Ο καρκίνος του παχέος εντέρου και του ορθού είναι πλέον η πρώτη αιτία θανάτου από καρκίνο μεταξύ ανδρών και γυναικών ηλικίας κάτω των 50 ετών στις ΗΠΑ
Αύξηση της επίπτωσης του καρκίνου σε άτομα κάτω των 50 ετών, γεγονός που αποδίδεται εν μέρει στην αύξηση των ποσοστών παχυσαρκίας σε άτομα που έχουν γεννηθεί μετά το 1950, αλλά και αξιοπρόσεκτη αύξηση της επίπτωσης του καρκίνου του παχέος εντέρου και του ορθού σε νεότερα άτομα, καταγράφουν τα τελευταία στατιστικά δεδομένα για τον καρκίνο στις ΗΠΑ.
Την ίδια ώρα, ο καρκίνος του παχέος εντέρου και του ορθού είναι πλέον η πρώτη αιτία θανάτου από καρκίνο μεταξύ ανδρών και γυναικών ηλικίας κάτω των 50 ετών, γεγονός που θεωρείται ότι σχετίζεται με την αλλαγή του τρόπου ζωής και των καθημερινών συνηθειών σε νεότερα άτομα.
Δεύτερη αιτία θανάτου ο καρκίνος
Αναλυτικότερα, όπως κάθε χρόνο, η Αμερικανική Εταιρεία για τον καρκίνο δημοσίευσε προσφάτως την ετήσια αναφορά με τα στατιστικά δεδομένα για τον καρκίνο στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η αναφορά αυτή εμπεριέχει πάντα σημαντικά δεδομένα για την εξέλιξη της επίπτωσης και της θνητότητας της νόσου σε διάφορες ηλικιακές ομάδες, ενώ εξάγονται σημαντικά συμπεράσματα τόσο για την αποτελεσματικότητα των θεραπευτικών και προληπτικών παρεμβάσεων που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια αλλά και για τις σημαντικές ανάγκες που πρέπει να εστιαστεί η προσοχή των επιστημόνων στο άμεσο μέλλον.
Όπως τονίζουν οι ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής (Νοσοκομείο Αλεξάνδρα) της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ Θάνος Δημόπουλος (τ. Πρύτανης ΕΚΠΑ, Καθηγητής Ογκολογίας – Αιματολογίας) και Μιχάλης Λιόντος (Επίκουρος Καθηγητής Θεραπευτικής Ογκολογίας), τα φετινά δεδομένα επιβεβαιώνουν τη διαρκή μείωση της θνητότητας της νόσου που έχει διαπιστωθεί τα τελευταία 25 έτη. Μάλιστα, υπολογίζεται ότι η αλλαγή αυτή, που έχει προέλθει λόγω των θεραπευτικών εξελίξεων και των εξετάσεων προσυμπτωματικού ελέγχου, έχει αποτρέψει περίπου 4 εκατομμύρια θανάτους στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο καρκίνος παραμένει η δεύτερη αιτία θανάτου στο γενικό πληθυσμό μετά τα καρδιαγγειακά νοσήματα. Αποτελεί δε την πρώτη αιτία θανάτου στους άνδρες ηλικίας 60-79 ετών και στις γυναίκες 40-79 ετών. Η επίπτωση βέβαια της νόσου συνεχίζει να αυξάνει και υπολογίζεται ότι για πρώτη φορά το 2024 περισσότερα από 2 εκατομμύρια άτομα θα διαγνωσθούν με καρκίνο στις ΗΠΑ. Η συνεχής αύξηση της επίπτωσης σχετίζεται προφανώς με την γήρανση του πληθυσμού αλλά και με τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου όπως είναι η παχυσαρκία.
Τι συμβαίνει ανά ηλικιακή ομάδα
Αρκετά ενδιαφέροντα είναι τα δεδομένα για την επίπτωση της νόσου ανά ηλικιακή ομάδα. Καθώς η ανάπτυξη καρκίνου σχετίζεται με την αθροιστική επίδραση διαφόρων παραγόντων κινδύνου με την πρόοδο της ηλικίας, είναι αναμενόμενο οι περισσότερες διαγνώσεις της νόσου να καταγράφονται σε άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών. Τα τελευταία χρόνια όμως παρατηρείται μικρή μείωση στο ποσοστό των νέων διαγνώσεων καρκίνου σε άτομα άνω των 65 ετών παρότι η ομάδα αυτή των ανθρώπων μεγαλώνει αριθμητικά λόγω της γήρανσης του πληθυσμού. Αντίθετα, παρατηρείται αύξηση της επίπτωσης του καρκίνου σε άτομα κάτω των 50 ετών. Η μεταβολή αυτή αποδίδεται στη σημαντική μείωση των διαγνώσεων καρκίνου του προστάτη και νεοπλασμάτων που σχετίζονται με το κάπνισμα σε πιο ηλικιωμένα άτομα και στην αντίστοιχη αύξηση των ποσοστών παχυσαρκίας σε άτομα που έχουν γεννηθεί μετά το 1950.
Αξιοπρόσεκτη είναι η αύξηση της επίπτωσης του καρκίνου του παχέος εντέρου και του ορθού σε νεότερα άτομα. Ο καρκίνος παχέος εντέρου και ορθού είναι πλέον η πρώτη αιτία θανάτου από καρκίνο μεταξύ ανδρών και γυναικών ηλικίας κάτω από 50 ετών. Η μεταβολή αυτή θεωρείται ότι σχετίζεται με την αλλαγή του τρόπου ζωής και των καθημερινών συνηθειών σε νεότερα άτομα και υπογραμμίζει την ανάγκη για την ευρεία εφαρμογή των προγραμμάτων προσυμπτωματικού ελέγχου για τη νόσο. Επίσης, περίπου το ένα τρίτο των ασθενών που διαγιγνώσκονται με καρκίνο παχέος εντέρου και ορθού πριν την ηλικία των 50 ετών έχουν κληρονομική προδιάθεση για τη νόσο ή οικογενειακό ιστορικό τέτοιων νεοπλασιών και με βάση τις ισχύουσες κατευθυντήριες οδηγίες θα έπρεπε να ξεκινούν τον προσυμπτωματικό έλεγχο για τη νόσο πριν την ηλικία των 45 ετών.
Αναφορικά με τα γυναικολογικά νεοπλάσματα, τα δεδομένα καταγράφουν μια σημαντική μείωση της επίπτωσης του καρκίνου τραχήλου της μήτρας στις γυναίκες που βρίσκονται στην 3η δεκαετία της ζωής τους, την ηλικιακή δηλαδή ομάδα που πρώτη εκτέθηκε στο εμβόλιο έναντι του ιού HPV. Αντίθετα όμως παρατηρείται αύξηση της επίπτωσης της νόσου στην ηλικιακή ομάδα 30-44 ετών κατά τα έτη 2012-2019, γεγονός που υπογραμμίζει τη σημασία εφαρμογής του προσυμπτωματικού ελέγχου για τη νόσο αυτή αλλά και τη συνεχιζόμενη ανάγκη προφυλακτικού εμβολιασμού του πληθυσμού των εφήβων.
Επίσης, ο καρκίνος του ενδομητρίου συνεχίζει να αποτελεί την μοναδική κακοήθεια για την οποία αυξάνει η θνητότητα τα τελευταία χρόνια κατά ένα ποσοστό 2% ετησίως. Τα δεδομένα μάλιστα καταδεικνύουν μεγάλη διαφορά στην πενταετή επιβίωση της νόσου μεταξύ των διαφόρων φυλετικών ομάδων. Οι διαφορές αυτές μόνο κατά ένα μέρος μπορούν αν αποδοθούν στη μεγαλύτερη επίπτωση περισσότερο επιθετικών ιστολογικών υποτύπων σε γυναίκες μαύρης φυλής. Διάφορες μελέτες δείχνουν χαμηλότερη πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, διάγνωση σε υψηλότερο στάδιο της νόσου και μικρότερη πιθανότητα θεραπείας με την καθιερωμένη αγωγή για τις γυναίκες μαύρης φυλής. Με δεδομένα ότι πολύ πρόσφατα, η ανοσοθεραπεία κατέδειξε σημαντικά οφέλη για την επιβίωση των γυναικών με προχωρημένο ή μεταστατικό καρκίνο ενδομητρίου, υπάρχει ο κίνδυνος να μεγαλώσει ακόμη περισσότερο το χάσμα στην επιβίωση των γυναικών λόγω των κοινωνικών ανισοτήτων.
Σε κάθε περίπτωση, τα ετήσια στατιστικά δεδομένα για τον καρκίνο υπογραμμίζουν ότι η νόσος αυτή αποτελεί ένα ιδιαίτερα σημαντικό πρόβλημα δημόσιας υγείας και παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για τη χάραξη πολιτικών πρόληψης και θεραπείας της νόσου.
Παράλληλα, τα στοιχεία αποτυπώνουν την ευνοϊκή επίδραση των θεραπευτικών παρεμβάσεων στην αύξηση της επιβίωσης των ασθενών και ιδίως για νεοπλάσματα που στο παρελθόν είχαν ιδιαίτερα πτωχή πρόγνωση όπως ο καρκίνος του πνεύμονα και το μελάνωμα. Είναι σημαντικό βέβαια να υπάρχει ισότιμη πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας ώστε τα οφέλη από τις επιστημονικές εξελίξεις να διαχέονται σε όλες τις ομάδες του πληθυσμού.