Όλοι γνωρίζουμε τις περιπέτειες του πολυμήχανου Οδυσσέα, του βασιλιά της Ιθάκης, ο οποίος αφού πολέμησε δέκα χρόνια στην Τροία ξεκίνησε ένα μακρύ ταξίδι επιστροφής στο νησί του, που διήρκεσε άλλα δέκα χρόνια. Επιστρέφοντας σκότωσε τους μνηστήρες της γυναίκας του, της Πηνελόπης, που επιβουλεύονταν την περιουσία του και επανήλθε στο θρόνο του.
Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, όπως θα τελείωνε ένα παραμύθι; Ή μήπως όχι; Πώς άραγε πέθανε ο μυθικός Οδυσσέας, ποιο ήταν το τέλος του;
Στη ραψωδία λ της Οδύσσειας, ο Οδυσσέας κατεβαίνει στον Άδη και μιλά με το μάντη Τειρεσία ο οποίος μεταξύ άλλων προβλέπει το τέλος του. Αφού τον συμβουλεύει να εξευμενίσει τον Ποσειδώνα προβλέπει πως το τέλος του θα έρθει σε βαθιά γεράματα μακριά, έξω από τη θάλασσα, «εξ αλός». (σ.σ. στα ομηρικά χρόνια η μετέπειτα πρόθεση εκ χρησιμοποιούνταν ως επίρρημα με την έννοια του εκτός).
Επιπλέον, πηγές από το διαδίκτυο (που δεν μπορέσαμε να διασταυρώσουμε) αναφέρουν ότι κάποια στιγμή ο Οδυσσέας είδε ένα όνειρο και η εξήγηση που του δόθηκε ήταν ότι θα σκοτωθεί από το γιό του. Με αυτή την αφορμή ο βασιλιάς της Ιθάκης απομάκρυνε τον γιο του Τηλέμαχο για κάποιο διάστημα αν και στη συνέχεια αναίρεσε την απόφασή του.
Πράγματι το όνειρο επιβεβαιώθηκε. Όταν κάποια στιγμή ξένος στρατός αποβιβάστηκε στην Ιθάκη ο Οδυσσέας έσπευσε για την απόκρουση των εισβολέων με τον στρατό του. Ο επικεφαλής των ξένων εξαπέλυσε ένα δόρυ σκοτώνοντας των Οδυσσέα. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο Τηλέγονος, γιος το Οδυσσέα με την Κίρκη, του οποίου ο βασιλιάς της Ιθάκης αγνοούσε την ύπαρξη. Ο Τηλέγονος είχε ταξιδέψει αναζητώντας τον πατέρα του και σκότωσε τον Οδυσσέα χωρίς να γνωρίζει ποιος είναι. Το δόρυ έφερε κεφαλή από ουρά σαλαχιού. Έτσι επιβεβαιώθηκε ο μάντης Τειρεσίας.
Στη συνέχεια ο Τηλέγονος μαζί με τον Τηλέμαχο θρήνησαν το νεκρό Οδυσσέα και μετέφεραν το άψυχο κορμί του στο νησί της Κίρκης μαζί με την Πηνελόπη.
Η ιστορία τελειώνει με δύο παράξενους γάμους. Η Πηνελόπη παντρεύτηκε τον Τηλέγονο και οΤηλέμαχος την Κίρκη!
Ας δούμε αναλυτικά το κομμάτι της Οδύσσειας που αναφέρεται στο τέλος του Οδυσσέα:
«Μα εσύ θα γδικιωθείς διαγέρνοντας τις αδικίες τους όλες.
Κι ως τους μνηστήρες στο παλάτι σου με κοφτερό σκοτώσεις
χαλκό, με δόλο ξεπλανώντας τους για κι ανοιχτά, το δρόμο
πάρε μετά, κουπί καλάρμοστο στο χέρι σου κρατώντας,
σε ανθρώπους ως να φτάσεις, θάλασσα που δεν κατέχουν τι είναι,
κι ουδέ ποτέ με αλάτι αρτίζουνε τα φαγητά που τρώνε,
κι ουδέ καράβια αλικομάγουλα ποτέ αγνάντεψαν, μήτε
κουπιά καλάρμοστα, που ως φτερούγες δρομίζουν τα καράβια.
Σου λέω και το σημάδι ξάστερα και θα το δεις κι ατός σου:
Σα σε ανταμώσει εκεί στη στράτα σου κανένας πεζολάτης
και λιχνιστήρι πει στον ώμο σου πως κουβαλάς τον ώριο,
στο χώμα τότε το καλάρμοστο να μπήξεις λέω κουπί σου,
κι αφού θυσίες προσφέρεις πάγκαλες στο ρήγα Ποσειδώνα,
κριάρι και κάπρι λατάρικο και ταύρο σφάζοντάς του,
γύρισε πίσω στην πατρίδα σου, και πρόσφερε θυσίες
μεγάλες στους θεούς, που αθάνατοι τα ουράνια πλάτη ορίζουν,
σε όλους γραμμή. Κι ακόμα ο θάνατος γλυκός, γαλήνιος θα ‘ρθει
να σε ‘βρει αλάργα από τη θάλασσα, τα μάτια να σου κλείσει
μες σε βαθιά καλά γεράματα᾿ κι ολόγυρα οι λαοί σου
θα ζουν χαιράμενοι. Τον άκουσες τον άψευτό μου λόγο!»