O Ηρόστρατος ήταν ένα από τα κατώτερα μέλη της κοινωνίας της Εφέσου, δηλαδή ένας μη Εφέσιος ή ακόμα και σκλάβος. Για να μείνει το όνομά του στην ιστορία, έφτασε στο σημείο να πυρπολήσει το περίφημο Αρτεμίσιο δηλαδή το ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο. Όπως αναφέρει ο Πλούταρχος στους «Παράλληλους Βίους», αλλά και πολλοί άλλοι συγγραφείς όπως ο Κικέρων, την ίδια νύχτα της πυρπόλησης γεννήθηκε ο Μέγας Αλέξανδρος δηλαδή 21 Ιουλίου του 356 π.Χ.
Οι Εφέσιοι στη συνέχεια συνέλαβαν τον Ηρόστρατο, και μετά από τον βασανισμό του, εκείνος παραδέχτηκε την ενοχή του και τον λόγο και τον οποίον πυρπόλησε το ναό της Αρτέμιδος. Ο λόγος που το έκανε είναι για να διαδοθεί το όνομά του σε όλο τον κόσμο.
Στη συνέχεια οι Εφέσιοι τον θανάτωσαν, και απαγόρευσαν τη μνεία του, τιμωρώντας με θάνατο όποιον ανέφερε το όνομά του. Το όνομα του διασώθηκε μέσα από το έργο του Θεόπομπου «Ελληνικά», ενώ αναφορά στο όνομα του γίνεται από Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο ναός της Αρτέμιδος, χρειάζεται να κάνει 120 χρόνια για να αποπερατωθεί ξεκίνησε να χτίζεται από το βασιλιά της Λυδίας, Κροίσο.
Όπως ανέφερε ο Αντίπατρος ο Σιδώνιος που θεωρείται εμπνευστής της λίστας με τα επτά θαύματα του κόσμου, το μεγαλείο του ναού της Αρτέμιδος ξεπερνούσε όλα τα υπόλοιπα μνημεία.
Χαρακτηριστικά αναφέρει:
“Καὶ κραναᾶς Βαβυλῶνος ἐπίδρομον ἅρμασι τεῖχος καὶ τὸν ἐπ’ Ἀλφειῷ Ζᾶνα κατηυγασάμην κάπων τ’ αἰώρημα, καὶ Ἠελίοιο κολοσσὸν, καὶ μέγαν αἰπεινᾶν πυραμίδων κάματον,μνᾶμά τε Μαυσώλοιο πελώριον· ἀλλ’ ὅτ’ ἐσεῖδον Ἀρτέμιδος νεφέων ἄχρι θέοντα δόμον,κεῖνα μὲν ἠμαύρωτο, καὶ ἦν· “Ἴδε, νόσφιν Ὀλύμπου Ἅλιος οὐδέν πω τοῖον ἐπηυγάσατο.”
“Έχω δει τους μεγαλοπρεπείς Κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνας, το Άγαλμα του Ολυμπίου Διός, τον Κολοσσό της Ρόδου και τις Πυραμίδες της Αιγύπτου, όπως ακόμα και το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, αλλά όταν βλέπω τον ναό της Αρτέμιδος που αγγίζει τον ουρανό τα υπόλοιπα μνημεία χάνουν την λαμπρότητά τους. Εκτός από τον Όλυμπο, ο ήλιος δεν φάνηκε πουθενά αλλού τόσο μεγαλοπρεπής όσο εδώ”. – βλ. Αντίπατρος, Ελληνική μυθολογία, (IX, 58)