Τα υπερ-επεξεργασμένα τρόφιμα (UPF) συνδέονται με υψηλότερο κίνδυνο καρκίνου του στόματος, του λαιμού και του οισοφάγου και η παχυσαρκία μπορεί να μην είναι ο μόνος παράγοντας σύνδεσης των τροφίμων αυτών με τον καρκίνο, όπως διαπιστώνει διεθνής έρευνα, με επικεφαλής την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ και τον Διεθνή Οργανισμό Έρευνας για τον Καρκίνο. Η έρευνα δημοσιεύεται στο περιοδικό «European Journal of Nutrition».
Τα υπερ-επεξεργασμένα τρόφιμα είναι βιομηχανικά σκευάσματα που παρασκευάζονται με πολύπλοκο τρόπο χρησιμοποιώντας συστατικά που δεν βρίσκονται συνήθως στην κουζίνα, όπως μαλτοδεξτρίνη, υδρογονωμένα έλαια και τροποποιημένα άμυλα, και καλλυντικά πρόσθετα, όπως γαλακτωματοποιητές, αρωματικές ουσίες, χρωστικές και τεχνητές γλυκαντικές ουσίες. Είναι συνήθως φθηνά, ιδιαίτερα εύγευστα και ευρέως διαθέσιμα, έτοιμα προς κατανάλωση. Ως αποτέλεσμα, συχνά αντικαθιστούν πιο θρεπτικά, μη επεξεργασμένα ή ελάχιστα επεξεργασμένα τρόφιμα στη διατροφή.
Αρκετές μελέτες έχουν εντοπίσει συσχέτιση μεταξύ της κατανάλωσης UPF και του καρκίνου. Καθώς πολλά από τα τρόφιμα αυτά έχουν ανθυγιεινό διατροφικό προφίλ, οι επιστήμονες στη συγκεκριμένη έρευνα προσπάθησαν να διαπιστώσουν αν η συσχέτιση μεταξύ της κατανάλωσης UPF και των καρκίνων κεφαλής, λαιμού και οισοφάγου θα μπορούσε να εξηγηθεί από την αύξηση του σωματικού λίπους.
Τι έδειξε η έρευνα
Στην έρευνα αναλύθηκαν δεδομένα διατροφής και τρόπου ζωής για 450.111 ενήλικες που παρακολουθήθηκαν για περίπου 14 χρόνια. Οι αναλύσεις κατέδειξαν ότι η κατανάλωση 10% περισσότερων UPF συνδέεται με 23% υψηλότερο κίνδυνο καρκίνων κεφαλής και λαιμού και 24% υψηλότερο κίνδυνο αδενοκαρκινώματος του οισοφάγου. Το αυξημένο σωματικό λίπος εξηγούσε μόνο ένα μικρό ποσοστό της στατιστικής συσχέτισης μεταξύ της κατανάλωσης των τροφίμων αυτών και του κινδύνου εμφάνισης των συγκεκριμένων καρκίνων.
Οι συγγραφείς επισημαίνουν ότι άλλοι μηχανισμοί θα μπορούσαν να εξηγήσουν τη συσχέτιση, όπως τα πρόσθετα, συμπεριλαμβανομένων των γαλακτωματοποιητών και των τεχνητών γλυκαντικών ουσιών, καθώς και οι μολυσματικές ουσίες από τη συσκευασία των τροφίμων και τη διαδικασία παρασκευής. Πάντως, τονίζουν ότι χρειάζεται περαιτέρω έρευνα για τον εντοπισμό των άλλων μηχανισμών που μπορεί να εξηγούν τις σχέσεις που παρατηρήθηκαν.