Όταν ο Ηπειρώτης οπλαρχηγός
Παλάσκας που υπηρετούσε
τον Αλή βάπτισε το γιό του, του
έδωσε το όνομα Λεωνίδας.
Ο Αλής σε μία συγκέντρωση
από Αλβανούς και Έλληνες
οπλαρxηγούς ανάμεσά τους
και ο Παλάσκας είπε :
«Σεις οι Έλληνες κάτι τολμηρό
σχέδιο έχετε στα κεφάλια σας.
Και αυτά τα ονόματα που δίνετε
στα παιδιά σας θάφταναν
να δικαιώσουν την υποψία μου.
Δεν τα βαφτίζετε πια Πέτρο,
Μανώλη, Κώστα, αλλά Αριστείδη,
Δημοσθένη, Λεωνίδα, Θεμιστοκλή.
Βλέπω δίπλα μου καπεταναίους μου
Αρβανίτες, Έλληνες, Τούρκους, Ευρωπαίους.
Ούτε να ταπεινώσω κανένα θέλω ,
ούτε την αξία να κατεβάσω.
Οι Έλληνες ξεχωρίζετε από όλους.
Είσαστε έξυπνοι, ικανοί, ανδρείοι.
Αλλά κοντά στα μεγάλα σας προτερήματα
έχετε και τα μεγάλα σας ελαττώματα,
προ πάντων την ανυπακοή και τον φθόνο.
Και να γιατί δεν θα σας προκόψουν,
τα σχέδια που έχετε στα κεφάλια σας.
Γιατί δεν θα είμαι εγώ να σας οδηγώ».
Ο Αλή πασάς Τεπελενλής γεννήθηκε
στο Τεπελένι. Οι πρόγονοί του είχαν
έρθει από την Μ. Ασία. Στο πλάσιμο
του χαρακτήρα του επίδραση άσκησε
η μάνα του η Χάκμω. Γυναίκα φιλόδοξη,
φιλοπόλεμη χωρίς κανένα ηθικό φραγμό
και απεριόριστες φιλοδοξίες για το γιό της.
«Θέλω να γίνεις δυνατός» του έλεγε,
«όποιος στέκει εμπόδιο στο δρόμο σου
να τον ξεπαστρεύεις και πρώτα απ’ όλα
το σκυλολόι, τους συγγενείς σου,
για να κληρονομήσεις το βιός τους.
Θέλω να ξεμπερδεύεις με τους εχθρούς σου.
Αλλοιώς… την κατάρα μου νάχεις».
Στην αρχή ο Αλής δεν τα κατάφερνε καλά.
Η μάνα του αφού τον έλουσε με βρισιές,
του έδωσε μια ρόκα «να πας μαζί
με τις γυναίκες να γνέθεις, παρά να κρατάς άρματα».
Σε ηλικία 15 χρονών ακολούθησε
το ληστρικό επάγγελμα του πατέρα του.
Τρόμος στις περιοχές που λήστευαν, Εύβοια,
Θεσσαλία, Ήπειρο. Μετά γύριζαν στο Τεπελένι.
Όταν έγινε πασάς βάλθηκε να καθαρίσει
τον τόπο από τους ληστές.
Μεταχειρίστηκε τα πιο απάνθρωπα
και βάρβαρα μέσα. Κρέμασε, σκότωσε
και παλούκωσε κόσμο και κοσμάκη.
Άλλους σούβλισε, άλλους έψησε,
άλλους έθαψε ζωντανούς. Άνοιγε
κοιλιές, έσπαζε κόκκαλα, με τη βαριά,
έριχνε ζωντανούς ανθρώπους να τους φάνε
τα θεριά, ~ είχε και μία λεοπάρδαλη
σ’ ένα κλουβί γι’ αυτή τη δουλειά~
έσπαγε τα κεφάλια με κοτρώνες,
βασάνιζε με όλους τους τρόπους.
Μόλις πρωτομπήκε ο λόρδος Μπάυρον
στα Γιάννενα είδε στο κλαδί ενός δέντρου
κρεμασμένο ένα χέρι ανθρώπου
και το ένα τέταρτο από το σώμα του.
Τ’ άλλα κομμάτια τα είχαν βάλει
σε άλλα σημεία της πόλης για να τα βλέπει
κόσμος.
Όταν πέθαινε κανένας καλοστεκούμενος,
o Aλής φώναζε τους κληρονόμους του :
«Α! πόσο μ’ αγαπούσε ο μακαρίτης.
Κρίμα που πέθανε ξαφνικά και δεν
πρόλαβε να κάνει διαθήκη. Μα δεν πειράζει.
Μου τόχε πει όσο ζούσε, πως θα’ άφηνε
και σε μένα δυο χιλιάδες γρόσια.
Μήπως θα αρνηθείτε εσείς να μου τα δώσετε»;
Όταν πέθανε ο πάμπλουτος πατέρας
του Γιάννη Αργύρη, ο Αλής μετά λίγες μέρες
κάλεσε τον γιό του και του είπε :
«Τόξερα πως μ’ αγαπούσε ο πατέρας σου,
μα δεν έβαζε ο νους μου πως η αγάπη του
θάφτανε ως εκεί που δείχνει
η διαθήκη που άφησε».
Τίποτα δεν του είχε αφήσει στην διαθήκη του
και ο Γιάννης για να ξεπλέξει μαζί του του είπε :
«Ναι πασά μου. Ο πατέρας μου γράφει στην διαθήκη του και σας παρακαλεί
να δεχτείτε σαν ενθύμιο αυτό το δαχτυλίδι
μ’ ένα διαμάντι».
Και βγάζει από το χέρι του το δαχτυλίδι.
“Τι είναι αυτά που λες…Ο πατέρας σου
μου έλεγε ότι θα μου δώσει όλα του
τα χτήματα στα Γιάννενα και εκείνο
το μεγάλο με τα πορτοκάλια στην Άρτα…
Πως τολμάς να ασεβείς στην μνήμη του.
Ένα τέτοιο κακούργο παιδί;
Πρέπει να του κοπεί το κεφάλι
για παράδειγμα της κοινωνίας».
«Έχεις δίκιο πασά μου. Όπως τα λες
είναι… Θα εκτελέσω τη θέληση
του πατέρα μου. Τα χτήματα που είπες
είναι δικά σου». ….
Μέρωσε ο Αλής. «Μπράβο παιδί μου.
Δώσε μου τώρα και το δαχτυλίδι που
μ’ άφησε ο πατέρας σου».
Και το βούτηξε κι’ αυτό.
Μα τα βάσανα του Αργύρη δεν είχαν τελειωμό.
Κάθε τόσο τον καλούσε
ο Αλής στο σαράι του και με φοβέρες
τούπαιρνε κι’ ένα – δύο χτήματα,
ώσπου τον ξεγύμνωσε ολότελα
και πέθανε θεόφτωχος.
Η λιθογραφία είναι του Louis Duprè
από το ταξιδιωτικό του βιβλίο,
Voyage à Athènes et à Constantinople, plate VII.