Τα οργια με τις αχαλίνωτες σαρκικές απολαύσεις ήταν καθημερινότητα στην αρχαία Ελλάδα και Ρώμη ή μήπως όχι; Τι συνέβαινε πραγματικά στα όργια;
Όταν φέρνει κάποιος στο μυαλό του την λέξη «όργια» πιθανότατα σκέφτεται αχαλίνωτα πάρτι, όπου οι συμμετέχοντες επιδίδονται σε μια προσπάθεια για να ικανοποιήσουν κάθε σαρκική απόλαυση. Σίγουρα πηγαίνοντας πιο πίσω θα μπορέσει κανείς να εντοπίσει την αρχή όλων στην Αρχαία Ελλάδα και την Ρώμη δημιουργώντας στο νου εικόνες ατελείωτων ερωτικών επαφών. Ο κινηματογράφος άλλωστε βοήθησε ιδιαίτερα στο σχηματισμό τέτοιου είδους εικόνων, όπως για παράδειγμα η ταινία «Σατυρικόν» του Φεντερίκο Φελίνι ή ο «Καλιγούλας» του Τίντο Μπρας.
Η ίδια η λέξη «όργια» προέρχεται φυσικά από τα αρχαία ελληνικά και για πολλούς συμβολίζει την απόλυτη αποθέωση των απολαύσεων της σάρκας σε έναν αρχαίο κόσμο που ήταν απαλλαγμένος από τους ηθικούς περιορισμούς του σήμερα, ενώ χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάθε είδους υπερβολή.
Τι συνέβαινε όμως στην πραγματικότητα στα όργια της αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης;
Διόνυσος, συμπόσια και οι… Γάλλοι
Σύμφωνα με τον καθηγητή Αρχαίας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Λωρραίνης, Κρίστιαν-Τζορτζς Σβέντζελ σε άρθρο του στο The Conversation η ελληνική ρίζα της λέξης μας παραπέμπει σε τελετουργίες προς τιμήν θεών όπως ο Διόνυσος, του οποίου η λατρεία γιορτάζει την αναγέννηση της φύσης. Πρόκειται για τις λεγόμενες μυστικιστικές λατρείες, δηλαδή εκείνες που περιορίζονταν μόνο σε όσους ήταν μυημένοι, άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι είχαν ορκιστεί προηγουμένως να μην αποκαλύψουν τα μυστικά τους.
Ο όρος «όργια» υποδηλώνει πάθος και συγκίνηση. Οι οργιαστικές τελετές, για τις οποίες γνωρίζουμε ελάχιστα λόγω του μυστηρίου που τις περιβάλλει, θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν κραδασμούς αντικειμένων σεξουαλικού τύπου, κατά τη διάρκεια εκστατικών και βίαιων εκδηλώσεων που στόχευαν να οδηγήσουν σε μια κατάσταση συλλογικού «λήθαργου».
Αλλά, μόνο μετά το 1800 και κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και κυρίως στη γαλλική λογοτεχνία, το όργιο πήρε το νόημα των ομαδικών σεξουαλικών πρακτικών, που συνήθως συνδέονται με την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ και φαγητού. Για παράδειγμα, ο Φλομπέρ στο παραμύθι του Smarh του 1839, έγραψε για «Μια νυχτερινή γιορτή, ένα όργιο γεμάτο γυμνές γυναίκες, όμορφες σαν την Αφροδίτη».
Βέβαια στην πραγματικότητα η αντίληψη αυτή περί οργίων με ακόρεστες σεξουαλικές απολαύσεις δεν είναι ακριβώς μια μοντέρνα εφεύρεση. Τα συμπόσια που συνδύαζαν τη γαστρονομία και την ερωτική απόλαυση είναι γνωστά στα κλασικά κείμενα της Αρχαίας Ελλάδας. Έτσι, τον 4ο αιώνα π.Χ., ο Έλληνας ρήτορας Αισχίνης, στην ομιλία του κατά του Τίμαρχου, κατηγορεί τον εχθρό του ότι παραδόθηκε στα «πιο επαίσχυντα κακά» και σε αυτά «που ένας ελεύθερος αγαθός άντρας δεν πρέπει να αφήσει τον εαυτό του να παρασυρθεί»».
Ποιες ήταν αυτές οι απαγορευμένες απολαύσεις; Ο Τίμαρχος προσκαλεί στο σπίτι του γυναίκες μουσικούς που παίζουν φλάουτο και άλλες «ανήθικες» γυναίκες και δειπνεί μαζί τους. «Καταλαβαίνουμε ότι οι φλαουτίστριες δεν ήταν εκεί απλώς ως καλλιτέχνες που επιλέχθηκαν αποκλειστικά για το μουσικό τους ταλέντο, αλλά νεαρές ιερόδουλες που ήταν έτοιμες για να ικανοποιήσουν τις σεξουαλικές απαιτήσεις των συνδαιτημόνων», τονίζει ο Σβέντζελ.
Εκτός από το ότι καλούσαν στα συμπόσια εταίρες, η κατανάλωση πολύ ακριβού ψαριού ήταν μια επίσης… πικάντικη λεπτομέρεια που αναφερόταν ιδιαίτερα από τους ρήτορες του 4ου αιώνα π.Χ. και μπορούσε να προκαλέσει αρνητικά σχόλια. Ο Δημοσθένης, για παράδειγμα, συνδέει αυτές τις δύο όψεις της «ακολασίας» στον λόγο του «Περὶ τῆς Παραπρεσβείας». Το 346 π.Χ., η Αθήνα είχε στείλει πρέσβεις στον βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο Β’, ο οποίος απειλούσε τις υπόλοιπες πόλεις-κράτη της Ελλάδας με τα στρατεύματά του. Όμως ο βασιλιάς είχε πάρει με το μέρος του ορισμένους από τους Αθηναίους πρέσβεις, σε σημείο που αυτοί υποστήριζαν τις επεκτατικές του φιλοδοξίες. Ένας από αυτούς τους απεσταλμένους, που είχε εξαγοραστεί από τον Μακεδόνα βασιλιά, κατηγορήθηκε από τον Δημοσθένη ότι σπατάλησε τα παράνομα κέρδη του σε «πόρνες και ψάρια».
Και ύστερα ήρθαν οι Ρωμαίοι…
Οι Ρωμαίοι ιστορικοί περιγράφουν επίσης πολυτελείς γιορτές που συνδύαζαν το φαγητό με τις σαρκικές απολαύσεις. Στην δεκαετία 89-80 π.Χ, ο δικτάτορας της Ρώμης, ο Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας, φαίνεται ότι ήταν ο πρώτος Ρωμαίος ηγέτης που διοργάνωσε συμπόσια που συνδύαζαν το ποτό και τις σεξουαλικές απολαύσεις. Σύμφωνα με τον Σβέντζελ είναι πιθανό να… εμπνεύστηκε από την ελληνική Ανατολή, όπου ο ίδιος είχε κάνει στρατιωτική εκστρατεία. Στις γιορτές του, σύμφωνα με τα όσα μας παραδίδει ο Πλούταρχος για τον Σύλλα στους «Βίους Παράλληλους», έπιναν και γλεντούσαν μέχρι το πρωί με κωμικούς ηθοποιούς, μουσικούς και μίμους.
Ο ερωτικός χορός ήταν μια από τις πρόσθετες δεξιότητες των εταίρων και δεν ήταν σπάνιο που οι ιερόδουλες ασχολήθηκαν στην τέχνη του μίμου. Στριφογύριζαν, ενώ μερικές φορές προσομοίωναν σεξουαλικές πράξεις!
Ο Λατίνος ιστορικός Σουητώνιος από την άλλη παρουσιάζει τον Τιβέριο ως τον κλασικό τύπο ακόλαστου Αυτοκράτορα. Στο παλάτι του στο Κάπρι, οργάνωσε τολμηρά πορνογραφικά θεάματα. Είχε στρατολογήσει μια παρέα νεαρών ηθοποιών που παρουσίαζαν μπροστά του σεξουαλικές πράξεις που ονομαζόταν spintriae – ένας λατινικός όρος, πιθανότατα από τον ελληνικό σφιγκτήρα (πρωκτός) υπονοώντας μάλιστα ότι δημιουργούσαν ακόμα και ερωτικά τρενάκια.
Ο Καλιγούλας, ο διάδοχος του Τιβέριου, σύμφωνα με τον Σουητώνιο, κοιμόταν με τις αδερφές του μπροστά στους καλεσμένους τους, καταφέρνοντας έτσι να σπάσει δύο ρωμαϊκά ταμπού: την αιμομιξία και την επίδειξη. Εμφάνιζε επίσης τη γυναίκα του Μιλωνία Καισωνία έφιππη, ντυμένη πολεμίστρια ή άλλες φορές εντελώς γυμνή. Η Καισωνία φαίνεται να ήταν πρόθυμη να συμμετέχει στα πάθη του συζύγου της και απολάμβανε ιδιαίτερα αυτές τις ειδικές συνεδρίες, επειδή, όπως ισχυρίζεται ο Σουητώνιος, ήταν «χαμένη από την ακολασία και την κακία».
Περίπου 20 χρόνια αργότερα, ο Αυτοκράτορας Νέρων «έκανε πάρτι που διαρκούσαν από το μεσημέρι έως τα μεσάνυχτα», γράφει ο Σουητώνιος και κατά τη μακρά διάρκειά τους έπρεπε να ικανοποιηθούν όλες οι αισθήσεις. Στα πολύωρα αυτά συμπόσια συνδυάζονταν φαγητό, μουσική και όμορφα κορμιά, ενώ οι σκλάβοι φρόντιζαν να πέφτουν λουλούδια σαν βροχή από το ταβάνι και γέμιζαν τον αέρα με άρωμα.
Αν πιστέψει κανείς τα όσα παραδίδονται στο «Ιστορία των Αυγούστων» (μια ρωμαϊκή συλλογή βιογραφιών των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων, των συμβασιλέων, των διαδόχων και των σφετεριστών από το 117 έως το 284 μ.Χ.) κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας γιορτής του αυτοκράτορα Ηλιογάβαλου περί το 220 οι καλεσμένοι δεν μπορούσαν να φύγουν και βρήκαν ασφυκτικό θάνατο.
Ωστόσο, όπως αναφέρει ο Σβέντζελ, αυτά τα παρακμιακά συμπόσια δεν ήταν τόσο συνηθισμένα κατά τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία – τουλάχιστον όχι περισσότερο από ό,τι μπορεί να είναι σήμερα. Δεν υπάρχει αμφιβολία για το νόημα αυτών των περιγραφών των οργίων από τους αρχαίους συγγραφείς. Υπάρχει πάντα ένας ηθικός σκοπός: καταδικάζουμε την «ακολασία», στο όνομα του μέτρου και της εγκράτειας.
Στην πραγματικότητα, όπως αναφέρει και ο Γάλλος ιστορικός Ντιμίτρι Τιλόι, τα ρωμαϊκά συμπόσια δεν ήταν σε καμία περίπτωση γεγονότα όπου επιτρεπόταν οτιδήποτε. Αυτές οι υπερβολές στις οποίες επιδίδονταν ορισμένοι αυτοκράτορες δεν είχαν θέση σε ένα αξιοσέβαστο σπίτι. Αυτό δεν αποκλείει ότι θα μπορούσαν να υπάρχουν.
Από την άλλη πλευρά, τα αρχαία ρωμαϊκά όργια στην πραγματικότητα δεν ήταν απαραίτητα σεξουαλικής φύσης ή γεύματα όπου κάποιος τρώει χωρίς όρια. Αντιθέτως, ήταν θρησκευτικού χαρακτήρα, όπως τα Βακχανάλια, οι διονυσιακές γιορτές της Ρώμης στις οποίες όπως και στην Αρχαία Ελλάδα, οι συμμετέχοντες κατανάλωναν υπερβολικά κρασί με σκοπό να έρθουν σε έκσταση και σε σύνδεση με την θεότητα.
Οι τελετές αυτές ήταν μυστικιστικές, ωστόσο ο Τίτος Λίβιος παραθέτει ένα περιστατικό – 200 χρόνια αφού υποτίθεται ότι αυτό συνέβη- και η ιστορία του αποτέλεσε την βασική πηγή της ενίσχυσης των φημών γύρω από αυτές τις θρησκευτικές πρακτικές. Σύμφωνα με τα γραπτά του Λίβιου, στα Βακχανάλια του 186 π.Χ. οι πιστοί υπό την επήρεια του κρασιού προχωρούσαν σε ερωτικές πράξεις με συντρόφους του ίδιου φύλου και ασκούσαν σεξουαλική βία. Μια νεαρή σκλάβα, με το όνομα Hispala Faecenia, αποκάλυψε στις αρχές το περιεχόμενο των μυστικών τελετών που σημειώθηκαν, όπου σύμφωνα με την ίδια οι συμμετέχοντες δεν δίσταζαν να επιδοθούν ακόμα και στις χειρότερες ασέβειες, όπως βιασμό ή ακόμα και φόνο σε περίπτωση αντίστασης.
Αμέσως μετά, ο Ύπατος παρουσιάστηκε στη Σύγκλητο και ζήτησε την άμεση παρέμβαση της, ώστε ο εορτασμός να πάρει άλλη μορφή και όσοι συμμετείχαν στις ακολασίες- οι οποίοι υπολογίστηκαν γύρω στα 7.000 άτομα- να τιμωρηθούν. Μετά από αυτά όποιος ήθελε να τιμήσει τον θεό Διόνυσο έπρεπε να πάρει ειδική άδεια από τη Σύγκλητο.
Ο μεγάλος αντίκτυπος που είχε αυτό το σκάνδαλο εξηγείται πάνω απ’ όλα από τον φόβο που υπήρχε για τη διατήρηση της δημόσιας τάξης, αλλά η επίσημη εκδοχή του Λίβιου, η οποία είναι γεμάτη προκαταλήψεις, δεν μας επιτρέπει να γνωρίζουμε τι ακριβώς συνέβη χωρίς τις δραματικές υπερβολές.
Παράλληλα, οι τελευταίες μέρες του Μάρκου Αντώνιου και της Κλεοπάτρας στην Αλεξάνδρεια πρόσθεσαν κι άλλες τέτοιες εικόνες στη λαϊκή φαντασία. Πλησιάζοντας προς το τέλος τους διοργάνωναν καθημερινές γιορτές με απίστευτη χλιδή, για να ξεχάσουν τη συντριπτική ήττα του Ακτίου τον Σεπτέμβριο του 31 π.Χ. Αυτά τα λίγα παραδείγματα, μεταξύ άλλων, οδήγησαν στη δημιουργία του μύθου περί αχαλίνωτων ρωμαϊκών οργίων, ο οποίος στην πραγματικότητα είναι μια κατασκευή του 19ου αιώνα.
Εξάλλου, ο εκχριστιανισμός της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είχε ήδη ενισχύσει την ηθική προοπτική και την καταδίκη των συμποσίων.
Ένα ενδεικτικό παράδειγμα περιέχεται στο έργο του Αγίου Αυγουστίνου σχετικά με τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη του Βαπτιστή. Η απεικόνιση του Ηρώδη Αντύπα, του ηγεμόνα που παραθέτει το συμπόσιο της Γαλιλαίας, με τα τρόφιμα στοιβαγμένα ψηλά, υπογραμμίζει τη λαιμαργία των καλεσμένων. Ο Αυγουστίνος προσθέτει και μια λεπτομέρεια που παρουσιάζεται εξ ολοκλήρου ως έργο του Σατανά. Ο Ηρώδης ζητά από την ανιψιά του τη Σαλώμη να του χορέψει. Η νεαρή γυναίκα, αφού αποκάλυψε το στήθος της κατά τη διάρκεια του ξέφρενου χορού της, απαιτεί ως αντάλλαγμα για την χάρη που έκανε το κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή, σερβιρισμένο σε μια πιατέλα.
Κεντρική φωτογραφία: The Romans in their Decadence, πίνακας (ασπρόμαυρος) του Thomas Couture (1847)