Ο Αίσωπος γεννήθηκε κατά πάσα πιθανότητα, από οικογένεια δούλων, το 625 π.Χ., έζησε στη Σάμο, ταξίδεψε στην Αίγυπτο και την Ανατολή και είναι ο διασημότερος από τους αρχαίους μυθοποιούς, αναμφισβήτητος πατέρας του αρχαίου μύθου.
Ήταν επίσης και πραγματικό τέρας ασχήμιας: μαυριδερός, καμπούρης, τραυλός, κοντόλαιμος, στραβοπόδης με μύτη πλακουτσωτή και κεφάλι τριγωνικό, αλλά παράλληλα ηταν και ευφυέστατος.
Θεωρείται επίσης ο κορυφαίος της λεγόμενης διδακτικής μυθολογίας. Δεν έγραψε κανέναν από τους μύθους αλλά τους διηγόταν προφορικά.
Πρωταγωνιστές στους μύθους του Αισώπου είναι, κατά το πλείστον, ορισμένα ζώα, όπως η αλεπού, ο λύκος, το λιοντάρι, το ελάφι κ.ά. Κυρίως είναι διάλογοι μεταξύ ζώων που μιλούν κι ενεργούν σαν άνθρωποι (τα «φωνήεντα ζώα»), ενώ υπάρχουν και μερικοί με ανθρώπους ή θεούς. Πρόκειται για μικρά οικιακά αφηγήματα, διατυπωμένα με μεγάλη συντομία. Ο χαρακτήρας τους είναι ηθικοδιδακτικός, συμβολικός κι αλληγορικός. Οι Μύθοι αυτοί έχουν ιδιαίτερη χάρη, θαυμαστή απλότητα κι άφταστη διδακτικότητα. Είναι παρμένοι από τη καθημερινή ζωή και τη φύση. Είχε τη μοναδική ικανότητα να δίνει στα ζώα ανθρώπινες ιδιότητες, ψυχή και λαλιά, σε τέτοιο βαθμό που να θεωρείς ότι οι μύθοι του ήταν κάποτε η πραγματικότητα και όλα αυτά που διηγείται έχουν συμβεί. Βασικό χαρακτηριστικό των διηγήσεών του ήταν το επιμύθιο το οποίο ήταν εύληπτο για τα παιδιά και το λαό.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Αίσωπος ήταν πολύ γνωστός «λογοποιός».Εκτός από τους μύθους γνώριζε και διηγούνταν πολλά αστεία κι ανέκδοτα. ‘Άλλοι υποστηρίζουν ότι δε δημιούργησε μύθους αλλά τους συγκέντρωσε, τους συμπλήρωσε και τους τελειοποίησε. Αυτοί προέρχονταν είτε από τους αρχαιότερους Έλληνες είτε από άλλους λαούς, όπως οι Φρύγες. Δεν αποκλείεται βέβαια να επινόησε κι ο ίδιος μερικούς απ’ αυτούς. Πάντως, τους χρησιμοποίησε πολύ στη ζωή του, με τόση δεξιότητα κι επιτυχία, ώστε να συνδεθεί τελικά το όνομά του μ’ αυτούς.
Μέσα στους μύθους αυτούς διακρίνεται το ευρύ, παρατηρητικό του πνεύμα κι η ικανότητά του να διδάσκει με μικρές, απλές ιστορίες, που πάντα έχουν στο τέλος κάποιο ηθικό δίδαγμα. Συνήθιζε με την παρατηρητικότητα και τη βαθιά σοφία του να πλάθει τέτοιες ιστορίες και να τις λέει γύρω του. Με τον καιρό απέκτησε μεγάλη φήμη κι όλοι έτρεχαν κοντά του για να ακούσουν κάποιο μύθο του σχετικά με κάποιο πρόβλημα τους. Σιγά σιγά οι μύθοι του άρχισαν να μεταδίδονται από στόμα σε στόμα μεταξύ των ανθρώπων, μέχρι την ελληνιστική εποχή οπότε συγκεντρώθηκαν για πρώτη φορά.
Παρ’ ότι όσο ζούσε ήταν δούλος, οι Αθηναίοι του έστησαν αργότερα ανδριάντα, για να δείξουν έτσι ότι κάθε άνθρωπος αξίας πρέπει, ανεξάρτητα από τη καταγωγή του, να τιμάται.
Λέγεται πως λόγω της ασχήμιας του, εισέπραττε συχνά την αντιπάθεια των συνδούλων του οι οποίοι διαρκώς τον επιβουλεύονταν.
Κάποια άλλη μέρα ο Αίσωπος μαζί με δύο νεώτερους σε ηλικία δούλους ακολούθησαν τον κύριό τους σε παζάρι της Σάμου. Εκείνος, που επιθυμούσε να πουλήσει τους δύο νέους δούλους του σε καλή τιμή, τους έντυσε με καινούργια ρούχα και έβαλε τον Αίσωπο, στον οποίο είχε φορέσει ένα τρίχινο τσουβάλι, να σταθεί ανάμεσά τους.Η ασχήμια του Αισώπου έκανε τους άλλους δούλους να δείχνουν ωραιότεροι από όσο ήταν στην πραγματικότητα και όσους περνούσαν από μπροστά τους, να τους λυπούνται που βρισκόταν ανάμεσά τους επειδή, όπως έλεγαν, η ασχήμια του επισκίαζε την ομορφιά τους. Ανάμεσα στο πλήθος, βρισκόταν και ο Σάμιος φιλόσοφος Ξάνθος. Αφού στάθηκε και παρατήρησε με προσοχή τους δυο γεροδεμένους δούλους, ρώτησε τον πρώτο τι δουλειά είχε μάθει να κάνει. Εκείνος απάντησε πως ήξερε όλες τις δουλειές. Ο Αίσωπος μόλις άκουσε την απάντηση του γέλασε με αποτέλεσμα να φανούν τα μεγάλα δόντια του που προκάλεσαν ρίγος στη συνοδεία του φιλοσόφου.
Ύστερα ο Ξάνθος στάθηκε μπροστά στον άλλο δούλο, στα δεξιά του Αισώπου, και τον ρώτησε ποια τέχνη γνώριζε. Εκείνος, μιμούμενος τον προηγούμενο, απάντησε πως γνώριζε όλες τις τέχνες. Και πάλι ο Αίσωπος γέλασε ξαφνιάζοντας τους πάντες που άρχισαν πια να αναρωτιούνται τι ήταν αυτό που του προκαλούσε το γέλιο. Όταν τον ρώτησε κάποιος γιατί γελά, εκείνος του αποκρίθηκε πως αν επιθυμούσε να μάθει αν ήταν θαλάσσιος τράγος, τότε δεν είχε παρά να ρωτήσει. Μετά από λίγο ο Ξάνθος ρώτησε τον Αίσωπο ποια δουλειά ήξερε να κάνει. Τότε ο Αίσωπος απάντησε πως ήταν αδύνατο να γνωρίζει κάποια δουλειά, εφόσον οι άλλοι δύο τις γνώριζαν όλες, με αποτέλεσμα για τον ίδιο να μην μείνει καμιά για να τη μάθει. Όλοι εντυπωσιάστηκαν από τα λόγια του και θαύμασαν την εξυπνάδα και την ετοιμολογία του, ενώ παραδέχτηκαν πως είχε καταφέρει να “νικήσει τον Διδάσκαλο”.
Μετά ο Ξάνθος τον ρώτησε αν επιθυμεί να τον αγοράσει. Και πάλι ο Αίσωπος τον αποστόμωσε λέγοντάς του πως αυτό δεν ήταν στην κρίση του ίδιου, αλλά στου φιλοσόφου που κατείχε τα χρήματα. Όταν πάλι ο Ξάνθος τον ρώτησε αν θα έφευγε σε περίπτωση που τον αγόραζε, εκείνος απάντησε πως για κάτι τέτοιο δεν θα του ζητούσε την άδεια όπως είχε κάνει αυτός προηγουμένως. Ο Ξάνθος θαύμασε τις απαντήσεις του, όμως του είπε πως θλιβόταν για την ατυχία του, υπονοώντας την ασχήμια του Αισώπου, για να λάβει την απάντηση πως θα ήταν καλό γι εκείνον να κοιτά το νου του άλλου και όχι την όψη του. Ο Ξάνθος θαύμασε ακόμη περισσότερο την εξυπνάδα του, την οποία δεν κατάφερε να ξεπεράσει η δική του, και ύστερα από την παρότρυνση των ακολούθων του, αγόρασε τον Αίσωπο αντί εξήντα οβολών.
Ο Αίσωπος πέθανε στους Δελφούς, όπου είχε σταλεί από το βασιλιά Κροίσο γα να λάβει χρησμό του Μαντείου, το 560 π.Χ. Κατηγορήθηκε για ιεροσυλία και καταδικάστηκε σε θάνατο από ιεροδικαστές. Γκρεμίστηκε δε από τη κορφή του Παρνασσού.Οι εκδοχές ως προς τους λόγους του θανάτου του, είναι αρκετές και διαφορετικές.
Σύμφωνα με μια εκδοχή, στάλθηκε από τον Κροίσο με προσφορές δώρων στον ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς, όπου, βλέποντας τις απάτες των εκεί ιερέων και την απληστία τους, τους κατηγόρησε με σαρκαστικό τρόπο. Εκείνοι, τότε, αποφάσισαν να τον θανατώσουν με δόλο. Πήραν λοιπόν από το ιερό του ναού μια χρυσή φιάλη και την έκρυψαν μες στις αποσκευές του. Στη συνέχεια τον κατηγόρησαν για κλέφτη κι ιερόσυλο. Έτσι με τη σκηνοθετημένη κατηγορία τον καταδίκασαν σε θάνατο και τον σκότωσαν ρίχνοντας τον στον γκρεμό από την κορυφή του Παρνασσού, Υάμπεια. Αμέσως μετά τον θάνατό του έπεσε πείνα και δυστυχία στον τόπο.
Με βάση μία άλλη εκδοχή, ο Αίσωπος ήταν δούλος κάποιου κτηματία που τον χρησιμοποιούσε σαν βοσκό. Μια μέρα, που είδε τον επιστάτη να χτυπά άδικα έναν άλλο δούλο, έτρεξε να τον βοηθήσει κι έτσι ο επιστάτης για να τον εκδικηθεί τον κατηγόρησε στον κτηματία, που τον πήγε στην αγορά της Εφέσου για να τον πουλήσει. Εκεί, τον αγόρασε ο σοφός Ξάνθος από τη Σάμο, που εκτίμησε το έξυπνο βλέμμα του και τον πήρε μαζί του σαν δούλο. Μαζί του άρχισε να ταξιδεύει και να γνωρίζει τον κόσμο. Στη συνέχεια ο Ξάνθος τον πούλησε στον επίσης Σάμιο σοφό Ιάδμονα. Αυτός εκτιμώντας τα πνευματικά χαρίσματά του και κυρίως την σοφία και την ευφυΐα του, τον απελευθέρωσε.
Κάποτε έφτασε και στη περιοχή των Δελφών κι επισκέφθηκε το περίφημο Μαντείο. Ο Αίσωπος ειρωνεύτηκε τους ιερείς ότι μαντεύουν για να πλουτίζουν, και τους κατοίκους, ότι αντί να καλλιεργούν τα κτήματά τους και να φροντίζουν τα ζώα τους ζούσαν από τ’ αφιερώματα των προσκυνητών. Αυτό του το θράσος εξόργισε τους ιερείς του Μαντείου οι οποίοι τον παγίδεψαν, βάζοντας ένα χρυσό ποτήρι στις αποσκευές του και κατόπιν τον κατηγόρησαν για κλέφτη κι ιερόσυλο. Έτσι τον δίκασαν άδικα και τον καταδίκασαν σε θάνατο, ρίχνοντας τον από τις κορυφές των Φαιδριάδων, κάποια απόκρημνα βράχια, στον Παρνασσό.
Σύμφωνα με τη παράδοση, ο Απόλλωνας τιμώρησε την αδικία τους στέλνοντας στους κατοίκους των Δελφών μεγάλη πείνα και λιμό, που θέρισε πολλούς κατοίκους. Αυτοί τότε για να εξιλεωθούν, έστησαν μια μαρμάρινη στήλη προς τιμήν του Αισώπου.
Πηγές :
Βάσω Μαγγανάρη