Στις 25 Σεπτεμβρίου 1849, πεθαίνει τυφλός και πάμφτωχος στον Πειραιά ο ενδοξότερος και ευγενέστερος όλων των αγωνιστών του 1821, ο Νικήτας Σταματελόπουλος, ο θρυλικός Νικηταράς από το χωριό Τουρκολέκα της Αρκαδίας.
Για τους Έλληνες ήταν ο ξακουστός Τουρκοφάγος, ενώ για τους συμπολεμιστές του ήταν ο φτωχός Νικήτας.
Αγνός και ανιδιοτελής, δεν καταδέχθηκε ποτέ να πάρει την παραμικρή αμοιβή, ακόμα και όταν η οικογένειά του πεινούσε. Όπως έγραψε ο Γεώργιος Γαζής, ο γραμματικός του Καραϊσκάκη «Ο Νικήτας επατούσε τον χρυσόν δια να κυνηγήσει τον εχθρόν».
Όταν μετά την επανάσταση ρωτήθηκε ο Νικηταράς γιατί δεν πήρε ποτέ του λάφυρα και ζει σε τόση φτώχια, ο Νικηταράς απάντησε αυστηρά «Πραματευτής δεν ήμουνα. Η μοίρα μου το θέλησε να γίνω Καπετάνιος. Και δεν θα ήτανε σωστό να κάμω πραμάτεια το Καπετανιλίκι μου για να καζαντίσω!».
Με την έλευση του Όθωνα, το βαυαρικό παρακράτος τον συνέλαβε και τον φυλάκισε, υποβάλλοντάς τον σε φρικαλέα βασανιστήρια. Και όταν η μικρότερη κόρη του, στην οποία ο Νικηταράς είχε παθολογική αδυναμία, είδε να φέρνουν τον πατέρα της με καταματωμένα ρούχα με φορείο στην αίθουσα του δικαστηρίου που δικάζονταν, έχασε τα λογικά της και από τότε παραληρούσε λέγοντας «ωραία που σου παν’ τα κόκκινα πατέρα μου»…
Όταν μετά την πίεση της κοινής γνώμης ο Νικηταράς επέστρεψε τυφλός από την εξορία που τον είχε στείλει ο Όθωνας, ζήτησε για πρώτη φορά στη ζωή του από την κυβέρνηση ένα μικρό προνοιακό επίδομα για να μπορέσει να ανταποκριθεί στοιχειωδώς στα έξοδα νοσηλείας της κόρης του. Η κυβέρνηση όμως αρνήθηκε το επίδομα και του έδωσε μόνο μια άδεια επαιτείας για να ζητιανεύει κάθε Παρασκευή απόγευμα έξω από την εκκλησία της Ευαγγελίστριας στον Πειραιά.
Έτσι, ο ημίθεος των Δερβενακίων στέκονταν ρακένδυτος και τυφλός κάθε Παρασκευή απόγευμα στο προαύλιο της εκκλησίας και ζητιάνευε…
Το ξημέρωμα της 25ης Σεπτεμβρίου 1849, σταμάτησε να χτυπά για πάντα η υπέροχη καρδιά του Νικηταρά.
Αμέσως κατακλύστηκε από πλήθος κόσμου το φτωχικό χαμόσπιτό του στον Πειραιά, καθώς όλοι οι απλοί άνθρωποι ήρθαν αυθόρμητα να δουν για τελευταία φορά το λατρεμένο τους ήρωα.
Στη μικρή διαθήκη του άφηνε μόνο το σπαθί του στο γιό του Γιάννη και δήλωνε την τελευταία του επιθυμία: να ταφεί δίπλα στο θείο του τον Κολοκοτρώνη, στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Την ημέρα της κηδείας συνέβη κάτι το αναπάντεχο. Έξω από το χαμόσπιτο υπήρχε ένα μόνιππο κάρο το οποίο θα μετέφερε τη σορό του Νικήτα στην Αθήνα. Μόλις όμως η σορός βγήκε στο κατώφλι του σπιτιού, το συγκεντρωμένο πλήθος ξέσπασε σε γοερά κλάματα και οι παλιοί συμπολεμιστές του που είχαν σηκώσει αρχικά τη σορό, δεν την απόθεσαν στο κάρο αλλά την παρέδωσαν στους αμέτρητους ανώνυμους Έλληνες που προσφέρονταν εθελοντικά να σηκώσουν στις πλάτες τους τη σορό του Νικήτα.
Χιλιάδες άνδρες, νέοι, γέροι και παιδιά σήκωσαν διαδοχικά τη σορό και έτσι, από πλάτη σε πλάτη, μεταφέρθηκε η σορός από τον Πειραιά μέχρι την Αθήνα, ενώ έξω από τα σπίτια που περνούσε η τεράστια πομπή πετούσαν λουλούδια στο φέρετρο.
Με αυτόν τον μεγαλειώδη και ανεπανάληπτο τρόπο, ένα ολόκληρο Έθνος σήκωσε στις πλάτες του και ξεπροβόδησε στην αιωνιότητα αυτόν τον υπέροχο άνδρα. Μόνο οι Έλληνες θα μπορούσαν να αποδώσουν τέτοια τιμή σε ένα νεκρό και τέτοια τιμή μόνο στο Νικηταρά θα μπορούσε να γίνει…
Δυστυχώς, σήμερα δεν γνωρίζουμε ακριβώς που ήταν ο τάφος του, καθώς και τι απέγιναν τα οστά του Νικηταρά. Αλλά όπως έγραψε και ο ιστορικός Δημήτριος Καμπούρογλου που προσπάθησε το 1926 να βρει τον τάφο του Νικηταρά «Οι Έλληνες ας παρηγορηθούν δια της σκέψεως ότι δια τον Νικηταράν πάσα η Ελληνική Γη έχει ανοιχτές τις αγκάλας»….
Κείμενο: Γιώργος Θ. Πραχαλιάς