ναπολέων 15 χρονών ορφάνεψε με τον θάνατο του πατέρα του και για πρώτη φορά πήγε στο Παρίσι, έγινε δεκτός και φιλοξενήθηκε από τον Demetrio Stefanopoli Comneno, τότε αξιωματικός του γαλλικού στρατού, αδελφός της Πανώριας Στεφανόπολι και παλιός καρδιακός φίλος του Carlo-Maria Bonaparte, πατέρα του Ναπολέοντα.
Ο ίδιος ο Δημήτριος Stefanopoli Comeno, ο οποίος το 1782, με διάταγμα του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ θα αναγνωριστεί ως απόγονος και κληρονόμος του Δαυίδ Β’ Κομνηνού, τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα της Τραπεζούντας (ένας γιος του οποίου, ο Νικηφόρος, μοναδικός επιζήσας, είχε διαφύγει τη σφαγή απ’ τους Οθωμανούς και εγκαταστάθηκε στη Μάνη), υπήρξε και κηδεμόνας του Ναπολέοντα τα χρόνια που αυτός ήταν φοιτητής εύελπις στη Στρατιωτική Σχολή της Brienne-le-Château, στην οποία είχε εγγραφεί κιόλας από το 10 του χρόνια, το 1779 και φοίτησε έως το 1784.
Η Στρατιωτική Σχολή της Μπριέν-λε-Σατώ ήταν ένα παράρτημα της κεντρικής Στρατιωτικής Σχολής στο Παρίσι.
Τις ελληνικές ρίζες του Ναπολέοντα πιστοποιεί και ο καθηγητής Hanin, Γάλλος πρέσβης στο Μόναχο της Γερμανίας, μέσα σε μια έρευνα πάνω στην οικογένεια Μπουοναπάρτε που είχε συντάξει πριν από την Γαλλική Επανάσταση, δηλαδή πριν από το 1789.
Επ’ αυτού, πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι η «παράδοση» της ελληνικής καταγωγής του Ναπολέοντα «γεννήθηκε» ακριβώς στη Γαλλία, στη Κορσική, και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Ελλάδα όπου όχι και λίγοι, πρωτίστως λογοτέχνες, ήλπισαν σε μια δική του επέμβαση υπέρ του ελληνικού λαού υποταγμένου στους Τούρκους τα χρόνια της προετοιμασίας της επανάστασης (1795-1815).
Ο Αδαμάντιος Κοραής, μια εκ των μεγάλων μορφών του αγώνα για την ανεξαρτησία της Ελλάδας, διέκρινε στη διαδρομή του Ναπολέοντα έναν νέο Μεγαλέξανδρο.
Επίσης, ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ευεργέτες στα χρόνια που προηγήθηκαν αλλά και ακολούθησαν την επανάσταση, ο Απόστολος Αρσάκης, ευχόταν δημόσια την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον Ναπολέοντα.
Ο Αλέξανδρος Σούτσος, πασίγνωστος σατυρικός ποιητής, αναφερόμενος στην ελληνική καταγωγή του Ναπολέοντα, δεν δίστασε να γράψει τον στίχο: Ο Κορσικανός με πατρίδα τον Ταΰγετο!
Το 1797 ο Ζανέτος Γρηγοριάδης, τσιφλικάς στη Μάνη, σε ένα γράμμα του στον Ναπολέοντα, του ζητά βοήθεια για να διώξει τους Οθωμανούς. Το 1801 ο Ναπολέων στέλνει στον Γρηγοριάδη, στο λιμάνι του Γυθείου, μια κορβέτα γεμάτη πολεμοφόδια.
Όπως και να ‘ναι, η αισθηματική έλξη που ένιωθε ο Ναπολέων για τους Μανιάτες και τους Σπαρτιάτες είναι αναμφισβήτητη και τεκμηριωμένη. Κιόλας στην εποχή που ήταν φοιτητής στη Στρατιωτική Σχολή στη Brienne-le-Château, ακόμη νεότατος, επιδεικνύει την προτίμησή του προς τους Μανιάτες/Σπαρτιάτες γράφοντας μια έκθεση με τίτλο Αναμνήσεις από την παιδεία των νέων Σπαρτιατών, μια εργασία που στη συνέχεια χάθηκε.
Φυσικά, μιλώντας για Μανιάτες, δεν μπορούμε να μη αναφερθούμε στους κοντινούς Σπαρτιάτες, έχοντας υπόψη πως αμφότεροι ανήκουν στη περιοχή της Λακωνίας και επομένως είναι Λάκωνες, δηλαδή Λακεδαίμονες.
Στην σχετική μελέτη του με τίτλο Ο Ναπολέων κι ο Ελληνισμός ο Jacques-Olivier Baudon περιγράφει αριστουργηματικά και ιστορικά την «λατρεία», θα λέγαμε, του Ναπολέοντα για την αρχαία Ελλάδα και τις πατριωτικές και ηθικές αξίες της, και ειδικά τη Σπάρτη. Κιόλας από τις πρώιμες νεανικές αναγνώσεις του «μέσα σε ένα μικρό κείμενο με τίτλο Η αγάπη για την πατρίδα, σκιαγραφεί έναν έπαινο για τη Σπάρτη». Σε εκείνο το κείμενο ο Ναπολέων υπογραμμίζει: «Κάθε χαρακτηριστικό, κάθε λέξη ενός Σπαρτιάτη εκδηλώνει μια καρδιά που καίγεται από ένα μεγαλειώδη πατριωτισμό».
Έτσι, στις διακυμάνσεις των συζητήσεων των φιλόσοφων του Διαφωτισμού που τοποθετούσαν τους «οπαδούς» της Αθήνας ενάντια σε εκείνους της Σπάρτης, ο Ναπολέων φανερά έπαιρνε το μέρος των Σπαρτιατών, σε κάθε ευκαιρία αναφερόμενος στους Μανιάτες ως τους μόνους που δεν είχαν κατακτηθεί από τους Τούρκους και ήταν άμεσοι απόγονοι των αρχαίων Σπαρτιατών.
Κατά την αρμόδια γνώμη του Boudon, η ιδεολογική επιλογή της Σπάρτης και όχι της Αθήνας στους συλλογισμούς του Ναπολέοντα τοποθετεί τον ίδιο «στο αυλάκι του Rousseau» και, συγκυριακά, μεταφέρεται κατά τη διάρκεια της Επανάστασης στις πυρωμένες κριτικές συζητήσεις που, αναφορικά, με το ως άνω ιδεολογικό υπέδαφος, αντιτάσσουν «τους Γιρονδίνους, ακολούθους της αθηναϊκής δημοκρατίας, στους Βουνίσους (Montagnards), με τον Ροβεσπιέρο επικεφαλής, θαυμαστές της ισονομίας που κήρυττε το σπαρτιάτικο μοντέλο».
Ο Βοναπάρτης εκφράζει ποικιλοτρόπως τη συμμετοχή του στις ιδέες των Montagnards μέσα στην εγγενή του έλξη για τη Σπάρτη, πάντως ανέκαθεν μέσα στα αρχαία ελληνικά πολιτιστικά πλαίσια (Πλούταρχος, Θουκυδίδης, Ηρόδοτος, Πλάτωνας και οι παραδειγματικές μορφές του Αριστοτέλη και Θεμιστοκλή).
Αυτή την αυθόρμητη τάση έλξης του Ναπολέοντα προς όλα εκείνα που αντιπροσωπεύουν τη Σπάρτη και την γενική φιλοσοφική πολιτική της δεν μπορεί απλά να είναι εξαιτίας της ανακάλυψης κοινών σημείων στην ανάλυση των δικών του πολεμικών αρετών σε σχέση με εκείνων των μεγαλύτερων σπαρτιατών ηγετών («Ποιο αίσθημα κυριαρχεί στη ψυχή μας στην όψη του Λεωνίδα και των Τριακοσίων Σπαρτιατών», αναφέρει ακόμη ο Jacques-Olivier Boudon τη μελέτη του).
Δεν μπορούμε επομένως να μην υποστηρίξουμε πως κάτι το πολύ βαθύτερο, θα λέγαμε γενετικό, συμφυές με τον χαρακτήρα και έμφυτο στη πνευματική δομή, εκτός από κάθε επιρροή σπουδών, οδηγεί το νου και μορφοποιεί την νοητική ικανότητα του Ναπολέοντα Βοναπάρτη στην προσανατολιστική κατεύθυνση του μη αναστρέψιμου μανιάτικο-σπαρτιάτικου εσωτερικού τοπίου, μια σπλαχνική λακωνική συμπεριφορά, χαρακτηριστική και ουσιώδης, παρούσα σε κάθε όψη/πτυχή της πολυεδρικής προσωπικότητας του.
Είναι σίγουρο ότι οι Μανιάτες που εγκαταστάθηκαν στη Κορσική και μετά πιο συγκεκριμένα στο Καρτζέζε, ήταν Έλληνες και επίσης σε ελληνικό περιβάλλον, στο Αγιάτσιο, γεννήθηκε και θράφηκε ο ίδιος ο Ναπολέων, γιος του Carlo-Maria Buonaparte/Καλομέρος.
Σαφώς το πέρασμα της Κορσικής το 1768, με τη Συνθήκη των Βερσαλλίων, από γενοβέζικη επικράτεια σε γαλλική κτήση, επομένως από ένα καθεστώς ιταλικότητας (για το οποίο δυστυχώς απέτυχε ο αγώνας του Pasquale Paoli) σε ένα γαλλικό επιβεβλημένο με πόλεμο καθεστώς δημιούργησε όλες τις αναγκαίες, ως και καταναγκαστικές προϋποθέσεις για μια ραγδαία εξάπλωση της γαλλικής εθνότητας στο νησί.
Ο ίδιος ο πατέρας του Ναπολέοντα, Κάρλο-Μαρία Μπουοναπάρτε, γραμματέας του Πασκουάλε Πάολι, ο οποίος το 1769 είχε προσπαθήσει μια έσχατη αντίσταση στην υπεροπλία των Γάλλων, στο τέλος αναγκάστηκε να υπακούσει στη γαλλική παράταξη και να δεχθεί την γαλλική εισβολή κατοχής της ιταλο-γενοβέζικης πατρίδας του.
Ίσως να μην είναι άσκοπο να θυμηθούμε μια άλλη φορά την προσκόλληση των Ελλήνων της Κορσικής στην ιταλο-γενοβέ3ζικη μητέρα-πατρίδα κατά τη διάρκεια της επαναστατικής εξέγερσης από το 1729 και μετά.
Ο Ναπολέων έγινε Γάλλος και ως Γάλλος έζησε έως το 1821, Γάλλος αυτοκράτορας και εγγυητής του κράτους και των συμφερόντων της Γαλλίας.
Ωστόσο το «ελληνικό πρόσωπο» του Ναπολέοντα δεν δυσκολεύεται καθόλου να αναδυθεί με καθαρότητα στις 15 Ιουλίου 1815, τρεις εβδομάδες μετά που ο ίδιος είχε παραιτηθεί, όταν εμπιστεύεται τη μοίρα του στον Πρίγκιπα-Αντιβασιλέα της Αγγλίας με μια επιστολή που του απευθύνει, όπου «αναφέρεται στην ανάμνηση του Αθηναίου Θεμιστοκλή, ήρωα της Σαλαμίνας, που αναγκάστηκε να εξοριστεί και έγινε δεκτός από τον Πέρση βασιλιά, χθεσινός εχθρός του» (J.-O. Boudon): «Ενάντια στις παρατάξεις που χωρίζουν την πατρίδα μου και στην εχθρότητα των περισσοτέρων μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης, περαίωσα την πολιτική σταδιοδρομία μου. Όπως ο Θεμιστοκλής, έρχομαι τώρα στην εστία του βρετανικού λαού, θέτω τον εαυτό μου υπό την προστασία των νόμων του, που ζητώ από την Υψηλότητά σας, την ισχυρότερη, την σταθερότερη, την πιο γενναιόδωρη των εχθρών μου».
Αναμφισβήτητα η κλασική ελληνική κουλτούρα διαπότιζε βαθιά τον νου και την παιδεία του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, πολύ πιθανόν όχι τόσο εξαιτίας των σπουδών του στο σχολείο, όσο εξαιτίας μιας συμφυούς φύσης και εκ γενετής γονιδιακής κληρονομιάς.
Πουθενά δεν μπορεί να διαπιστωθεί το αντίθετο!
Κρεσέντσιο Σαντζίλιο
Ελληνιστής