Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, η νήσος ήταν αποικία της Επιδαύρου και ακμάζον κέντρο λατρείας του ημίθεου Ασκληπιού. Η πόλη αποτελούσε σημαντικό προπύργιο Μυκηναϊσμού γεγονός που αποδεικνύουν τα τεχνουργήματα που ανακαλύφθηκαν, αποδεικνύοντας ότι η Μυκηναϊκή κουλτούρα διατηρήθηκε στο νησί πολύ μετά την Δωρική εισβολή περί το 1200 π.Χ. Οι μονάδες μέτρησης βαρών και μήκους που ανέπτυξε η Αίγινα αποτέλεσαν πρότυπα για όλη την Ελλάδα.
Ο πλούτος της Επιδαύρου αξιοποιήθηκε από τους Αιγινήτες, αφού το νησί αναπτύχθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε να ανταγωνίζεται την Αθήνα. Το μετρικό σύστημα που καθιέρωσε η Αίγινα αποτέλεσε πρότυπο για όλη την Ελλάδα, αφού ήταν το πρώτο που περιελάμβανε κέρματα, ενώ ο εμπορικός στόλος των Αιγινητών μετέφερε αγαθά σε όλη τη Μεσόγειο και το Αιγαίο μέχρι την Αίγυπτο και την Εγγύς Ανατολή. Ενώ ο Ηρόδοτος (περ. 484 – 425/413 π.Χ.) ισχυρίζεται ότι η Αθήνα και η Αίγινα έγιναν εχθροί λόγω διαμάχης για αγάλματα δύο θεοτήτων, το πιθανότερο είναι ότι η ηπειρωτική πόλη φθονούσε την ευημερία του νησιού και ανησυχούσε για τις εμπορικές συναλλαγές του με την Περσία.
Στη μάχη της Σαλαμίνας του 480 π.Χ., η οποία απέτρεψε τους Πέρσες εισβολείς από τον στόχο τους να κατακτήσουν την Ελλάδα, η Αίγινα διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο και όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος «τα τριάντα καλύτερα πλοία τους ήταν αυτά που πολέμησαν στη Σαλαμίνα» (βιβλίο 8, 42). Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τη νίκη τους, οι Αιγινήτες έχτισαν το ναό της Αφαίας στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού.
Η θεότητα ταυτίζεται με την Κρητική Δίκτυννα ή Βριτόμαρτη. Σύμφωνα με μια σύμπτυξη μύθων από την Ελληνική μυθολογία, όταν ο βασιλιάς της Κρήτης Μίνωας ερωτεύθηκε τη Βριτόμαρτη και την κυνηγούσε, εκείνη για να γλυτώσει έπεσε στη θάλασσα. Την έσωσαν όμως αλιείς που τη μετέφεραν στην Αίγινα, αλλά κι εκεί την κυνήγησε ένας από αυτούς. Κατέφυγε λοιπόν στο ιερό άλσος της Αρτέμιδας και εξαφανίστηκε με τη βοήθεια της θεάς. Είναι βέβαιη η σχέση της με την Αρτέμιδα, καθώς η Βριτόμαρτις αναφέρεται ως νύμφη, κόρη της, ενώ η ίδια η Άρτεμις έχει τα λατρευτικά ονόματα Αφαία, Βριτόμαρτη, Δίκτυννα.
Όταν οι ντόπιοι έψαξαν να τη βρουν βρήκαν στη θέση της ένα άγαλμα κι έτσι την ονόμασαν Αφαία (δηλαδή άφαντη). Στη θέση εκείνη ίδρυσαν αργότερα οι Αιγινήτες ένα ιερό και κατόπιν χτίστηκε ναός, ο οποίος χρονολογείται στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. μετά την ναυμαχία της Σαλαμίνας, στην οποία συμμετείχαν. Η εύρεση της θεότητας πραγματοποιήθηκε μετά την ανακάλυψη αρχαϊκής επιγραφής. Η αρχική ονομασία ήταν Άφα και το ιερό της Αφαίας το αναφέρει ο Παυσανίας. Πριν βρεθούν οι επιγραφές, θεωρείτο ιερό της Αθηνάς ή του Ηρακλέους.
Ο χώρος του ιερού εμφανίζει ίχνη λατρείας γυναικείας θεότητας της γονιμότητας από την ύστερη Μυκηναϊκή περίοδο (1300 π.Χ.). Στη σπηλιά που σύμφωνα με τον μύθο κρύφτηκε η Βριτόμαρτις όταν έφτασε στην Αίγινα βρέθηκαν ειδώλια προελληνικής γυναικείας θεότητας, Ευγονίας. Αργότερα η εν λόγω θεότητα ταυτίστηκε με τη θεά Αθηνά και έτσι προέκυψε η Αφαία Αθηνά.
Ο ναός που σώζεται σήμερα χρονολογείται περί το 500-490 π.Χ.: είναι ο δεύτερος, καθώς ο πρωιμότερος Δωρικός χρονολογείται στο 570-560 π.Χ. και καταστράφηκε από πυρκαγιά γύρω στο 510 π.Χ. Βαθμιαία το ιερό της Αφαίας παρήκμασε μετά και την Αθηναϊκή κυριαρχία στην Αίγινα και μόνο κάποιες επισκευές έγιναν τον 4ο αι. π.Χ. ενώ μέχρι το τέλος του 2ου αιώνα είχε εγκαταλειφθεί. Ο ναός θεωρείται κορυφαία δημιουργία της αρχαϊκής αρχιτεκτονικής και πιστεύεται ότι αποτέλεσε πρότυπο για τους αρχιτέκτονες του Παρθενώνα, Ικτίνο και Καλλικράτη.
Οι Ιωνικές αποικίες στην Μικρά Ασία, υπό Περσικό έλεγχο, αποτελούσαν πολυετή πηγή σύγκρουσης για την Περσική αυτοκρατορία. Μετά την Ιωνική εξέγερση του 499-493 π.Χ., στην οποία οι Ελληνικές αποικίες ηττήθηκαν από τις Περσικές δυνάμεις και αποκαταστάθηκε η τάξη, η Αίγινα, η οποία δεν είχε εμπλακεί στη διαμάχη, εμφάνισε στην Περσία δείγματα υποταγής που στα μάτια της Αθήνας ισοδυναμούσαν με σύμφωνο υποτέλειας. Επειδή οι Αθηναίοι είχαν στηρίξει την Ιωνική εξέγερση (μαζί με την Ερέτρια) όσον αφορά στην παραχώρηση στρατευμάτων και όπλων στις αποικίες, η χειρονομία καλής θέλησης της Αίγινας προς τον εχθρό των Αθηνών αντιμετωπίσθηκε με δυσαρέσκεια. Σε αντίποινα για την Ελληνική υποστήριξη της Ιωνικής εξέγερσης, ο Δαρείος Α’ εισέβαλε στην Ελλάδα το 490 π.Χ. αλλά ηττήθηκε στη μάχη του Μαραθώνα.
Δέκα χρόνια αργότερα, ο γιος του Δαρείου, Ξέρξης εισέβαλε στην Ελλάδα για να ολοκληρώσει αυτό που είχε ξεκινήσει ο πατέρας του. Μετά από σειρά μαχών (συμπεριλαμβανομένης της μάχης των Θερμοπυλών) το 480 π.Χ. ηττήθηκε στη μάχη της Σαλαμίνας από τις ναυτικές δυνάμεις της Αθήνας και της Αίγινας. Καθώς δεν υπάρχουν ενδείξεις για φιλικές σχέσεις μεταξύ Αθήνας και Αίγινας, ούτε στοιχεία διάσπασης των σχέσεων μεταξύ Αίγινας και Περσίας, φαίνεται ότι η Αίγινα αναγκάστηκε να πολεμήσει τους Πέρσες ως επακόλουθο της μάχης των Θερμοπυλών. Όποιο όμως και αν ήταν το κίνητρό τους, τα πλοία της Αίγινα διαδραμάτισαν καίριο ρόλο στην καταστροφή του Περσικού στόλου. Μετά από αυτό ωστόσο, η Αίγινα επισκιάστηκε από την Αθηναϊκή ναυτική και εμπορική υπεροχή και άρχισε να παρακμάζει.
Η Αίγινα πολέμησε κατά της Αθήνας στον Πελοποννησιακό πόλεμο (460-445 π.Χ.) όπου πιθανώς υποστηρίχθηκε από τους Πέρσες, οι οποίοι προστάτευαν όχι μόνο τα εμπορικά τους συμφέροντα αλλά υποστήριξαν και τον εχθρό του εχθρού τους (Αθήνα). Με ή χωρίς πάντως την υποστήριξη της Περσίας, η εποχή ακμής της Αίγινας είχε τελειώσει. Μέχρι την στιγμή που ο Πλάτωνας έγραψε τον διάλογο του Φαίδωνα η Αίγινα θεωρείτο κάτι περισσότερο από ένα θέρετρο διακοπών. Στον διάλογο, ο Εχεκράτης ρωτά τον Φαίδωνα: «αλλά ο Αρίστιππος και ο Κλεόμβροτος, ήταν παρόντες;» ο Φαίδων απαντά: «Όχι, δεν ήταν. Λένε ότι είναι στην Αίγινα». Ο Αρίστιππος ήταν ο ιδρυτής της Κυρηναϊκής σχολής, η οποία δίδασκε ότι η απόλαυση είναι το μόνο εγγενές καλό και ο αναγνώστης του διαλόγου αντιλαμβάνεται την στιχομυθία ως ένα είδος «εσωτερικού αστείου» που εξισώνει τον Κυρηναϊκό ηδονισμό με το νησί της Αίγινας.
Στα χρόνια που ακολούθησαν η Αίγινα απώλεσε κάθε αίγλη καταλήγοντας διαδοχικά στους Αιτωλούς, τους Περγάμιους και τους Ρωμαίους. Σύμφωνα με τον Παυσανία, που πέρασε από το νησί το 150 μ.Χ., στην Αίγινα δεν υπήρχε τίποτα αξιόλογο ενώ το ιστορικό λιμάνι του είχε παραχωθεί εντελώς. Λόγω επιδρομών στην Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο από Γότθους και Ερούλους (Γερμανικό φύλο) μετακινήθηκαν στην Αίγινα μεγάλοι πληθυσμοί, με αποτέλεσμα να γνωρίσει μια δεύτερη περίοδο ακμής. Κατά τον 10ο αιώνα οι επιδρομές των πειρατών ανάγκασαν μέρος των κατοίκων να μεταναστεύσει ενώ το ίδιο χρονικό διάστημα πραγματοποιήθηκε και η μεταφορά της πρωτεύουσας στην ενδοχώρα και συγκεκριμένα στην Παλαιά Χώρα. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 12ου αιώνα, όταν η πειρατεία γενικεύθηκε σε μεγάλο βαθμό, λόγω της απόφασης του Ιωάννη Β’ Κομνηνού να διακόψει τα κονδύλια προς το ναυτικό, η Αίγινα γίνεται ορμητήριο των πειρατών, ιδίως για τις επιθέσεις τους προς την Αττική, τους κατοίκους της οποίας τρομοκρατούν αρπάζοντας υλικά αγαθά, ζώα, ανθρώπους για σκλάβους ή λύτρα και βεβαίως σκοτώνουν πολλούς κατοίκους συχνά με βασανιστικό τρόπο ή απλώς τους ακρωτηριάζουν. Ο Μητροπολίτης Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτης, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο χαρακτηρίζει την Αίγινα ως «φωλιά των πειρατών»
Αργότερα η Αίγινα υποτάχθηκε στους Φράγκους (1204 – 1317) τους Καταλανούς (1451 – 1540), τους Ενετούς (1451 – 1540 & 1687 – 1715) και τους Οθωμανούς (1540 – 1687 & 1715 – 1821). Η σημαντικότερη όμως καταστροφή πραγματοποιήθηκε από τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, ο οποίος λεηλάτησε την πρωτεύουσα και αιχμαλώτισε περί τους 4.000 με 7.000 χιλιάδες Αιγινήτες. Στο τέλος του 18ου αιώνα οι Αιγινήτες εγκατέλειψαν την Παλιά Χώρα και εγκαταστάθηκαν στην θέση της αρχαίας πόλης.
Την περίοδο της επανάστασης στην Αίγινα κατέφυγαν χιλιάδες κάτοικοι της Στερεάς Ελλάδας, της Πελοποννήσου και του Ανατολικού Αιγαίου και ιδιαίτερα των περιοχών του Γαλαξιδίου, των Ψαρών και της Αθήνας. Υπολογίζεται ότι στην επανάσταση συμμετείχαν περίπου 400 Αιγινήτες. Την περίοδο 1826-1827 η Ελληνική κυβέρνηση εγκαταστάθηκε στο νησί, αφού η ορισθείσα πρωτεύουσα πόλη του Ναυπλίου δεν παρείχε τότε την αναγκαία ασφάλεια. Το 1827 η Αίγινα ορίστηκε και επίσημα ως – προσωρινή – πρώτη πρωτεύουσα του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους, ιδιότητα που διατήρησε ως το 1829, με την μεταφορά πλέον της πρωτεύουσας στο Ναύπλιο.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Εντγκάρ Κινέ (Edgar Quinet) την εποχή του Καποδίστρια ο πληθυσμός ανερχόταν στους δέκα χιλιάδες κατοίκους μαζί με τους πρόσφυγες (που έφτασαν να αποτελούν το 70% του πληθυσμού) ενώ σύμφωνα με κυβερνητικές εκτιμήσεις ο πληθυσμός ανερχόταν σε σαράντα χιλιάδες. Τότε κατασκευάστηκαν τα κτίρια του Ορφανοτροφείου, στο οποίο στεγάστηκαν το αλληλοδιδακτικό σχολείο και το Εθνικό Τυπογραφείο, του αρχαιολογικού μουσείου και του κυβερνείου, στο οποίο στεγάστηκε η πρώτη βιβλιοθήκη της χώρας.
Μετά την μεταφορά της πρωτεύουσας η Αίγινα άρχισε να παρακμάζει, ενώ ο πληθυσμός της μειώθηκε κατά το ήμισυ.
Νήσος Αίγινα
Μην χάσετε την ευκαιρία να χρησιμοποιήσετε την τεχνητή νοημοσύνη Ιπποκράτης που διαθέτει το IRI Beyond και να τον ρωτήσετε ό,τι θέλετε να μαθετε για την υγεία σας και όχι μόνο!