Αν και τα υλικά ήταν καταδικασμένα στη φθαρτότητα, έχουμε πλήθος αναφορών στην λογοτεχνία αλλά και στην αγγειογραφία, που μας βοηθούν να αναπαραστήσουμε τα έπιπλα που βρίσκονταν μέσα στα αρχαία σπίτια.
Για κάθε έπιπλο υπήρχε και ο αντίστοιχος τεχνίτης (τέκτων): π.χ. θρονοποιοί, κιβωτοποιοί, κλινουργοί κ.ά. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός, ότι συγκεκριμένα σχέδια επίπλων τα βρίσκουμε σε Ελλάδα, Ασία, Ν. Ιταλία, Ν. Ρωσία, πράγμα που σημαίνει ότι οι τεχνίτες ταξίδευαν και η επιπλοποιία είχε διαδοθεί σε διεθνές επίπεδο. Επιπροσθέτως, οι Ετρούσκοι, καθώς και οι Ρωμαίοι είχαν επηρεαστεί έντονα από την Ελληνική επιπλοποιία.
Κατά κανόνα, οι επιπλοποιοί παρέμεναν ανώνυμοι και ήταν απλοί μαραγκοί που δεν στερούνταν όμως πρωτοτυπίας και καλαισθησίας. Ο Ικμάλιος, παραταύτα, αναφέρεται από τον Όμηρο ονομαστικά (Οδύσσεια, Τ, 55-59) ως ο τεχνίτης που κατασκεύασε το κρεβάτι της Πηνελόπης:
Πλάι στη φωτιά τής έβαλαν ανάκλιντρο για να καθήσει, με φίλντισι κι ασήμι δουλεμένο· που κάποτε ο Ικμάλιος το είχε μαστορέψει, προσδένοντας με τέχνη κι ένα σκαμνί υποπόδιο, στρωμένο με παχιά προβιά.
(μτφ. Δ.Ν. Μαρωνίτης, 2006, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών)
Τα κυριότερα ξύλα για τη δημιουργία επίπλων ήταν ο σφένδαμος, η οξιά, η ιτιά, το κίτρο, το έλατο, η δρυς, το λιόπρινο και η γλυκολεμονιά. Πιο ακριβό ήταν το κίτρο το οποίο εισάγονταν από τη ΒΔ Αφρική, και θεωρούνταν πιο πολύτιμο και από το χρυσάφι! Ο σφένδαμος ήταν επίσης ακριβή πρώτη ύλη, χρησιμοποιούμενος κυρίως για κρεβάτια και τραπέζια.
Η οξιά χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή δίφρων (σκαμνάκι χωρίς πλάτη), κλινών, τραπεζών και κιβωτίων. Το έλατο το χρησιμοποιούσαν για διάφορα διακοσμητικά μέλη που προσαρμόζονταν στα κιβώτια και τα υποπόδια. Στις πηγές αναφέρονται επίσης, σκελετοί κρεβατιών από ιτιά αλλά και μελία.
Ο κέδρος είχε την ιδιότητα να μην σαπίζει εύκολα και επιπλέον, είχε και αντισηπτικές ιδιότητες, γι’ αυτό και ήταν πολύ ακριβός. Το κυπαρίσσι ήταν ένα επίσης ιδιαίτερα ανθεκτικό ξύλο που χρησιμοποιούνταν κυρίως για κιβώτια, ενώ το ξύλο του ελάτου δουλευόταν εύκολα και απορροφούσε την κόλλα.
Στην αρχαιότητα, το ξύλο πριν δεχτεί οποιαδήποτε επεξεργασία, το άφηναν να σκληρύνει για να μη σκίζεται. Όπως μας πληροφορεί ο Πλίνιος (XVI 222): «..ορισμένοι με πολύ καλά αποτελέσματα αφήνουν το ξύλο αφού το κόψουν, γύρω γύρω στην ψίχα, ώστε όλη η υγρασία να φύγει, καθώς στέκεται πριν χρησιμοποιηθεί στα δικά μας κλίματα, μερικά ξύλα σκίζονται από φυσικού τους. Αυτά οι αρχιτέκτονες θα ήταν καλό να τα στεγνώνουν σκεπασμένα με λίπασμα (κοπριά) για να μην τα τραυματίζει ο αέρας.»
Άλλη μία γνωστή πρακτική για τους αρχαίους ήταν το γυάλισμα του ξύλου. Ο Πλίνιος (XVI 222) αναφέρει γι’ αυτό το σκοπό τη χρήση του δέρματος του σαλαχιού, το λάδι του κέδρου και του ιουνίπερου (Juniperus communis, γνωστό και ως Άρκευθος η κοινή), και το κερί.
Είναι εντυπωσιακή, λοιπόν, η επιμέλεια με την οποία μεταχειρίζονταν οι αρχαίοι τα επίπλα, κάτι που φαντάζει τρομακτικά πολύ μακρινό στη σημερινή εποχή της απρόσωπης και μαζικής παραγωγής επίπλων!
Φωτογραφία: Ξυλουργός κατασκευάζει το μπαούλο της Δανάης, υδρία του ζωγράφου του Gallatin, 490 π.Χ. περ (Museum of Fine Arts, Boston, Α.Ε.: Boston 13.200)