Με το όνομα βρούβα υπάρχουν αρκετά άγρια χόρτα. Τα συναντάμε με διάφορα ονόματα όπως αγριόβρουβα, ραπανόβρουβα, λαψανόβρουβα, σκυλόβρουβα, γλυκόβρουβα, μαυρόβρουβα.
Η βρούβα ανήκει στην οικογένεια των Σταυρανθών ή Κραμβοειδών. Οι βρούβες είναι από τα πιο κοινά και δημοφιλή άγρια χόρτα στην Ελλάδα. Φυτρώνουν παντού και επειδή δεν έχει νόημα να καλλιεργηθούν όπως οι ζοχοί, συλλέγονται και πουλιούνται στις λαϊκές αγορές σαν άγρια χόρτα.
Οι βρούβες έχουν ζωηρά κίτρινα άνθη, που σχηματίζουν ταξιανθίες και τα φύλλα είναι μετρίου μεγέθους που εναλλάσσονται. Τα άνθη σχηματίζουν βότρυ και αποτελούνται από τέσσερα πέταλα σε σχήμα σταυρού.
Οι βρούβες είναι αυτοφυείς στην Ελλάδα και επιστημονικά ονομάζονται Sinapis. Υπάρχουν τρία υποείδη, η Sinapis Alba (άσπρη), η Sinapis Nigra (μαύρη) και Sinapis Arvensis (άγρια). Η διαφορά τους βρίσκεται στο χρώμα των νευρώσεων που έχουν τα φύλλα τους, στο αρχικό στάδιο βλάστησης όταν σχηματίζουν ροζέτα.
Συγγενές και πολύ όμοιο με το Sinapis είναι και το είδος Brassica. Στην οικογένεια των φυτών αυτών (Cruciferae – Σταυρανθή) ανήκει και η βιολέτα.
Οι βρούβες βγαίνουν σε ηλιόλουστα και ασβεστώδη εδάφη. Δεν έχουν ιδιαίτερες απαιτήσεις σε νερό και τα βρίσκουμε, ιδιαίτερα το μαύρο, σε χωράφια, ερειπωμένους τοίχους, υποβαθμισμένα και μπαζωμένα εδάφη, σκουπιδότοπους και σαν ζιζάνιο στους σπαρμένους με στάρι αγρούς. Και φυσικά βλασταίνει μέσα στην Αθήνα, αρκεί να βρει ελεύθερο έδαφος. Ανθίζει από τον Μάϊο έως τον Οκτώβριο.
Από την αρχαιότητα οι σπόροι του σιναπιού πιστεύεται ότι έχουν διεγερτικές ικανότητες. Από τους σπόρους του παράγεται η μουστάρδα. Τα είδη S. alba, S. nigra και S. juncea καλλιεργούνται στην Ουγγαρία, Γαλλία, Βρετανία, Καναδά και Η.Π.Α για τα καυτερά τους σπόρια από τα οποία παρασκευάζεται το γνωστό καρύκευμα μουστάρδα. Οι σπόροι αυτοί περιέχουν φυτικά έλαια και ένα ισχυρό υδρολυτικό ένζυμο που ονομάζεται μυροσίνη. Από τη λευκή βρούβα παρασκευάζεται η λευκή μουστάρδα, από τη μαύρη βρούβα η μαύρη μουστάρδα, ενώ η καφετιά παρασκευάζεται από το είδος Brasica juinca.
Στην αρχαιότητα τις χρησιμοποιούσαν για στομαχικές διαταραχές. Αποτελούν καλή πηγή αντιοξειδωτικών (βιταμίνης C, β-καροτενίου, λουτεΐνης, ζεαξανθίνης), ενώ είναι πλούσιες σε βιταμίνες του συμπλέγματος Β, φυλλικό οξύ και βιταμίνη Κ.
Η βρώση τους θεωρείται χωνευτική, διουρητική, καθαρτική, αποτοξινωτική, τονωτική με ευεργετικά αποτελέσματα στο κυκλοφορικό και τη καρδιά.
Αν ανακατέψουμε το ζουμί τους με μέλι, γίνεται περίφημο σιρόπι και περνάει αμέσως η βραχνάδα και καθαρίζει η φωνή. Οι σπόροι της μαύρης βρούβας χρησιμοποιούνται για παραγωγή φαρμάκων.
Από την αρχαιότητα οι σπόροι του σιναπιού πιστεύεται ότι έχουν διεγερτικές ικανότητες.
Το άσπρο σινάπι έχει διεγερτική επίδραση σε όλες τις λειτουργίες του οργανισμού και δίνει μια αίσθηση ευεξίας ενώ με το μαύρο χτυπώντας σπόρους και τοποθετώντας τον πολτό εξωτερικά προκαλούν τοπική υπεραιμία.
Πώς μαγειρεύονται οι βρούβες
Στην μαγειρική γίνεται χρήση της άσπρης και της άγριας ποικιλίας. Βράζονται τα φύλλα και κυρίως τα βλαστάρια.
Γίνονται βραστά, όπως και τα φύλλα, αλλά σε πολλά χωριά συνηθίζουν να τα βάζουν σε λαδερά φαγητά με κουκιά ή αρακά. Γενικά, οι βρούβες δίνουν μια κάπως βαριά μυρωδιά, παρόμοια με του μπρόκολου. Αποδίδουν μία ελαφρώς καυστική γεύση, πικρή, που παντρεύεται με την γεύση του λαδιού και πηγαίνει άριστα με τα ψάρια. Η γεύση τους είναι γλυκιά και τα τρυφερά φρέσκα φύλλα τους τρώγονται σαλάτα (σαν μαρούλι) μαζί με κρεμμυδάκι ή πράσο, λάδι και ξίδι Μαγειρεύονται κοκκινιστά μαζί με μυρωδικά και λαχανικά, μαζί με ρύζι (γίνονται σαν το σπανακόρυζο), και ντολμαδάκια.
Φυσικά χρησιμοποιούνται και σε χορτόπιτες μαζί με άλλα χόρτα και μυρωδικά
Και με τη φράση «τον στείλαμε για βρούβες» και «πήγε για βρούβες» τι εννοεί ο λαός;
Αν και οι βρούβες είναι πολύ κοινά βότανα της Ελλάδας, η φράση «πήγε για βρούβες» σημαίνει ότι κάποιος πήγε κάπου άσκοπα, διότι οι βρούβες είναι τόσο κοινές και φυτρώνουν παντού, ώστε πραγματικά είναι άσκοπο να βάλει κάποιος στόχο να βρει και να τις μαζέψει. Δηλαδή χρησιμοποιείται σαν φράση, όταν κάποιος κάνει πράξεις που δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα.