-Υγειές και χαιρετίσματα σε σένα Θοδωράκη.
Όντα θα ιδής το γράμμα μου και την υπογραφή μου,
έβγα στο Σαπιολίβαδο, στης Μαρμαριάς τον κάμπο,
πώ ΄ρχεται ο Πρωτοσύγγελος από του Γαργαλιάνου,
πάει το χαράτσι στον πασά, στην Πόλη τα πεσκέσια,
κι έχει τα γρόσια στο ντορβά, φλουριά μες το δισάκι.
Σαν βλέπουν που ξαγνάντησε, με δέκα Ρουμελιώτες,
μια μπαταριά του δίνουνε, η μια μεριά κι η άλλη,
ο Γιώργης απ’ τον Αητό κι οι Κολοκοτρωναίοι,
βγαίνουν μπροστά, τον πιάνουνε, πιστάγκωνα τον δένουν,
του παίρνουν γρόσια και φλουριά και τονε τσιβλικώνουν.
Η προδοσία των Κολοκοτρωναίων στον ληνό της Δημητσάνας
Πριν 215 χρόνια , την 1η Φεβρουαρίου 1806, εντός των πλαισίων των αποφάσεων της Μεγάλης Πύλης και του Πατριαρχικού επιτιμίου (αφοριστικού) του προηγουμένου έτους (1805), έξω από την Μονή Αιμυαλών, παρά τη Δημητσάνα, συνετελέσθη η σφαγή ομάδας Κλεπτών, υπό τον Γιάννη Κολοκοτρώνη, τον επικαλούμενο και Ζορμπά.
Γράφει ο Φίλιππος Αθαν.Καρβελάς
Για το φονικό αυτό επεισόδιο και τιμώντας την μνήμη αυτών που αγωνίστηκαν για την λευτεριά μας, παραθέτω τα κατωτέρω:
ΕΞΟΛΟΘΡΕΜΟΣ ΤΩΝ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΑΙΩΝ
-ΛΙΝΟΣ ΜΟΝΗΣ ΑΙΜΥΑΛΩΝ- (1η Φεβρουαρίου 1806)
Πριν φθάσουμε στην Μονή Αιμυαλών, δεξιά του δρόμου και κάτω από αυτόν, υπάρχει ένα κτίσμα. Το κτίσμα αυτό είναι ο ληνός της μονής Αιμυαλών, που χρησίμευε για το πάτημα των σταφυλιών και το βράσιμο του μούστου.
Ο ληνός είναι ένα μικρό λιθόκτιστο κτίσμα, στο εσωτερικό του οποίου βρισκόταν μεγάλη δεξαμενή και το πατητήρι. Στη δεξαμενή έπεφτε ο μούστος από το πάτημα των σταφυλιών και παρέμενε εκεί 8-10 ημέρες για να επέλθει η ζύμωση και να μετατραπεί ο μούστος σε κρασί.
Στη συνέχεια τραβούσαν το κρασί και το μετέφεραν στα βαγένια και τα στέμφυλα (τσίπουρα), μεταφέρονταν στα καζάνια για απόσταξη και αυτά έβγαζαν το τσίπουρο ή ρακί .
Ο ληνός αυτός κτίσθηκε το έτος 1781 για την εξυπηρέτηση των αμπελιών της μονής, που βρίσκονταν εκεί γύρω.
Στον Κώδικα της μονής Αιμυαλών και στο φύλο 12β υπάρχει η ακόλουθη σημείωση: «-1781 Ἀπριλίου 20. Ἀρχίσαμεν τό ληνό στίς Φακίστρες και ἐτελειώθη Αὐγούστου πρώτη, ἦταν ἡγούμενος ὁ κυρ-Παρθένιος Μπεγλόπουλος, τά ἔξοδα τά ἔβαλε ὁ ἅγιος Κορώνης κυρ-Μακάριος Παπαγιαννόπουλος διά ψυχικήν σω-τηρίαν καί γράφομεν εἰς ἐνθύμησιν. Τά ἔβαλε ὅμως καί τά ἐπῆρε πίσω καί ἄλλα ἀκόμα….».
Μετά δε την καταστροφή του, που έγινε στο επεισόδιο που ακολούθησε και περιγράφεται κατωτέρω, ανακαινίσθηκε ο ληνός το έτος 1818.
Στον ληνό αυτό έμελε να παιχθεί προεπαναστατικά ένα από τα μεγαλύτερα δράματα των κλεφτών των Κολοκοτρωναίων. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή:
Μετά την άλωση της Πόλης από τους τούρκους (29 Μαΐου 1543) και την κατάληψη της Πελοποννήσου (1461), οι σκλαβωμένοι Έλληνες δεν κάθισαν με σταυρωμένα χέρια. Πολλές φορές επιχείρησαν να ελευθερωθούν και ποταμοί αίματος χύθηκαν χωρίς αποτέλεσμα .
Η αντίσταση κατά των τούρκων κατακτητών από της καταλήψεως της Πελοποννήσου (1461μ.χ.) μέχρι της καθολικής εξεγέρσεως του έθνους το 1821 ήταν συνεχής. Πάνω από σαράντα επαναστατικά κινήματα μικρά ή μεγάλα έγιναν από το 1461 μέχρι το 1821.
Τα πιο ζωηρά πνεύματα της εποχής μη δυνάμενα να αντέξουν τον τούρκικο ζυγό κατέφευγαν στα όρη και τα απρόσιτα μέρη, έστηναν στρατόπεδα στα βουνά και ονομάζονταν Κλέφτες. Αυτοί απετέλεσαν και τα πρώτα ένοπλα σώματα κατά των κατακτητών.
Μετά τα Ορλωφικά οι Κλέφτες παρουσίασαν μεγάλη δραστηριότητα στην Πελοπόννησο. Τα επικρατέστερα ονόματα στην Πελοπόννησο ήταν του Ζαχαριά, του Καράμπελα, του Γιαννιά, των Κολοκοτρωναίων, των Πετιμεζαίων και άλλων.
Η δράση όμως των κλεφτών και η συμπεριφορά αυτών εναντίον όχι μό-νον των Τούρκων, αλλά και των χριστιανών και ιδιαίτερα αυτών που διάκειντο φιλικά προς τους Τούρκους ήταν προκλητική και έγινε αφορμή να παρθούν αυ-στηρά μέτρα γι’ αυτούς, με τον μεγάλο διωγμό των κλεφτών του έτους 1805.
Περί το τέλος του έτους 1805 άρχισες ο μεγάλος διωγμός των κλεπτών στην Πελοπόννησο.
Η αιτία, για το διωγμό των κλεπτών στην Πελοπόννησο, ήταν η σύλληψη από ομάδα κλεπτών, υπό τους Κολοκοτρωναίους και τον Γιώργα από τον Αητό Τριφυλίας, του Αρχιμανδρίτη Άνθιμου Ανδριανόπουλου, που ήταν «εις των Μωραγιάν Βιλαετλίδων», δηλαδή μέλος του «Πελοποννησιακού Συμβουλίου παρά τῷ Πασά τῆς Τριπόλεως» και έκανε χρέη πρωτοσύγκελου, καθώς και χρέη κοτζάμπαση της περιοχής Γαργαλιάνων.
Συγκεκριμένα ο Γιώργας από τον αητό (Γιώργος Κοσμάς) είχε προσωπι-κές διαφορές με τον Αρχιμανδρίτη. Το 1804 ο προεστός των Γαργαλιάνων και Πρωτοσύγκελος Άνθιμος Ανδριανόπουλος, ισχυρός φίλος του Διοικητού Πελοποννήσου Οσμάν Πασά, τον έπαψε, δεν του πλήρωσε τους μισθούς, κινητοποί-ησε τα τούρκικα αποσπάσματα εναντίον του, έφερε Ρουμελιώτες μισθωτούς ενόπλους για τη φύλαξή του και φρόντισε κι εξορίστηκαν οι μοναχοί από τη μο-νή Βουλκάνου και τα μετόχια, που περιέθαλπαν το Γιώργο και τα παλικάρια του.
Ο Γιώργας θύμωσε, ζήτησε τους μισθούς και το καπιλίκι.
Ο Πρωτοσύγκελος δυνάμωσε το κυνήγημά του, αποφασισμένος να εξοντώσει τον ανυπότακτο κλέφτη-καπετάνιο της Αρκαδίας.
Ο Γιώργας ήθελε να τιμωρήσει σκληρά το φιλότουρκο και προεστό των Γαργαλιάνων, για αυτό ζήτησε την βοήθεια των συγγενών του Κολοκοτρωναίων. Έμαθε πως ο Αρχιμανδρίτης θα πέρναγε να πάει στην Τρίπολη με πολλά χρήματα από τα κανονικά δικαιώματα των Πατριαρχείων, να παραδώσει στον Πασά για να σταλούν στην Πόλη, για τον Πατριάρχη. Έστησε καρτέρι στο Ραψοματέικο βουνό.
Ο Πρωτοσύγκελος, με συνοδεία δέκα Ρουμελιώτες, φρουρά τον μπουλούμπαση με 12 Τούρκους στρατιώτες και ακολουθία εκίνησε από τους Γαργαλιάνους. Του επιτέθηκαν από την μια μεριά ο Γιώργας με τους Ντρέδες του και από την άλλη οι Κολοκοτρωναίοι. Εξόντωσαν την συνοδεία του Αρχιμανδρίτη και αφού του πήραν τα χρήματα που μετέφερε, για τα δικαιώματα του Πατρι-αρχείου τον υπέβαλαν σε φρικτά και ταπεινωτικά βασανιστήρια.
Όταν αφέθηκε ελεύθερος ο Πρωτοσύγκελος Άνθιμος Ανδριανόπουλος έφθασε στην Τρίπολη και εξόγκωσε στο φίλο του πασά το πάθημά του. Ο πασάς λύσσαξε. Έβαλε κι έγραψαν οι προεστοί και επίσκοποι αναφορά στο σουλτάνο και στον Πατριάρχη.
Έπλασαν τρομερές κακουργίες εις βάρος της Κλεφτουργιάς. Γράφει ο Ν. Βέης γι’ αυτό: «Ο τότε Μόρα Βαλεσής – διοικητής του Μοριά – Οσμάν πασάς, προ πολλού έχων υπ’ όψιν την καταστροφή των Κλεφτών εξηνάγκασε τον εν λόγω Πρωτοσύγκελον και άλλους αρχιερείς και προύχοντας να υπογράψουν αναφοράν και να ζητήσουν την συνδρομή της Εκκλησίας προς καταστροφήν των Κλεφτών εξογκώνοντας τας δήθεν κακουργίας αυτών και πλάσσοντες εις βάρος των πλείστας άλλας τοιαύτας.
Επέδωκε δε τω Πατριάρχη αυτός ούτος ο Πρωτοσύγκελος την αναφοράν επί τούτω μεταβάς εις Κωνσταντινούπολιν».
Έτσι είχαν τα πράγματα και περί το τέλος του έτους 1805 εκδόθηκε από τον Πατριάρχη Καλλίνικο πατριαρχικό επιτίμιο (αφοριστικό) κατά των κλεφτών και στη συνέχεια εκδόθηκε Σουλτανικό φιρμάνι που προέβλεπε αυστηρές ποινές για τους κλέφτες και τους καθ’ οιονδήποτε τρόπον συνδράμοντας αυτούς. Χαρακτηριστικά λέγει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης “Κάμνει ένα φερμάνι ο σουλτάνος να σκοτώσουν τους Κλέφτες. Αφοριστικό έρχεται του Πατριάρχου, δια να σηκωθεί όλος ο λαός και έτζι εκινήθηκεν όλη η Πελοπόννησος, Τούρκοι και Ρωμαίοι κατά των Κολοκοτρωναίων”.
Μετά από αυτά άρχισε ο μεγάλος διωγμός των κλεφτών από βουνό σε βουνό και από χωριό σε χωριό μέσα στο μεγάλο χειμώνα και πουθενά δεν μπορούσαν να σταθούν, αφού όλοι τους γύριζαν τις πλάτες φοβούμενοι την τιμωρία που τους περίμενε από τους Τούρκους. Τα χιονισμένα Αρκαδικά βουνά ήταν αφιλόξενα για τους Κλέφτες τους Κολοκοτρωναίους. Μπροστά σ’ αυτήν την κα-τάσταση αποφάσισαν να χωριστούν σε ομάδες και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης λέγει γι’ αυτό «τότε απεφάσισα να γίνωμε 4 μπουλούκια και να υπάγωμεν εις φίλους να κρυφθούμε…………………..τον αδελφόν μου Γιάννη με άλλους 4 να υπάγη αποκάτω εις την Δημητζάνα, όπου είν’ ένα χωργιό ,δια να τους κρύψη ένας πιστός φίλος όπου είχαμε………………………..Ο Γιάννης δεν εύρε τον φίλον του, επήγε εις τους Αιμυαλούς, μοναστήρι,του έδωκε ένας καλόγερος φαγί και έπειτα επήγε, έδωσε είδησιν εις τους Τούρκους,επήγαν ,τον πολιόρκησαν εις τον Ληνόν και τον εσκότωσαν».
Έτσι λιτά περιγράφει ο Θ.Κολοκοτρώνης τον χωρισμό τους σε μπουλούκια και τον θάνατο του αδελφού του Γιάννη, του επονομαζομένου “Ζορμπά” και των συντρόφων του την πρώτη του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 1806 στον Ληνό της Αιμυαλούς.
Για το θέμα αυτό έχουν γράψει ο Μ.Οικονόμου (Ιστορικά της Ελ-λην.Παλιγγενεσίας),ο Τάσος Γριτσόπουλος (Μονή Αιμυαλών Δημητσάνας Αθήνα 1947) , ο Κων/νος Χ.Σταυρόπουλος (Ιστορία Ζυγοβιστίου Αθήνα 1973), ο Γεώρ-γιος Καρβελάς (Ιστορία Δημητσάνας), ο Τ.Χ. Κανδηλώρος (Γορτυνία 1898, Δημη-τσάνα 1897, Αρματωλισμός της Πελοποννήσου 1923), Αγης Τζελαλης Εφημερίδα «Η Τριφυλία» 31-1-1964 και άλλοι.
Ο Τ.Χ. Κανδηλώρος παρερμηνεύοντας τ’ ανωτέρω γράφει στην «Γορτυνία»,σελ.127 : «…….μετέβησαν εἰς Ζάτουναν, ἀλλά μή εὑρόντες ἐκεῖ τόν οἰκογενειακόν φίλον καί προστάτην αὐτῶν Θανόπουλον, ἔφθασαν τήν πρωϊαν διά Παλαιοχωρίου εἰς την μονήν Αἰμυαλῶν…..». Την άποψη αυτή επαναλαμβάνει και ο Τ.Γριτσόπουλος, αναφερόμενος βέβαια στον προηγούμενο.
Γράφει ο Τ.Γριτσόπουλος (Μονή Αιμυαλών Δημητσάνας Αθήνα 1947): «Ἐν Ζατούνῃ ἀνεζήτησαν οἰκογενειακόν φίλον Θανόπουλον, ἵνα τούς παράσχῃ ἄσυλον. Μή εὑρόντες αὐτόν ἐκεῖ κατηυθύνθησαν πρός μονήν Αἰμυαλῶν,διελθόντες ἐκ Παλαιοχωρίου».
Τώρα πως γίνεται να βρεθεί η Ζάτουνα, που είναι απέναντι από τη Δημητσάνα, να είναι το χωριό κάτω από τη Δημητσάνα, μόνο ο γράψας το γνωρίζει…
Ο ίδιος ο Κανδηλώρος σε δραματικό έργο του με θέμα “Ο χαλασμός των Κολοκοτρωναίων”, που δημοσιεύει στην Αρκαδική Επετηρίδα του έτους 1906 και στην 5η σκηνή του έργου αναφέρει σε διάλογο που γίνεται : «Ἀλλά ὁ Γιάννης σἄν δέν βρῆκε,ὡς ἄκουσα, στό Παλῃοχώρι τόν κουμπάρο, ἀνέβηκε στίς Αἰμυαλοῦς τό μοναστῆρι σήμερα καί στό Ληνό ἐκλείστη μ’ ἄλλους τέσσερες».
Ο Τ.Χ. Κανδηλώρος στη Δημητσάνα το 1897, ένα χρόνο πριν την Γορτυνία γράφει: ” Ο Κολοκοτρώνης ως διηγείται ο ίδιος, αναγκάσθη να διασπάση το κακώς τρεφόμενον σώμά του και έστειλε τον αδελφόν του Ιωάννην, τον εξαδελφόν του Κουντάνην και τον Γιώργον από τον Αητό, μετά τεσσάρων παλληκαριών, ίνα διανυκτερεύσωσι παρά τινι φίλω, κατοικούντι εις προάστιον της Δημητσάνης . Μη ευρόντες όμως εκείνοι τον έμπιστον φίλον, ανήλθον, παρά την ρητήν απαγόρευσιν του Θεοδώρου, εις την Μονήν Αιμυαλών ………..” .
Στο βιβλίο του Αρματωλισμός της Πελοποννήσου 1923, γράφει : ” Στον αδελφό μου τον Γιάννη με άλλους τέσσερες είπα να υπάγη αποκάτω από τη Δημητσάνα εις ένα χωριό (Παληχώρι) δια να τους κρύψη ένας πιστός φίλος που είχαμε …….” .
Από τα ανωτέρω συνάγεται ό,τι ο Τ.Χ. Κανδηλώρος μόνο στο βιβλίο του ” Γορτυνία” 1898 αλλάζει το δρομολόγιο των Κολοκοτρωναίων προς τον ληνό της μονής Αιμυαλών που βρήκαν μαρτυρικό θάνατο. Ενώ στη “Δημητσάνα” 1897, στην “Αρκαδικη Επετηρίδα 1906” και στο “Αρματωλισμός της Πελοποννήσου” 1923 αναφέρεται στο δρομολόγιο που έχει χαράξει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, στο τελευταίο μάλιστα εντός παρενθέσεων γράφει (Παλαιοχώρι).
Ερωτήματα γεννά η παραποίηση του δρομολογίου από τον Τ.Χ. Κανδηλώρο στην “Γορτυνία” (1898) και η μέσω Ζάτουνας αναζήτηση φίλου και μάλι-στα ονομαστικά αναφερομένου. Υπάρχει κάποια σκοπιμότητα στην αναφορά συγκεκριμένου ονόματος, προκειμένου να ευχαριστήσει κάποιον φίλο του ;
Μετά τον χωρισμό των Κολοκοτρωναίων σε ομάδες, όπως ανωτέρω αναφέρεται, ο Γιάννης Κολοκοτρώνης ο επικαλούμενος και “Ζορμπάς” μαζί με τον εξάδελφο του Γιώργα από τον Αετόν Τριφυλίας και άλλους τέσσαρες άνδρες, συνολικά έξι (6), κατευθύνθηκαν, σύμφωνα με τις οδηγίες του αδελφού του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ,στο χωριό που είναι κάτω από τη Δημητσάνα, για να τους κρύψει εκεί ένα πιστός φίλος που είχαν, το χωριό αυτό δεν είναι άλλο από το Παλαιοχώριον, δεν βρήκαν όμως τον φίλο τους εκεί και κατευθύνθηκαν προς την μονή των Αιμυαλών.
Λίγο πριν από την μονή συνάντησαν έναν καλόγηρο που κλάδευε στο αμπέλι της μονής.
Ο μοναχός αυτός αφού τους έδωσε τροφή, προέτρεψε αυτούς να απομακρυνθούν, φοβούμενος τις πρόσφατες εκκλησιαστικές και σουλτανικές διαταγές. Αυτοί αρνήθηκαν και μπροστά στην επιμονή τους έκρυψε μέσα στον λη-νό που υπήρχε εκεί ,ειδοποιώντας συγχρόνως τους προύχοντες της Δημητσάνας, περί της εμφανίσεως των κλεφτών και την παραμονή τους στον Ληνό.
Γράφει γι’ αυτό ο Τ.Χ. Καναδηλώρος : «Καί ἀποστείλας μικρόν ὑπηρέτην πρός εἰδοποίησιν τοῦ ἐν Στεμνίτσῃ Τουρκικοῦ ἀποσπάσματος ἔσπευσεν εἰς Δημητσάναν,ὁπόθεν ὁ δημογέρων Ἀθαν. Ἀντωνόπουλος εἰδοποίησε κρυφίως τούς κλέπτας νά φύγωσι πρό τῆς ἐπιδρομῆς τῶν Τούρκων, μετά ταῦτα δέ, ὅταν μετά Ζυγοβιστινῶν καί Δημητσανιτῶν ἔβαινε βραδέως πρός τήν Μονήν, διέταξε να πυροβολῶσιν ὁμαδόν, μακρόθεν,ἵνα εἰδοποιούνοι οἱ κλέπται σωθῶσιν εἰς τό ἐγγύς ἐξ ἐλατῶν δάσος…..».
Στο σημείο αυτό διευκρινίζεται ό,τι υπάρχει διχογνωμία και αντιπαράθεση μεταξύ των Δημητσανιτών και των Ζυγοβιστινών, ως προς την καταγωγή του καταδότη μοναχού, αλλά και προς αυτούς προς τους οποίους έγινε η κατά-δοση και αυτών που προσέτρεξαν να εγκλωβίσουν στον Ληνό τους Κολοκοτρω-ναίους και να συλλάβουν αυτούς.
Ο εκ Ζυγοβιστίου Κωνσταντίνος Σταυρόπουλος στην “Ιστορία Ζυγοβιστί-ου” Αθήνα 1905, ανατυπωθείσα το 1973 γράφει στην σελίδα 20 : «Συλλαβόντες δέ τό μεταβάντα ἐκεῖ νά κλαδεύσῃ τήν ἄμπελον μοναχόν Γερέσιμον καλούμενον………….. καί ἐκ Δημητσάνης καταγόμενον,ὅπως ὁμολογεῖ ὅλος ὁ κόσμος, τόν παρακάλεσαν νά μεταβῇ εἰς τό ἡγούμενον καί τῷ εἰπῇ κρυφίως περί τῶν ἀνωτέρω ἀναγκῶν των. Το μοχθηρόν ἐκεῖνο ἀνθρωπάριον………..ἐτράπη ἐκειθεν εἰς πρός τήν Δημητσάναν ἅγουσαν ὁδόν καί φθάσας ἐκεῖ ἀνήγγειλεν εἰς τούς προεστούς περί τῆς εἰς τόν ληνόν διημερεύσεως τῶν κλεπτῶν……..».
Ο εκ Δημητσάνης Γεώργιος Οικονόμου, γραμματέας του Κολοκοτρώνη, στην συγγραφείσα απ’ αυτό «Ιστορία της Εθνικής Παλιγγενεσίας» αναφερόμενος στα όσα συνέβησαν στον Ληνό των Αιμυαλών γράφει στην σελίδα 51: «Εἷς δέ τῶν ὑπηρετων τῆς Μονῆς μοναχός ἐκ Ζυγοβιστίου, διά τε το ἐπιτίμιον, τόν κίνδυνον τῆς ἀποκαλύψεως καί τόν ἐπηρτημένον φόβον μή πάθουν οἱ πατέρες τῆς Μονῆς , καί οἱ Ζυγοβιστινοί καί Δημητσανῖται ………ἐκοινοποίησεν εἴς τε τήν Δημητσάναν και τό Ζυγοβίστι τήν ἐν τῷ ληνῷ ἐμφάνισιν τῶν εἰρημένων ἑπτά……».
Τα όσα γράφει ο Γεώργιος Οικονόμου αποδέχονται οι εκ Δημητσάνης προερχόμενοι ιστορικοί (Τ.Χ.Κανδηλώρος, Γ. Καρβελάς, Τ. Γριτσόπουλος). Βέβαια ο Γριτσόπουλος προχωρεί έτι περαιτέρω και θεωρεί ό,τι ο μοναχός στην γενόμενη καταγγελία δεν προχώρησε μόνος του, αλλά κατόπιν συνεννοήσεως με τον ηγούμενο της μονής, τον οποίον και αμέσως ενημέρωσε για την παραμονή των Κλοκοτρωναίων στον Ληνό.
Όπως και να έχουν τα πράγματα και όποιος και να ήταν αυτός που έκανε την καταγγελία, το γεγονός ένα είναι στον Ληνό αυτό εξολοθρεύτηκε η ομάδα του Γιάννη του Κολοκοτρώνη, αποτελούμενη από έξι άτομα.
Τους εγκλώβισαν στον Ληνό, Δημητσανίτες και Ζυγοβιστινοί, όπως ανα-φέρουν οι ασχοληθέντες με το θέμα αυτό και στη συνέχεια κατέφθασε και τουρκικό απόσπασμα από την Στεμνίτσα.
Απ’ ότι φαίνεται πρώτοι έφθασαν από την Δημητσάνα, λόγω της μικρής απόστασης (4 χιλ. περίπου), αφού εκεί έγινε και η καταγγελία, από τον μοναχό και από εκεί ειδοποιήθηκαν όλοι οι άλλοι, καθώς και το τουρκικό απόσπασμα στην Στεμνίτσα.
Διευκρινίζεται ό,τι η απόσταση μεταξύ Δημητσάνας- Στεμνίτσας είναι 11 χιλιόμετρα και ένας ταχυδρόμος πεζός θέλει τουλάχιστον 2 ώρες να την διανύσει, για να ειδοποιήσει το τούρκικο απόσπασμα και άλλες τόσες για να φθάσει το απόσπασμα, μας κάνουν 4 ώρες. Εύλογα γεννάται το ερώτημα τι έγινε αυτές τις ώρες μέχρι να φθάσει το απόσπασμα; Προφανώς ήταν εγκλωβισμένη η ομάδα των κλεφτών από τους ανωτέρω προστρέξαντας και περίμεναν το απόσπα-σμα για να αναλάβουν δράση…
Ανεξάρτητα από το ποιος ήταν ο καταδότης και σε ποιον έγινε η κατά-δοση, είναι γεγονός ό,τι μετά την έκδοση του αφοριστικού και του φιρμανιού του Σουλτάνου, με το οποίο απειλούντο φοβερά και τρομερά πράγματα εναντίον εκείνων που υπέθαλπαν τους κλέφτες , φόβος και τρόμος επεκράτησε εις του κατοίκους της Πελοποννήσου. Δεδομένου ότι ο Κεχαγιάμπεης στρατοπέδευσε στην Μεγαλόπολη, έχοντα μεγάλη δύναμη και πλήθος βασανιστικών οργάνων, είχε δε συντάξει και κατάλογο προγραφών, με αυτούς που βοηθούσαν παντοιο-τρόπως τους κλέπτες. Συλλάμβανε αυτούς και μετά από σκληρά και απάνθρωπα βασανιστήρια τους θανάτωνε. Μετά ταύτα και ενόψει αυτών που συνέβαιναν ό λαός δεν ήξερε τι να κάνει και πολλές φορές αναγκαζόταν να οδηγηθεί σε πράξεις εναντίον των κλεπτών, προκειμένου να σωθεί.
Γράφει χαρακτηριστικά ο Τ.Χ. Κανδηλώρος για την επικρατούσα τότε κατάσταση : «Ὁ δέ λαός ἔντρομος συνετάχθη τῇ φωνῇ τῶν προεστώτων μετά τῶν ἀγριών ὀρδῶν καί ὑπεδείκνυεν αὐτοῖς τά κρησφύγετα τῶν σταυραετῶν, οἵτινες κατέλιπον ἤδη ἐρήμους καί ὀρφανάς τάς ἀνέκαθεν ἀπροσίτους φωλέας αὐτῶν».
Με άλλα λόγια ο λαός μπροστά στην κατάσταση όπως αυτή διαμορφώ-θηκε μετά την έκδοση του αφοριστικού του Πατριάρχη και του φιρμανίου του Σουλτάνου, δεν ήξερε τι να κάνει και ποιού το μέρος να πάρει, ο κίνδυνος ήταν μεγάλος, παιζόταν το κεφάλι του και απειλούνταν με καταστροφή ολόκληρα χωριά, που συνέδραμαν τους κλέφτες . Ξαφνικά όλοι βρέθηκαν προ αδιεξόδου, ακόμα και αυτοί που έβλεπαν με καλό μάτι τους κλέφτες. Άρχισαν και αυτοί να φοβούνται μήπως φανερωθούν και έτρεχαν μαζί με τους άλλους να καταδιώ-ξουν τους κλέφτες.
Στην κατάσταση αυτή φαίνεται ότι βρέθηκαν όλοι αυτοί που έτρεξαν στον Ληνό της μονής, κατά της ομάδας του Γιάννη του Ζορμπά. Για όλους αυτούς ήταν «μπροστά γκρεμός και πίσω βράχος»…
Μόλις μαθεύτηκε ό,τι κλέφτες Κολοκοτρωναίοι έχουν κρυφτεί στο Ληνό της Αιμυαλούς, αναστατώθηκε όλη η Δημητσάνα και τα γύρω από αυτήν χωριά και όλοι έτρεξαν στον Ληνό, παρασυρθέντες λένε κάποιοι. Δεν νομίζω ότι παρα-σύρθηκαν, αλλά συμμετείχαν με πλήρη γνώση για το τι θα συμβεί εκεί. Δεδομέ-νου ότι από την μια μεριά υπήρχε ο φόβος των επιτιμίων του αφοριστικού του Πατριάρχη και από την άλλη ο φόβος των τιμωριών εκ μέρους των τούρκων. Πέρα από αυτά πολλοί από τους προστρέξαντες ήταν φίλοι και τροφοδότες των κλεφτών και υπήρχε φόβος, μήπως συλληφθούν οι κλέφτες και μαρτυρήσουν αυτούς, κατόπιν βασανιστηρίων, οπότε η οργή των Τούρκων θα εστρέφετο ενα-ντίον αυτών και των οικογενειών των. Άλλωστε φαίνεται ό,τι πέρα από τα επιτίμια του αφοριστικού και τις ποινές του φιρμανιού, οι κλέφτες λόγω και της προκλητικής συμπεριφοράς τους δεν ήταν ιδιαίτερα αγαπητοί σε μεγάλο πλήθος του λαού.
Όπως αναφέρει και ο Τ. Γριτσόπουλος σε υποσημείωση, στην σελίδα 44 του βιβλίου του «Διηγοῦντο παλαιότερον αἱ ὑπερήλικες Δημητσανίτισσαι ὅτι αἱ μητέρες των, παρθένοι εἰς ἐκείνην τήν ἐποχήν, παρακολουθοῦσαι τόν ὄλεθρον τῶν Κλοκοτρωναίων ἐν τῷ ληνῷ τῆς μονῆς ἀπό τῶν γειτονικῶν κτημάτων, εἶχον στήσει χορόν προς ἐκδήλωσιν τῆς μεγάλης των χαρᾶς». Από αυτό συνάγεται ότι μεγάλος μέρος του λαού είχε προφανώς αγανακτήσει από την συμπεριφορά των κλεπτών, που όπως φαίνεται πολλές φορές μετά μεγάλης φορτικότητας ζητούσε και έπαιρνε πράγματα και διάφορα εφόδια από τους κατοίκους των χωριών.
Εντός ολίγου οι κρυπτόμενοι στον Ληνό κλέφτες ευρέθησαν περικυκλω-μένοι από Τουρκικό απόσπασμα, βοηθούμενο από τους παρασυρθέντας … Δημητσανίτες, Ζυγοβιστινούς και άλλους.
Οι κλεισμένοι μέσα στον Ληνό με επικεφαλής τον Γιάννη τον Ζορμπά αντιστάθηκαν με πείσμα στην επίθεση που τους έγινε και απέρριψαν τις προτά-σεις των πολιορκητών για να παραδοθούν.
Οι πολιορκητές για να τους εξοντώσουν έριξαν εντός του ληνού που ήταν ταν γεμάτος με κλήματα, αναμμένο θειάφι αναμεμειγμένο με κερί, αφαιρώντας κεραμίδια από τη στέγη του Ληνού.
Υπάρχει η πληροφορία ότι την ιδέα αυτή την είχε ο εκ Δημητσάνης πρακτικός γιατρός Ευθύμιος Μπόκας (Τ. Γριτσόπουλος Μονή Αιμυαλών). Από τις αναθυμιάσεις και την πυρκαγιά που προκλήθηκε οι κλέφτες με τα γιαταγάνια στα χέρια όρμησαν έξω από το Ληνό και σκότωσαν αρκετούς από τους πολιορκητές πριν πέσουν και αυτοί νεκροί από τα βόλια των πολιορκητών.
Το φονικότατο τούτο επεισόδιο έγινε την 1η Φεβρουαρίου 1806.
Τούτο έχει αναγραφεί σε παράφυλλο του μηνιαίου της μονής του μηνός Απριλίου και ήδη ευρίσκεται στη Βιβλιοθήκη της Δημητσάνας. Την ενθύμηση αυτή δημοσιεύει ο Τάσος Γριτσόπουλος στ’ ανωτέρω αναφερόμενο βιβλίο του και η οποία έχει ως εξής: 1806 φεβρουαρίου 1 εκινίγισα[ν] τους κλεφ[τ]ες και του[ς] εσκοτασαν [=εσκώτοσαν] τού[ς] κολοκοτρονέους και τον γιοργο”.
Η λαϊκή μούσα αποθανάτισε τα συμβάντα στο ληνό της Αιμυαλούς με του παρακάτω στοίχους:
” Καλόγερος εκλάδευε στης Αιμιαλούς τ’ αμπέλια
κι οι κλέφτες τον αγνάντευαν από ψηλή ραχούλα
από μακριά τον χαιρετάν κι από κοντά του λένε
Ψωμί κρασί καλόγερε να φάν τα παλικάρια
Κοπιάστε απάνου στο ληνό να κάμετε λημέρι
Τήρα καλά καλόγερε να μη μας μαρτυρήσεις
σου κόβει ο Γιώργης τα μαλλιά κι ο Γιάννης το κεφάλι
Και κείνος πείσμα το ‘βάλε, πολύ του ‘κακοφάνει
τους άφησε και ξένοιασαν και πάει στη Δημητσάνα
ευθύς ντελάλη έβαλε σε τρεις μεριές στη χώρα
Μεσ’ στο ληνό γιατάκιασα τους Κολοκοτρωναίους
μικροί μεγάλοι στ άρματα να πάμε για τους κλέφτες
Από μακριά τους έζωσαν κι από κοντά τους λένε
Εβγα Ζορμπά προσκύνησε μ’ όλη τη συντροφιά σου
να σου χαρίσω τη ζωή και σεν’ και τα παιδιά σου
Πως με περνάς Μπουλούμπαση, να βγώ να προσκυνήσω
που εγώ ‘μ’ ο Γιάννης ο Ζορμπάς κι αν σου βαστά ζυγώνεις
Δεν κόταγαν να πάν’ κοντά τους έτρωγε το φίδι
Μα όσα φτερά και πούπουλα έχει η μαύρη η κότα
τόσα ντουφέκια πέφτανε μες στου ληνού την πόρτα.
Ρίξαν φωτιά μες’ στο ληνό κουβάρια θειαφοκέρι
Πιάσαν οι κληματόβεργες κι ο Γιάννης τραγουδάει
Τώρα να δεις Μπουλούμπαση να ιδείς πως προσκυνάνε
δεν είναι μία δεν είναι δυό που σ έκαν’ άνω κάτω
που σ’ έκανα σαν το λαγό Μπουλούμπαση να τρέμεις
πολλές φορές τα γιόμισες πάλαι θα τα γιομίσεις
και το ντουφέκι τ άδειασε και κάνει ένα γιουρούσι
τρεις μπαταριές του ρίξανε και πέφτει λαβωμένος
και η φωτιά τον έζωσε και τ’ άρματα δεν πιάνουν
του ρίχνουν κι άλλη μπαταριά και μούγκριζε σα λύκος.
Αφήνω γεια συντρόφοι μου με φάγαν οι μουρτάτες
Ο Θοδωρής αγνάντευε ψηλά ‘πο την Κλεινίτσα
σήκω Φόρτο να φύγουμε στο Ζάκυνθο να πάμε
τι μας έζωσαν τα σκυλιά οι άπιστοι μουρτάτες.
Σύμφωνα με την παράδοση ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης από την Κλινίτσα είδε την καταστροφή της ομάδας του αδελφού του και στον πόνο του απάνω άφησε ευχή και κατάρα στους απογόνους του να εκδικηθούν μία ημέρα την μο-νή. Οι τελευταίοι στοίχοι του λαϊκού άσματος λένε:
« Ο Θοδωρής αγνάντευε ψηλά ‘πο την Κλεινίτσα
σήκω Φόρτο να φύγουμε στο Ζάκυνθο να πάμε
τι μας έζωσαν τα σκυλιά οι άπιστοι μουρτάτες».
Ο Φόρτος ήταν ένας εκ των σωματοφυλάκων του Κολοκοτρώνη, υπαρκτό πρόσωπο εκ Ζυγοβιστίου. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης Ρηγόπουλος και ήταν πάππος του διδασκάλου Ιωάννου Ρηγόπουλου.
Αργότερα όμως λίγο πριν από το θάνατό του, κατά το έτος 1842,όταν βρέθηκε στη Δημητσάνα ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης δέχθηκε επίσκεψη μοναχών της μονής, που τον κάλεσαν να επισκεφθεί την μονή. Ο Κολοκοτρώνης αρνήθηκε να επισκεφθεί το μοναστήρι και τους έδιωξε αίροντας συγχρόνως την προηγούμενη κατάρα του για το μοναστήρι.
Ο ληνός που παίχθηκε το δράμα αυτό ,κατ’ επανάληψη ανακαινισθείς, σώζεται μέχρι σήμερα και στον περίβολό του υπάρχουν δύο πανύψηλα κυπα-ρίσσια παραστάτες του ληνού και θεματοφύλακες του γεγονότος αυτού. Έχει δε εντοιχισθεί επιγραφή εις ανάμνηση του γεγονότος τούτου.
* * * *