Η γέννηση στην αρχαία Ελλάδα ήταν μια διαδικασία επικίνδυνη για τη μητέρα και για το βρέφος. Οι πιθανότητες θανάτου ήταν αυξημένες και για τους δύο και δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που η μητέρα έχανε την ζωή της στη γέννα.
Η πρόοδος της Ιατρικής βοήθησε τη διαδικασία αυτή. Ο Ιπποκράτης τον 5ο π.χ. αιώνα συγγράφει ειδικά για τα γυναικολογικά και τον 2ο αιώνα μ.χ. ο Έλληνας Σωρανός ο Εφέσιος ξεχωρίζει ως ο διασημότερος γυναικολόγος στη Ρώμη.
Για μια κανονική γέννα θα έπρεπε να έχουν ετοιμάσει: ελαιόλαδο, χλιαρό νερό, χλιαρά επιθέματα (θερμάσματα), μαλακούς σπόγγους, κομμάτια μαλλί, επιδέσμους, ένα μαξιλάρι, πράγματα για να μυρίσει η επίτοκος, το σκαμνί ή την καρέκλα της μαίας, δύο κρεβάτια και ένα κατάλληλο δωμάτιο.
Το λάδι χρειάζεται για να εγχυθεί και να επαλειφθεί. Το χλιαρό νερό για να ξεπλυθούν τα διάφορα μέρη. Τα θερμάματα για να ανακουφιστούν οι πόνοι. και το μαλλί για να σκεπαστούν τα μέρη της γυναίκας.
Το μαξιλάρι για να τοποθετηθεί εκεί το μωρό κάτω από την γυναίκα μέχρι να τελειώσει ο τοκετός. Πράγματα για να μυρίσει η γυναίκα και να συνέλθει, όπως μέντα, κριθάρι, μήλο, κ.α.
Ο τοκετός θεωρούνταν διαδικασία που προκαλούσε πνευματική μόλυνση. Για το λόγο αυτό απαγορευόταν να πραγματοποιείται σε ιερά. Η νέα μητέρα θεωρούνταν μολυσμένη τουλάχιστον για τις δέκα πρώτες ημέρες μετά τη γέννα.
Στο διάστημα αυτό ήταν περιορισμένη στο σπίτι και με ελάχιστους ανθρώπους ερχόταν σε επαφή. Το μίασμα δεν περιοριζόταν μόνο σε αυτή, αλλά σε όποιονδήποτε βοήθησε στον τοκετό ή βρισκόταν στο σπίτι την ώρα του τοκετού.
Όσοι εκτέθηκαν στην μόλυνση δεν επιτρεπόταν να εισέρχονται σε ιερά ή να ασκούν τη λατρεία.
Αυτή η απομόνωση των δέκα πρώτων ημερών είχε χαρακτήρα θρησκευτικό, επιπλέον όμως κάλυπτε και πρακτικές ανάγκες: τον αποκλεισμό της γυναίκας από τις δουλειές της καθημερινής ζωής.
Και τη βιολογική προστασία της μητέρας και του βρέφους από τους κινδύνους που ελλόχευε η έκθεσή τους στον έξω κόσμο τις πρώτες αυτές κρίσιμες ημέρες.
Στην Αθήνα, αμέσως μετά τη γέννηση ενός παιδιού οι γυναίκες του σπιτιού που είχαν βοηθήσει στη διαδικασία του τοκετού έπλεναν το νεογνό με καθαρό, κρύο νερό, το σπαργάνωναν και στη συνέχεια το παρουσίαζαν στον πατέρα.
Στην περίπτωση που το παιδί ήταν αγόρι, κρεμούσαν στην εξώπορτα του σπιτιού ένα κλαδί από ελιά –σύμβολο των ανταμοιβών του άνδρα στον στίβο και στην πολιτική και στρατιωτική ζωή-ενώ αν ήταν κορίτσι μια μάλλινη κορδέλα, η οποία συμβόλιζε τη δεμένη με το σπίτι ζωή της γυναίκας.
Την πέμπτη ή την έβδομη μέρα από τη γέννηση γίνονταν τα Αμφιδρόμια , τα οποία εκτός του ότι αποτελούσαν το βασικό τελετουργικό έθιμο που συνέδεε το νεογνό με τον οίκο όπου ανήκε.
Ταυτόχρονα σηματοδοτούσαν και την επίσημη αναγνώρισή του από τον πατέρα του, ο οποίος ήταν φυσικά παρών στη διαδικασία.
Κατά την τελετή όσοι είχαν μιανθεί από τον τοκετό, αφού πρώτα έπλεναν τελετουργικά τα χέρια, περιέφεραν κυκλικά-και μάλλον ελαφριά ντυμένοι-γύρω από τη φωτιά που έκαιγε στην εστία του σπιτιού το μωρό, και μετά το τοποθετούσαν καταγής ,ενώ στη συνέχεια ακολουθούσε δείπνο.
Τη δέκατη μέρα μετά τη γέννηση, τη λεγόμενη δεκάτη, έδιναν στο μωρό το όνομά του, ενώ οι προσκεκλημένοι που έβλεπαν για πρώτη φορά το νεογέννητο έφερναν δώρα τα λεγόμενα γενέθλια ή οπτήρια.
Στη συνέχεια, ακολουθούσε θυσία και εορταστικό δείπνο με συμπόσιο μεταξύ των συγγενών και φίλων, με σκοπό να συμβάλλει στην συνένωση των δεσμών που είχαν μεταξύ τους.
Το αμέσως επόμενο και σημαντικότερο στάδιο, το οποίο δεν είχε την ίδια σπουδαιότητα και για τα δύο φύλα, αφορούσε στις τελετές, οι οποίες σηματοδοτούσαν και το πέρασμα από την εφηβεία στην ενηλικίωση.
Αυτές γίνονταν κάθε χρόνο, την τρίτη ημέρα της εορτής των Απατουρίων (αρχαία γιορτή, η οποία διαρκούσε τρεις μέρες και ήταν αφιερωμένη στον πανηγυρισμό της εγγραφής των παιδιών στους φρατρικούς καταλόγους) η οποία λεγόταν Κουρεώτις.
Για τα αγόρια ήταν το μείον και το Κούρειον, για τα κορίτσια ήταν η γαμηλία. Το μείον ήταν θυσία που πρόσφερε ο πατέρας την επόμενη χρονιά της γέννησης του παιδιού, ενώ το κούρειον ήταν η θυσία του ζώου που συνόδευε την τελετουργική κουρά του αγοριού και συμβόλιζε τη μετάβασή του από την παιδική ηλικία στην εφηβεία.
Τέλος, η γαμηλία περιλάμβανε τη θυσία και το γεύμα που παρέθετε ο Αθηναίος που επιθυμούσε να γνωστοποιήσει στα μέλη της κοινωνίας τον πρόσφατο γάμο του και να τους συστήσει τη γυναίκα του.
Μετά από αυτό , η νύφη αναγνωριζόταν ως θυγατέρα Αθηναίου πολίτη, ενώ η αποδοχή της από την κοινωνία αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση για να θεωρηθούν Αθηναίοι πολίτες τα αρσενικά παιδιά του ζεύγους.