Το 1853 με το ξέσπασμα του ρωσοτουρκικού πολέμου αληθινός πολεμικός πυρετός «χτύπησε» την Ελλάδα. Αμέσως συγκροτήθηκαν στρατιωτικά τμήματα υπό τις ευλογίες του Βασιλιά και της Βασίλισσας, ενώ Αξιωματικοί του Στρατού παραιτούνταν και αμέσως μετά περνούσαν τα ελληνοοθωμανικά σύνορα για να υποκινήσουν επαναστάσεις.
Η οθωμανική ηγεσία απαίτησε από την ελληνική κυβέρνηση εντός δέκα ημερών την ανάκληση όλων των συμμετεχόντων Ελλήνων Αξιωματικών στις επαναστάσεις, την τιμωρία των εμπλεκομένων, την δημόσια αποδοκιμασία της συλλογής χρημάτων για τους επαναστάτες και την καθοδήγηση του Τύπου να μην δημιουργεί ατμόσφαιρα πολέμου. Ο Βασιλιάς Όθων απάντησε με διαταγή ετοιμασίας του Στρατού, στον οποίο θα ετίθετο ο ίδιος αρχηγός.
Τον Απρίλιο του 1854, όμως, οι πρέσβεις της Αγγλίας και της Γαλλίας επέδωσαν απειλητική διακοίνωση στην ελληνική κυβέρνηση, ενώ τον Μάιο στρατιωτικά αποσπάσματα των Μ. Δυνάμεων κατέλαβαν τον Πειραιά. Έτσι ο Βασιλιάς Όθων αναγκάστηκε να κηρύξει ουδετερότητα.
Αυτή η κατοχή όμως θα ήταν διαφορετική. Ο Ελληνικός λαός θα βίωνε την χολέρα. Τα πρώτα κρούσματα της ασθένειας εμφανίστηκαν στον Πειραιά τον Ιούνιο, σε μέλη του αγγλογαλλικού πληρώματος. Για το λόγο αυτό, η συγκεκριμένη επιδημία ονομάστηκε «η Ξένη του 1854»
Η σημασία των γεγονότων υποτιμήθηκε και ο Γάλλος διοικητής Μπαρμπιέ ντε Τινάν δεν ενέκρινε την δημιουργία ειδικής ζώνης που θα απέκλειε την Αθήνα από τον Πειραιά. Ο δήμαρχος Πειραιά Πέτρος Σκυλίτσης παύθηκε από τα καθήκοντά του καθώς θεωρήθηκε ότι δεν αντιμετώπισε άμεσα την επιδημία. Οι Πειραιώτες εγκατέλειπαν πανικόβλητοι τις εστίες τους. Κατευθύνονταν προς τα νησιά του Αργοσαρωνικού, την Σύρο και το Ναύπλιο.
Παρά τις προσπάθειες να μην φθάσει η επιδημία στην πόλη της Αθήνας αυτό δεν κατέστη δυνατό κυρίως γιατί οι ξένοι στρατιώτες έσπαγαν τον αποκλεισμό και επισκέπτονταν την Αθήνα. Οι περισσότεροι Αθηναίοι αντιμετώπισαν την επιδημία με τον ίδιο τρόπο με τους Πειραιώτες, με την φυγή. Προσφιλέστεροι τόποι ήταν τα χωριά του Αμαρουσίου, η Κηφισιά, η Χασιά και τα Καλύβια. Η επιδημία χολέρας σταμάτησε τον Δεκέμβριο του 1854. Υπολογίζεται ότι σε Αθήνα και Πειραιά 3.000 άνθρωποι έχασαν την ζωή τους.
Το Βασιλικό Ναυτικό συμμετείχε ενεργά στις προσπάθειες των αρχών για «καταστολή της επιδημίας» προσφέροντας τους πάρωνες Ορφεύς και Περσεύς ως ξενοδοχεία για τους πάσχοντες κατά την διάρκεια της μεγάλης έντασης της κρίσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι τους δύο πάρωνες η Ελλάδα τους απέκτησε επεισοδιακά, καθώς η Γαλλία αντέδρασε στην πώλησή τους από την Ρωσία στην Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 1854. Με πολλές περιπέτειες τα Ορφεύς, Περσεύς και η κορβέτα Αριάδνη (επίσης αγορασθείσα από τους Ρώσους) κατέπλευσαν στην Ελλάδα. Είχε προηγηθεί μακρά παραμονή τους στο λιμάνι του Ντουμπρόβνικ όντας αφοπλισμένα από την αυστριακή κυβέρνηση καθώς και μία καταδίωξη από αγγλικά και γαλλικά πολεμικά πλοία.