Ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός συνεχίζει να ακτινοβολεί και να αποτελεί σημείο αναφοράς για τις αξίες, τους θεσμούς, τις τέχνες και τις επιστήμες της δυτικής κοινωνίας έως και σήμερα. Η δωρική πτυχή αυτού του πολιτισμού όμως, δυστυχώς παραγνωρίζεται ενώ στη λαϊκή συνείδηση η αρχαία Σπάρτη έχει αποτυπωθεί ως μια πολεμοχαρής και ολοκληρωτική πολιτεία που θέλησε να καθυποτάξει τη δημοκρατική Αθήνα. Μια προσεκτική ματιά, ωστόσο, στα ιστορικά δεδομένα κλονίζει εύκολα αυτά τα στερεότυπα και αναδεικνύει άλλα χαρακτηριστικά αυτού του παρεξηγημένου πολιτισμού. Συλλογική συνείδηση, αντικαταναλωτισμός και λακωνικότητα μπορούν να αποτελέσουν φάρο για τα προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας.
Καταρχάς, σχετικά με το περιβόητο πολεμικό της ήθος, να επισημάνουμε ότι η Σπάρτη ήταν μεν πάντα ετοιμοπόλεμη, αλλά όχι φιλοπόλεμη. Η ιδιαίτερα επιδραστική εικόνα του Τζέραρντ Μπάτλερ να κλωτσά τους πρέσβεις στο πηγάδι είναι η μισή αλήθεια∙ η άλλη μισή είναι η αποστολή – θυσία δύο εθελοντών νέων στα Σούσα για να εξιλεωθεί η πόλη από το άγος. Έπειτα, όπως επισημαίνει ο Σ. Καργάκος (Ιστορία της Αρχαίας Σπάρτης, σελ.24), τον 5ο και 4ο αιώνα η Αθήνα διεξήγαγε αρκετά περισσότερους πολέμους απ’ ότι η Σπάρτη και στον Πελοποννησιακό πόλεμο η Αθήνα ήταν αυτή που επέδειξε πιο έντονη φιλοπόλεμη διάθεση. Οι Σπαρτιάτες ήταν διστακτικοί προτού προβούν σε οποιαδήποτε πολεμική ενέργεια. Ο βασιλιάς Αρχίδαμος αναγκάζεται να απολογηθεί για την αναβλητικότητα που του προσάπτουν οι σύμμαχοι ως προς την έναρξη των επιχειρήσεων (Θουκ. 1, 84) ενώ μετά το πέρας του πολέμου, στο συνέδριο της Σπάρτης, οι Σπαρτιάτες είναι αυτοί που αντιτίθενται στην άνευ όρων ισοπέδωση της Αθήνας που προτείνουν οι υπόλοιποι Έλληνες (Ξεν. Ελληνικά 2.2.19 – 2.2.20). Στον Πελοποννησιακό πόλεμο συμμετείχαν όχι για να ικανοποιήσουν τις ιμπεριαλιστικές τους ορέξεις αλλά για να ανασχέσουν την προϊούσα δύναμη της Αθήνας (Θουκ. 1. 23. 6) η οποία θα έφτανε να απειλήσει την ίδια τους την πολιτική ύπαρξη. Ακόμα, οι Σπαρτιάτες μπορεί να θεωρούσαν ύψιστη τιμή τη θυσία στο πεδίο της μάχης αλλά στη θεολογία τους δεν υπήρχε κάποιος μεταθανάτιος τόπος αποζημίωσης, όπως η Βαλχάλα των Βίκινγκ. Ο πόλεμος ήταν το μέσο για να υπηρετήσουν την πατρίδα τους, δεν ήταν αυτοσκοπός.
Οι αντιλήψεις περί «αμούσου πολιτείας» φαίνονται υπερβολικές. Πέρα από τον Τυρταίο, τον Αλκμάνα και το μουσικό Τέρπανδρο, η Σπάρτη ανέδειξε και τη δική της μουσική σχολή, το δωρικό μέλος, το οποίο εκτιμά τόσο ο Πλάτων, ο οποίος το προορίζει για την Πολιτεία του (Πολιτεία 398 – 401) όσο και ο Αριστοτέλης (Πολιτ. 1342b). Δωρικός ρυθμός απαντάται και στην αρχιτεκτονική και δωρικά κιονόκρανα κοσμούν το σπουδαιότερο μνημείο της Αθήνας.
Τέλος, η κατά τ’ άλλα συντηρητική Σπάρτη είχε κατά την εκτίμηση του Σ. Καργάκου (ο.π. σελ. 538) μία από τις από χειραφετημένες γυναίκες των ιστορικών χρόνων μέχρι, τουλάχιστον, τις αρχές του 20ου αιώνα. Ήταν διαχειρίστριες του κλήρου, απολάμβαναν δημόσια παιδεία, υποχρεώνονταν σε εκγύμναση, συμμετείχαν σε αγώνες και σε πολλές τελετές και χορούς συμμετείχαν γυμνές (Πλουτ. Λυκ. 14.3-7). Είχαν τέτοιο επίπεδο χειραφέτησης, ώστε να σκανδαλίσουν τον Αριστοτέλη και να θεωρήσει την ελευθεριότητά τους ως μία από τις αιτίες της παρακμής της Σπάρτης (Πολιτ. 1269b – 1970a).
Η «αιμοδιψής», «άξεστη» και «συντηρητική» Σπάρτη λοιπόν δεν σταμάτησε να συκοφαντείται έως και τις μέρες μας. Ο Καρλ Πόπερ, ο μεγάλος θεωρητικός του δικαιωματισμού και της «ανοιχτής κοινωνίας» έβλεπε στο κράτος αυτό τη μήτρα όλων των κακών. Θεωρούσε άλλωστε, την προστασία της κοινότητας ως ανασταλτικό παράγοντα για την πρόοδο του ατόμου και αυτή η αντίληψη τείνει να επικρατήσει σήμερα, τουλάχιστον όσον αφορά στις δυτικές κοινωνίες. Στην πλάστιγγα που γέρνει προς τον ακραιφνή ατομισμό όμως, πρέπει να τοποθετήσουμε το αντίβαρο της συλλογικής συνείδησης και η 500 έτη «αστασίαστος» πολιτεία των Λακεδαιμονίων μπορεί να εμπνεύσει για αυτό.
« Ού πόλεως η Σπάρτη πολιτείαν, αλλ’ ανδρός ασκητού και σοφού βίον έχουσαν» (Πλουτ. Λυκ. 30). Αυτός ο αφορισμός φαίνεται να αποδίδει εύγλωττα την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος. Μπορεί να της καταλογίσει κάποιος ότι δεν είχε το επίπεδο πολιτικής ελευθερίας που είχε η Αθήνα αλλά δεδομένης της ομοθυμίας που επικρατούσε αυτό δεν φαίνεται να αποτελεί και τόσο πρόβλημα. Να σημειωθεί πάντως, ότι τον τελικό λόγο για τη ψήφιση ενός νόμου τον είχε πάντα η συνέλευση των πολιτών, η Απέλλα (D.M. MacDowell, Σπαρτιατικό Δίκαιο, σελ. 26) ενώ πέρα από το συμβολικό αξίωμα του βασιλέα, το οποίο απολάμβαναν δύο οικογένειες, όλα τα άλλα αξιώματα ήταν προσιτά σε όλους. Ο Σπαρτιάτης λοιπόν, «εγεννάτο για το κράτος και έζη για το κράτος». Η στρατιωτική του θητεία ξεκινούσε στα 7 και τελείωνε στα 60 και αν εν τω μεταξύ δεν διατηρούσε το σώμα και το φρόνημά του αξίομαχο, εξέπιπτε από τα πολιτικά του δικαιώματα. Μέχρι κάποια ηλικία κοιμόνταν σε κοινούς κοιτώνες και στο σπίτι του επιτρεπόταν να δειπνήσει μόνο σε ιδιαίτερες περιπτώσεις (Πλουτ. Λυκ. 12.4). Για να μπορεί να συμμετέχει στο συσσίτιο, όρος απαραίτητος για την ιδιότητα του οπλίτη, έπρεπε να γίνει ομόφωνα δεκτός από τα μέλη κάποιας ομάδας (Πλουτ. Λυκ. 12. 9 – 11). Δεν υπήρχε χώρος για προσωπικές ιδιορρυθμίες λοιπόν. Μέχρι και οι γαμικές σχέσεις ρυθμίζονταν από τη νομοθεσία του Λυκούργου για λόγους ευγονίας (Ξεν.Λακ.Πολ. 1.6.). Αυτού του μεγέθους η επέμβαση στην ιδιωτική σφαίρα μας φαίνεται σήμερα αδιανόητη. Εξίσου αδιανόητη όμως θα φαίνονταν και τότε η ιδιωτεία των σημερινών πολιτών.
Αναφορικά με την παραγωγή του πλούτου τώρα, ενώ ο σημερινός άνθρωπος αφοσιώνεται σε αυτό αφιερώνοντας πολύ λίγο χρόνο για τα κοινά, η ιδιότητα του Σπαρτιάτη, η οποία συνιστούσε περισσότερη επίδοση παρά δικαίωμα, ήταν ασυμβίβαστη με οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα. Υπήρχαν βεβαίως οι είλωτες για να καλλιεργήσουν τη γη, γεγονός που επέτρεπε και νοηματοδοτούσε την πλήρη στρατιωτική ετοιμότητα αλλά αφενός στη γη υπήρχε ίση διανομή και αφετέρου οι είλωτες αποτελούσαν δημόσιο κτήμα. Να σημειωθεί εδώ, ότι η κοινοκτημοσύνη αυτή δεν ήταν απλά μια αναγκαστική επιβολή του νόμου αλλά φαίνεται ότι αυτή την αντίληψη την είχαν ενστερνιστεί οι Σπαρτιάτες αφού, όπως μαρτυρείται, ακόμα και τα λιγοστά πράγματα που αποτελούσαν αντικείμενο ατομικής ιδιοκτησίας όπως τα άλογα και τα σκυλιά ήταν πολύ συνηθισμένο να τα δανείζονται μεταξύ τους (Ξεν. Λακ. Πολ. 6.3, Αριστ. Πολ. 1263a 35 – 7). Στο σημερινό άλλο άκρο τώρα, το 1% του πλανήτη λυμαίνεται το 50% του παγκόσμιου πλούτου και η οποιαδήποτε κρατική διαχείριση των μέσων παραγωγής θεωρείται σοβιετικό απομεινάρι.
Απέναντι στον καταναλωτισμό και τον ευδαιμονισμό με ολέθριες συνέπειες για το περιβάλλον αλλά και τον ψυχισμό, ο Σπαρτιάτης αντιτάσσει την ολιγάρκεια. Οι μερίδες στα συσσίτια ήταν μετρημένες, τα σπίτια έπρεπε να κατασκευαστούν με δύο εργαλεία (Πλου. Λυκ. 13.5), οι γυναίκες απαγορεύονταν να φορούν κοσμήματα και τα ενδύματα έπρεπε να φέρουν το φυσικό τους χρώμα. Ενώ σήμερα το μείζον πεδίο ανταγωνισμού είναι ο τα υλικά αγαθά που κατέχει ο κάθε άνθρωπος, στη Σπάρτη δεν υπήρχε καν εγχρήματη οικονομία και το ποιόν του κάθε ανθρώπου κρινόταν από την αρετή, η οποία εξειδικευόταν κυρίως στην ανδρεία.
Χαρακτηριστικό του ήθους αυτού είναι η στάση που κράτησε ο βασιλιάς Αγησίλαος, όταν οι Θάσιοι του προσέφεραν κάποια γλυκά. Αυτός αφού επέμειναν, τα δέχτηκε και τα παραχώρησε στους είλωτες με την αιτιολογία ότι «αυτοί είναι ανάγκη να διαφθείρονται τρώγοντας αυτά παρά αυτός και οι παρόντες Λακεδαιμόνιοι». Αντιλαμβανόμαστε επομένως, ότι η ολιγάρκεια δεν αποσκοπούσε μόνο στην εξοικονόμηση πόρων αλλά και στη διαπαιδαγώγηση του ατόμου. Ο καταναλωτισμός ήταν ειλωτισμός (Σ. Καργάκος, ο.π. σελ. 29), δηλαδή δουλοπρέπεια.
Τέλος, στη ψηφιακή εποχή και τον τεράστιο όγκο πληροφοριών από τον οποίο κατακλυζόμαστε καθημερινά αναφύεται περισσότερο από ποτέ η ανάγκη για λακωνικότητα. Η ανάγκη δηλαδή, να αναδεικνύουμε τα ουσιώδη και να εκφραζόμαστε με σαφήνεια και περιεκτικότητα. Χαρακτηριστική αποτίμηση του «λακωνίζειν» αποτελεί η αναφορά του Σωκράτη: «Ακόμα κι αν θελήσει κανείς να συζητήσει με τον τελευταίο από τους Σπαρτιάτες, θα διαπιστώσει πως πάνω στα περισσότερα θέματα αυτός φαίνεται ένα τίποτε. Στη συνέχεια όμως, σ᾽ ένα οποιοδήποτε σημείο της συζήτησης, γυρνά και σου πετά ξαφνικά μια εντυπωσιακή φράση, σύντομη κι όλο νεύρο, σαν φοβερός ακοντιστής, έτσι που ο συνομιλητής του να φαίνεται κοντά του σαν μωρό παιδί, τίποτε περισσότερο.» (Πλάτων, Πρωταγόρας, 343a)
Κλείνοντας οφείλω να ξεκαθαρίσω ότι η ανάδειξη αυτών των σημείων δεν γίνεται για την εξιδανίκευση ούτε του σπαρτιατικού τρόπου ζωής ούτε του σπαρτιατικού πολιτεύματος. Όσον αφορά στη σχέση ατόμου – πόλης, η Σπάρτη δεν δίνει το παράδειγμα αλλά ως το άκρον άωτον της υπερίσχυσης του συλλογικού έναντι του ατομικού έρχεται να φανερώσει τη σημερινή υπερβολή του εγωκεντρισμού. Έχοντας αντιληφθεί τα δύο δίπολα, θα μας είναι πιο εύκολη η αναζήτηση της μεσότητας στο πλαίσιο του πολιτικού προσανατολισμού. Όσον αφορά στο θέμα της ολιγάρκειας ωστόσο, νομίζω ότι ο Σπαρτιάτης, αν δεν θέλουμε να επιταχύνουμε την οικολογική κατάρρευση, θα πρέπει να γίνει υπόδειγμα καταναλωτή, ή μάλλον αντι-καταναλωτή. Αυτή τη στιγμή αν όλος ο πλανήτης υιοθετούσε τον τρόπο ζωής των Αμερικάνων για παράδειγμα, τότε θα χρειαζόμασταν άλλους τέσσερις πλανήτες Γη (Global Footprint Network National Footprint Accounts 2018). Η στάση ζωής τον Σπαρτιατών λοιπόν μπορεί να αποβεί σωτήρια για το οικοσύστημα και αξίζει να την αναδείξουμε δεδομένου ότι δεν απαντάται ιστορικά στο δυτικό πολιτισμό άλλη κοινωνία με τέτοια συνειδητή αποστροφή απέναντι στα υλικά αγαθά∙ τόσο από το λαό όσο και από την –καταχρηστικά ονομαζόμενη- άρχουσα ελίτ (βασιλείς).
Παναγιώτης Χαρίτσης