Τα εξωσώματα έχουν μέγεθος 30 – 150 nm και έχει δειχθεί πως απελευθερώνονται από τους περισσότερους τύπους κυττάρων. Ανεξαρτήτως της προέλευσής τους, τα εξωσώματα αποτελούνται από μία λιπιδική διπλοστιβάδα και διαθέτουν πρωτεϊνικό περιεχόμενο τόσο στον πυρήνα όσο και στην επιφάνειά τους. Στα εξωσώματα περιέχονται διαφορετικοί τύποι RNA όπως mRNA (αγγελιοφόρο) και microRNAs (miRNAs), DNA ακόμη και μεταβολίτες. Κάθε εξώσωμα έχει μία αναλυτική βιομοριακή ταυτότητα. Τα βιομόρια που εμπεριέχονται στα εξωσώματα είναι λειτουργικά ακόμη και όταν μεταφέρονται σε άλλα κύτταρα στόχους.
Τα εξωσώματα λοιπόν συμμετέχουν σε διάφορες ομοιοστατικές διαδικασίες περιλαμβάνοντας τη μεταφορά ενεργοποιημένων βιομορίων σε κύτταρα στόχους, επιτρέποντας έτσι μία επικοινωνία μεταξύ των κυττάρων τροποποιώντας το σήμα τους. Τα εξωσώματα μπορούν είτε να δημιουργήσουν σύμπλοκο με υποδοχείς που βρίσκονται στην επιφάνεια των κυττάρων, είτε να ενδοκυτταρωθούν, είτε να προσκολληθούν απευθείας στη μεμβράνη του κυττάρου στόχου και να αδειάσουν στη συνέχεια το περιεχόμενό τους σε αυτό διαμορφώνοντας έτσι τη βιολογική του λειτουργία. Η επικοινωνία αυτή μεταξύ των κυττάρων είναι απαραίτητη ώστε να διατηρείται η ακεραιότητα των ιστών και των οργάνων καθώς και να προκληθούν ορισμένες εκκρίσεις ως αποτέλεσμα διάφορων ερεθισμάτων.
Τα εξωσώματα συμμετέχουν επίσης στην αντιγονική παρουσίαση που αποσκοπεί σε ανοσοποιητική απάντηση καθώς και στην επέκταση των μολυσματικών παθογόνων και παθολογιών όπως για παράδειγμα στη μετάσταση του καρκίνου. Σε πολλά κύτταρα θηλαστικών που μολύνονται από βακτήρια, παράσιτα και ιούς απελευθερώνονται εξωσώματα που περιέχουν μολυσματικές ενώσεις οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν επέκταση ή περιορισμό της μόλυνσης. Τα εξωσώματα που προέρχονται από μολυσμένα κύτταρα λοιπόν περιέχουν συστατικά του παθογόνου από το οποίο προσβλήθηκε το κύτταρο, τα οποία μπορούν και να παρουσιάσουν (αντιγονοπαρουσίαση) στέλνοντας σήματα παθογένεσης στον οργανισμό. Επιπλέον, τα εξωσώματα έχουν χρησιμοποιηθεί ως βιομάρτυρες για ασθένειες αφού η σύνθεσή τους σχετίζεται με το κύτταρο από το οποίο προέρχονται αλλά και με το παθογόνο από το οποίο είναι προσβεβλημένο το κύτταρο αυτό.
Ο χαρακτηρισμός της ποσότητας και της σύνθεσης των εξωσωμάτων στα βιολογικά υγρά όπως το αίμα, τα ούρα και το σάλιο μπορεί να συμβάλλει στη διάγνωση, την πρόγνωση και τη δημιουργία θεραπειών για πολλές ασθένειες. Βέβαια, θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν ότι τα εξωσώματα δεν παραμένουν για μεγάλο διάστημα στην κυκλοφορία του αίματος ενδεχομένως λόγω της δράσης των μακροφάγων. Οι μηχανισμοί που ελέγχουν τη μεταφορά των εξωσωμάτων σε συγκεκριμένα κύτταρα στόχους δεν είναι γνωστοί και απαιτούν περαιτέρω διερεύνηση.