«Μηδέν τῆς τύχης, ἀλλά πάντα τῆς εὐβουλίας καὶ τῆς πρόνοιας. Τίποτα δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν τύχη, ἀλλά ἀπό τὸν ὀρθό τρόπο σκέψεως καὶ τήν προνοητικότητα». Πλούταρχος(45-120), αρχαίος Έλληνας ιστορικός, φιλόσοφος, βιογράφος και δοκιμιογράφος.
Ο όρος «Εθνικός Διχασμός» χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει την βαθειά διαίρεση του ελληνικού λαού η οποία ξεκίνησε το 1915 και διήρκησε για τρεις δεκαετίες (1915-1947).[1] Προκλήθηκε από την διαφωνία του Βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄ και του Πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, με αφορμή την συμμετοχή ή μη της Ελλάδος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο(Α΄ΠΠ).[2] Ο Κωνσταντίνος υποστήριζε την τήρηση αυστηρής ουδετερότητος, ενώ ο Βενιζέλος την ένταξή μας στην συμμαχία του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας και της Ρωσίας [Εγκάρδια Συνεννόηση (Ανταντ)].
Την 28η Ιουλίου 1914, η Αυστρία κήρυξε το πόλεμο κατά της Σερβίας. Το γεγονός αυτό σήμανε την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος έφερε αντιμέτωπους δύο ισχυρούς ευρωπαϊκούς συνασπισμούς κρατών. Την Συμμαχία της Αντάντ εναντίον της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας(Κεντρικών Δυνάμεων). Την 15η Αυγούστου 1914, ο Βενιζέλος ζήτησε να συμμετάσχει η Ελλάς στην Αντάντ, προσφέροντας το σύνολο των χερσαίων και ναυτικών της δυνάμεων. Η πρότασή του απορρίφθηκε, με το σκεπτικό ότι οι ουδέτερες μέχρι τότε Τουρκία και Βουλγαρία θα τάσσονταν στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων.
Την 5η Νοεμβρίου 1914 η Οθωμανική Αυτοκρατορία εισήλθε στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας, με την Βουλγαρία να τηρεί στάση αναμονής.
Την 10η Ιανουαρίου 1915, ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών Έντουαρντ Γκρέυ πρότεινε στο Έλληνα Πρωθυπουργό την συμμετοχή μας στο πόλεμο έναντι σημαντικών εδαφικών αντισταθμισμάτων στην Μικρά Ασία, μετά την λήξη του πολέμου. Το δέλεαρ της Μικράς Ασίας είχε υποδειχθεί από τον Βενιζέλο στους Βρετανούς, ως η καταλληλότερη προσφορά για την λήψη μιας τόσο δύσκολης αποφάσεως. Ο Γκρέυ του ζήτησε ωστόσο την παραχώρηση των Νομών Καβάλας και Δράμας στην Βουλγαρία, προκειμένου να προσχωρήσει στην Αντάντ, ή κατ’ ελάχιστον να παραμείνει ουδέτερη. Ο Βενιζέλος πρότεινε με υπόμνημά του στον Κωνσταντίνο την αποδοχή της βρετανικής προτάσεως, η οποία απορρίφθηκε μετά από πολλές διαβουλεύσεις.
Η πολιτική του Βενιζέλου είχε δύο στόχους, την εδαφική επέκταση της Ελλάδος και την μετεξέλιξή της σε ισχυρή Μεσογειακή Δύναμη. Η συμμετοχή της χώρας μας στον πόλεμο πρόσφερε αυτή την ευκαιρία. Ο Βενιζέλος από το 1897, την περίοδο της Κρητικής Επαναστάσεως, είχε αποδεχθεί ότι τα ελληνικά συμφέροντα ταυτίζονταν με τα βρετανικά. Πίστευε ακράδαντα ότι η Μεγάλη Βρετανία θα ήταν ο νικητής του πολέμου και ότι η πατρίδα μας με την υποστήριξή της θα πραγματοποιούσε το όραμα της «Μεγάλης Ιδέας».
Ο Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδος Γεώργιος Στρέιτ και ο Αρχηγός της Επιτελικής Υπηρεσίας του Στρατού, Συνταγματάρχης Ιωάννης Μεταξάς[3] επηρέαζαν σε μεγάλο βαθμό την κρίση του Κωνσταντίνου. Αμφότεροι είχαν την πεποίθηση ότι δεν θα υπήρχε νικητής του πολέμου και οι εμπόλεμοι θα κατέληγαν στην υπογραφή κάποιας συνθήκης ειρήνης. Αυτό το ενδεχόμενο θα έθετε σε κίνδυνο τους ελληνικούς πληθυσμούς που κατοικούσαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Η αποστολή στρατού στην Μικρά Ασία θα άφηνε επιπροσθέτως ακάλυπτα τα σύνορά μας στην βουλγαρική βουλιμία. Ο Μεταξάς πίστευε επίσης ότι και στο ενδεχόμενο διαμελισμού της Τουρκίας, η Ελλάδα δεν διέθετε επαρκείς στρατιωτικές δυνάμεις και τους οικονομικούς πόρους να φέρει σε πέρας μια εκστρατεία στην Μικρά Ασία. Την άποψη του εξέφρασε στον Βενιζέλο την 15 Ιανουαρίου 1915, όταν διερευνούσαν την βρετανική πρόταση, συντάσσοντας και σχετικές αναφορές.
Η εκστρατεία στην Καλλίπολη
Στις αρχές του 1915, η Ρωσία πιεζόμενη από τις νίκες των Γερμανών και την προέλαση των Τούρκων στον Καύκασο, ζήτησε από την Γαλλία και την Αγγλία να δημιουργήσουν ένα αντιπερισπασμό εναντίον της Τουρκίας. Οι σύμμαχοι αποφάσισαν την κατάληψη του Βορείου τμήματος των στενών των Δαρδανελίων που βρίσκονται στην Ευρωπαϊκή Τουρκία. Για τον Βενιζέλο ήταν ακόμη μία ευκαιρία προκειμένου να εισέλθει η Ελλάδα στο πόλεμο. Την 15η Φεβρουαρίου 1915, εισηγήθηκε στον Κωνσταντίνο την συμμετοχή μας στις συμμαχικές δυνάμεις με ένα Σώμα Στρατού, επικαλούμενος σχέδιο που είχε συντάξει για τον ίδιο ακριβώς σκοπό ο Ιωάννης Μεταξάς, 8 μήνες πριν (6 Ιουλίου 1914).
Το Σχέδιο του Ιωάννου Μεταξά
Μετά την υπογραφή των συνθηκών των Βαλκανικών Πολέμων[4] η Τουρκία δεν αναγνώρισε την κυριαρχία της Ελλάδος επί των νήσων του Αιγαίου (Λέσβος, Λήμνος, Χίος, Σάμος, Ικαρία). Προς ανάκτηση της ναυτικής της κυριαρχίας στο Αιγαίο, παρήγγειλε δύο υπερσύγχρονα θωρηκτά νέου τύπου (Dreadnaught-Ντρέντνωτ)[5] από την Μεγάλη Βρετανία. Ο Βενιζέλος για την αντιμετώπιση αυτής της απειλής παρήγγειλε από την Γερμανία ένα νέο τύπου θωρηκτό, το «Σαλαμίς»[6] και αγόρασε από τις ΗΠΑ δύο παλαιά θωρηκτά το «Λήμνος» και το «Κιλκίς». Επειδή ήταν ορατός ο κίνδυνος η Τουρκία να παραλάβει τα πλοία, προτού η Ελλάδα να έχει δυνατότητα να αντιπαρατεθεί με τον τουρκικό στόλο, ο Βενιζέλος ζήτησε από τον Μεταξά, να καταρτίσει ένα σχέδιο για την εξουδετέρωση αυτής της απειλής. Τον Ιούλιο του 1914 ο Μεταξάς κατήρτισε ένα λεπτομερές σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο ο ελληνικός στρατός θα αποβιβαζόταν στον όρμο του Ξηρού και θα καταλάμβανε μέρος της χερσονήσου της Καλλιπόλεως, προκειμένου να αποκτήσουμε διαπραγματευτικά ανταλλάγματα σε περίπτωση απώλειας νήσων του Αιγαίου. Η επιτυχία του σχεδίου στηριζόταν σε δύο προϋποθέσεις: Την ναυτική κυριαρχία της Ελλάδος και την κήρυξη του πολέμου μετά την απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων στις τουρκικές ακτές. Οι όροι αυτοί θα εξασφάλιζαν την επιτυχία της επιχειρήσεως. Σε διαφορετική περίπτωση θα αντιμετωπίζαμε πολλαπλάσιες δυνάμεις, χωρίς ελπίδα νίκης. Ο Μεταξάς με υπόμνημά του κατέδειξε στον Βενιζέλο ότι αυτό που ήταν δυνατόν τον Απρίλιο του 1914, δεν ήταν δυνατόν το Φεβρουάριο του 1915, γιατί είχαμε απωλέσει το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Η Τουρκία πράγματι, μετά την είσοδό της στον πόλεμο αύξησε τις στρατιωτικές της δυνάμεις και ναρκοθέτησε τα στενά. Την 17η Φεβρουαρίου 1915 ο Μεταξάς υπέβαλε στον Βενιζέλο την παραίτηση από τον στρατό, γιατί διαφωνούσε με την συμμετοχή της Ελλάδος στην επιχείρηση της Καλλιπόλεως.
Η Παραίτηση του Βενιζέλου
Ο Βασιλεύς συγκάλεσε το Συμβούλιο του Στέμματος, όπου την 18η και 20η Φεβρουαρίου 1915 συζητήθηκε το αν θα έπρεπε να συμμετάσχουμε ή όχι στην επιχείρηση. Εκ των συμμετεχόντων στην σύσκεψη οι περισσότεροι πρότειναν στον Βασιλέα να εγκρίνει την πρόταση του πρωθυπουργού. Την 21η Φεβρουαρίου ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να μη συμμετάσχει η Ελλάδα στην εκστρατεία των Δαρδανελίων. Την επομένη ο Βενιζέλος παραιτήθηκε. Οι σύμμαχοι 10 μήνες μετά αποχώρησαν από την Καλλίπολη με μεγάλες απώλειες (57.000 νεκροί,123.000 τραυματίες, 12 θωρηκτά και πλήθος άλλων μικρότερων πλοίων). Στην Καλλίπολη η Τουρκία κατήγαγε την μοναδική της νίκη κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η Αρχή του Δράματος
Για την πατρίδα μας όμως άρχιζε το κεφάλαιο του εθνικού διχασμού, λόγω της διαφωνίας μεταξύ του Κωνσταντίνου και του Βενιζέλου. Δύο ισχυρές και λαοφιλείς προσωπικότητες της εποχής υπήρξαν η αιτία του διχασμού του έθνους. Από την μία ο ριψοκίνδυνος, οραματιστής «πολιτικός» Βενιζέλος πίστευε στο «άστρο του» και θεωρούσε ότι, η ουδετερότητα ήταν η χειρότερη επιλογή. Οραματιζόταν την πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας με την είσοδο της Ελλάδος στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων, έβλεπε το τέρμα και δεν τον απασχολούσαν οι «τεχνικές λεπτομέρειες».
Από την άλλη ο ευθύς, νηφάλιος, «στρατιωτικός» Κωνσταντίνος, πίστευε ότι με την ουδετερότητα θα κατοχυρώνονταν τα κεκτημένα των Βαλκανικών Πολέμων και δεν θα τίθετο σε κίνδυνο η ασφάλεια των ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας. Υπήρξαν δύο ισχυρές προσωπικότητες με τεράστια δημοτικότητα. Ο λαός συντάχθηκε μαζί τους και διχάσθηκε βαθειά, γεγονός κουραστικά επαναλαμβανόμενο στην ιστορία μας.
Μια Μελαγχολική Ιστορική Περίοδος
Τον Μάϊο του 1915 διεξήχθησαν εκλογές τις οποίες κέρδισε ο Βενιζέλος. Την 4η Οκτ. 1915, ξεκίνησε η διαίρεση της Ελλάδος, όταν τα πρώτα συμμαχικά στρατεύματα που συμμετείχαν στην επιχείρηση στη Καλλίπολη, αποβιβάσθηκαν στην Θεσσαλονίκη, μετά από πρόσκληση του Βενιζέλου, χωρίς την έγκριση όμως του Κωνσταντίνου. Ο Βενιζέλος παραιτήθηκε εκ νέου δύο ημέρες μετά. Η ενέργεια αυτή κατέλυσε την εθνική μας κυριαρχία. Κατόπιν τούτου η ουδετερότητα έπαυσε να υφίσταται ως επιλογή για την Ελλάδα.
Το Κίνημα της Εθνικής Αμύνης,
Την 17η Αυγούστου 1916, μια ομάδα αξιωματικών οι οποίοι υπηρετούσαν στην Μακεδονία, με επικεφαλής τους: Συνταγματάρχη Ιππικού Παμίκο Ζυμβρακάκη και Αντισυνταγματάρχη Πυροβολικού Κωνσταντίνο Μαζαράκη κυκλοφόρησαν μία επαναστατική προκήρυξη υπογράφοντες ως «Επιτροπή Εθνικής Αμύνης». Οι κινηματίες καλούσαν τον στρατό και τον λαό να επαναστατήσει κατά της κυβερνήσεως. Η κύρια αιτία του κινήματος αφορούσε την έξοδο της Ελλάδος στο πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Ως αφορμή επικαλέστηκαν την αποσόβηση της παραδόσεως της Θεσσαλονίκης στους Σέρβους, μετά από σχετική απόφαση της γαλλικής κυβερνήσεως. Το κίνημα επικράτησε με την υποστήριξη των γαλλικών στρατευμάτων. Οι μη προσχωρήσαντες σ’ αυτό αξιωματικοί και οπλίτες εστάλησαν στην Αθήνα. Την 26η Σεπτεμβρίου 1916, ο Ελευθέριος Βενιζέλος ανέλαβε την ηγεσία του κινήματος, ουσιαστικά μεν αυτός, τυπικά όμως ως μέλος της τριανδρίας, με τους: Ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη και Στρατηγό Παναγιώτη Δαγκλή. Στην Θεσσαλονίκη συγκροτήθηκε επαναστατική «Προσωρινή Κυβέρνηση», όχι όμως αντιμοναρχική. Η ενέργεια αυτή οδήγησε στην δημιουργία του κράτους της Θεσσαλονίκης. Το θέαμα που παρουσίαζε η χώρα μας την εποχή εκείνη ήταν θλιβερό από κάθε άποψη. Τα δύο «κράτη» ήσαν υποχείρια της Γαλλίας, το κράτος της «Θεσσαλονίκης» οικειοθελώς και των «Αθηνών» δια της βίας.
Ο Γάλλος Αντιναύαρχος Φουρνιέ
Ο Γάλλος βουλευτής Μπεναζέ εκπροσωπώντας την κυβέρνησή του, διαπραγματεύτηκε την ειρηνική επίλυση της κρίσεως με τον Βασιλέα Κωνσταντίνο. Πρότεινε την παράδοση στους συμμάχους του συνόλου του στόλου και του μεγαλύτερου μέρους του οπλισμού του στρατού, με αντάλλαγμα την εγγύηση της ασφάλειας του τμήματος της Ελλάδος που επιθυμούσε να παραμείνει ουδέτερο. Την 21η Οκτωβρίου 1916 ένας λόχος της «Εθνικής Αμύνης» υπό τον Λοχαγό Νικόλαο Πλαστήρα συγκρούσθηκε στην Κατερίνη με τμήματα πιστά στην βασιλική κυβέρνηση, προκαλώντας τα πρώτα θύματα του εμφυλίου πολέμου.
Την 25η Οκτ. 1916, ο επικεφαλής της ναυτικής συμμαχικής δυνάμεως, Γάλλος Αντιναύαρχος Νταρτίζ ντυ Φουρνιέ κατέπλευσε στον Πειραιά και έθεσε τέρμα στις όποιες διαπραγματεύσεις, απαιτώντας την επάνδρωση των κατασχεθέντων 30 ελληνικών πολεμικών πλοίων από γαλλικά πληρώματα και την άμεση παράδοση όλου του πυροβολικού του στρατού. Αξίωσε επίσης τον έλεγχο της αστυνομίας, όλων των λιμένων της χώρας, των σιδηροδρόμων και των τηλεγραφείων. Σε μια πρωτοφανή για τα διπλωματικά χρονικά ενέργεια, ζήτησε την απέλαση, εντός διημέρου, των πρέσβεων της: Γερμανίας, Αυστρίας, Βουλγαρίας και Τουρκίας. Το τελεσίγραφο του ναυάρχου έληγε στις 18 Νοεμβρίου 1916. Η πρόθεση του ήταν να επιβάλει τους όρους του, με την επίδειξη και μόνο των στρατιωτικών του δυνάμεων. Οι αξιώσεις του όμως, προκάλεσαν την οργισμένη αντίδραση των υποστηρικτών του Κωνσταντίνου.
Τα Νοεμβριανά
Την 18η Νοεμβρίου 1916, ελληνικά στρατιωτικά τμήματα, με την συνδρομή ενόπλων πολιτών, των «Συνδέσμων Επιστράτων»,[7] διοικούμενα από τον Αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Καλλάρη, απέτρεψαν 2.000 Γάλλους ναύτες και 500 Βρετανούς πεζοναύτες, να θέσουν υπό τον έλεγχό τους την Αθήνα. Η περιοχή γύρω από το Α΄ Νεκροταφείο υπήρξε το πεδίο των συμπλοκών, κατά τις οποίες η κάθε πλευρά μέτρησε 80 νεκρούς και διπλάσιους τραυματίες. Την επομένη ημέρα σε μια αναρχοκρατούμενη Αθήνα, οι βενιζελικοί και οι περιουσίες τους υπέστησαν από τον μαινόμενο όχλο τα αντίποινα της συμμαχικής επιθέσεως. Ο Φουρνιέ υποστήριξε τα τμήματα του με ναυτικά πυρά, βάλλοντας κατά των ανακτόρων και του Ζαππείου. Τα «Νοεμβριανά» απετέλεσαν το αποκορύφωμα της πιέσεως από τους συμμάχους επί του Βασιλέως Κωνσταντίνου, προκειμένου η χώρα μας να συμπράξει μαζί τους.
Το Ανάθεμα
Την 24η Νοεμ. 1916 η κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης με διάγγελμά θεώρησε τον Κωνσταντίνο έκπτωτο και κήρυξε τον πόλεμο κατά της Γερμανίας και της Βουλγαρίας. Την ίδια ημέρα οι σύμμαχοι προέβησαν σε ναυτικό αποκλεισμό της Ελλάδος. Την 12η Δεκ. ο σύνδεσμος συντεχνιών κάλεσε το Ελληνικό λαό όπως: «Ρίψει λίθον ἀναθέματος στὸ πεδίον τοῦ Ἄρεως κατὰ τοῦ τρισκατάρατου προδότη Βενιζέλου». Την 16η Ιανουαρίου 1917 στον χώρο έμπροσθεν του Ζαππείου, τμήματα του ελληνικού στρατού παρέλασαν αποδίδοντας τιμές στις σημαίες των κρατών της «Εγκαρδίου Συνεννοήσεως» ως έκφραση συγνώμης.
Η Εκθρόνιση του Κωνσταντίνου
Την 17η Ιουν. 1917, ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος για την αποφυγή εμφυλίου πολέμου, μετά από απαίτηση των Γάλλων, αποσύρθηκε του θρόνου, χωρίς όμως να παραιτηθεί. Τον διαδέχθηκε ο δευτερότοκος γιός του Αλέξανδρος. Ο Βενιζέλος έγινε ο απόλυτος κύριος της καταστάσεως. Οι συνέπειες του διχασμού έγιναν ακόμη χειρότερες, όταν στα πλαίσια του «αποκωνσταντινισμού» εκτοπίστηκαν οι κυριότεροι πολιτικοί αντίπαλοι του Βενιζέλου και απολύθηκαν χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι (στρατιωτικοί, δικαστικοί, κληρικοί κ.α). Την 20η Ιουνίου 1917 τριάντα επίλεκτοι υποστηρικτές του Κωνσταντίνου[8] εκτοπίσθηκαν και τέθηκαν υπό περιορισμό στο Αιάκειο της Κορσικής.
Η Αναγνώριση του Σφάλματος
Δύο εκ των πρωταγωνιστών του Εθνικού Διχασμού αναγνώρισαν το λάθος τους.
Ο Ελεύθεριος Βενιζέλος ανέφερε σε αγόρευση στην βουλή την 17η Δεκεμβρίου 1929: « Ἐγώ ὑπήρξα ὁ αἴτιος διότι ἐδιχάσθη ὁ Ἑλληνικός Λαός κατά τόν μέγα πόλεμον. Ἐγώ, καλῶς ἤ κακῶς, εἶμαι ἐκεῖνος ποῦ προκάλεσε τόν διχασμόν αὐτόν».
Ο Ιωάννης Μεταξάς σε εγγραφή στο ημερολόγιο του, την 5η Ιανουαρίου 1941(24 ημέρες πριν το θάνατό του), έγραψε: «Θὰ μᾶς συγχωρήση ὁ Θεός για το 1915, Φταῖμε ὅλοι! καὶ ὁ Βενιζέλος ἀκόμα, Τώρα αἰσθάνομαι πόσο ἔφταιξα».
Οι Συνέπειες
Ο Εθνικός Διχασμός και οι άλλες διαιρέσεις μας, μετά την απελευθέρωση μας από τους Τούρκους έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Την υπερίσχυση του αυτοκαταστροφικού «εγώ» της φυλής, εξαιτίας του οποίου, ένα μεγάλο μέρος εξ’ ημών προτιμά να καταστραφεί η πατρίδα μας, από το να επιτύχουν οι πολιτικοί μας αντίπαλοι. Ο Ελληνο-τουρκικός Πόλεμος(1919-1922) θα είχε διαφορετική κατάληξη και θα είχαμε αποφύγει την Μικρασιατική Καταστροφή, εάν είμασταν ενωμένοι. Ένα αιώνα μετά τον Εθνικό Διχασμό, ως λαός δεν έχουμε αποβάλλει την πολιτική συμπεριφορά και την νοοτροπία της περιόδου εκείνης. Παρά την είσοδό μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν ενστερνιστήκαμε τις αρχές λειτουργίας των σύγχρονων ευρωπαϊκών δημοκρατιών. Ο κρατικός μηχανισμός δεν θα πρέπει να θεωρείται το έπαθλο της εκλογικής νίκης, ούτε οι αποφάσεις των πολιτικών να υποτάσσονται στην σκοπιμότητα της επανεκλογής. Αντί του «ή αυτοί ή εμείς» θα πρέπει να δεχθούμε το «και αυτοί και εμείς».
Τα επιτυχή στρατιωτικά κινήματα [Αθήνα (3ης Σεπτεμβρίου 1843), Γουδή (15 Αυγούστου 1909), Εθνικής Αμύνης 1916, Αθήνα (13 Σεπτεμβρίου 1922)[9]], παρουσιάσθηκαν ως «επαναστάσεις», οι οποίες κρίθηκαν επιβεβλημένες για την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων, δημιουργώντας ένα κακό προηγούμενο. Την περίοδο από το 1923 έως το 1936 εκδηλώθηκαν 6 στρατιωτικά κινήματα. Όλα, μέχρι και τα τελευταία της 21ης Απρ. 1967 και της 25ης Νοεμβρίου 1973,[10] πραγματοποιήθηκαν στο όνομα της σωτηρίας της πατρίδος.
Θα είχαμε αποτρέψει πολλές καταστροφές και θα είχαμε επιτύχει πολύ περισσότερα ως έθνος, εάν θέταμε το συμφέρον της πατρίδος υπεράνω του ατομικού και κομματικού συμφέροντος,. Η οικονομική κατάρρευση του 2015 υπήρξε αποτέλεσμα αυτών των παθογενειών. Η πανδημία που ενέσκηψε από το Φεβρουάριο του 2020, ανέδειξε την απουσία της ατομικής ευθύνης και της ενσυνείδητης υπακοής σε κανόνες που αφορούν την προστασία του κοινωνικού συνόλου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να χάνονται χιλιάδες ζωές στον βωμό της πιο απύθμενης ανθρώπινης ανοησίας και των πλέον οπισθοδρομικών αντιλήψεων από όλους εκείνους που απορρίπτουν συλλήβδην τα επιστημονικά δεδομένα, ενώ υιοθετούν άκριτα τις πιο παράλογες θεωρίες συνομωσιών.
[1] Τον Σεπτέμβριο του 1947, ο Κωνσταντίνος Τσαλδάρης πρόεδρος του Κόμματος των Λαϊκών, δέχθηκε αναλάβει Πρωθυπουργός στην κυβέρνηση συνασπισμού ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, πρόεδρος του Κόμματος των Φιλελευθέρων, παρότι ο πρώτος διέθετε την απόλυτη πλειοψηφία. Η κίνηση συμφιλιώσεως των δύο παραδοσιακά αντιπάλων παρατάξεων, έγινε για την αντιμετώπιση της ενόπλου κομμουνιστικής ανταρσίας.
[2] Ο Α΄ΠΠ( Ιούλ. 1914-11 Νοεμ. 1918), ή ο Μεγάλος Πόλεμος (Great War), υπήρξε μια γενικευμένη σύγκρουση μεταξύ της συμμαχίας της Αντάντ, της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου ή οποία ονομάζονταν «Εγκάρδια Συνεννόηση» (Entente Cordiale), [στην Ανταντ προσχώρησαν κατόπιν η Ρωσία, η Ιταλία(Ιανουάριος 1915) και τέλος οι ΗΠΑ(1917)] και των Κεντρικών Δυνάμεων, καλούμενες και Τριπλή Συμμαχία (Γερμανία, Αυστροουγγαρία και Οθωμανική Αυτοκρατορία, στην οποία προσχώρησε στην συνέχεια και η Βουλγαρία). Οι απώλειες του πολέμου ανήλθαν σε 8,5 εκατ. νεκρούς στρατιωτικούς και 14,5 εκατ. αμάχους. Τέσσερις αυτοκράτορες εκθρονίστηκαν: Ο Τσάρος της Ρωσίας, ο Γουλιέλμος Κάιζερ της Γερμανίας, ο Ιωσήφ της Αυστροουγγαρίας, ο Σουλτάνος της Τουρκίας.
[3] Την εποχή εκείνη ο Αρχηγός του Επιτελείου δεν ήταν και ο ανώτατος διοικητής του στρατού, όπως ισχύει σήμερα. Η Επιτελική Υπηρεσία του Στρατού, συγκροτήθηκε μετά την αναδιοργάνωση του 1914 και είχε 4 Διευθύνσεις (Α΄ Επιχειρήσεις, Β΄ Επιστράτευση-Μεταφορές, Γ΄ Εκπαίδευση-Κανονισμοί, Δ΄ Πληροφορίες). Υπαγόταν στον Αρχηγό του Στρατού.
[4] Πρόκειται για τις συνθήκες Λονδίνου, Βουκουρεστίου και Αθηνών που υπεγράφησαν το 1913.
[5] Την 10η Φεβρ. 1906 η Μεγάλη Βρετανία καθέλκυσε το περίφημο θωρηκτό Ατρόμητος (Dreadnaught-Ντρέντνωτ). Ήταν το πρώτο πολεμικό πλοίο με 10 τηλεβόλα μεγάλου διαμετρήματος (300 χιλ), τοποθετημένα ανά δύο σε 5 πυργίσκους, με δυνατότητα να βάλλουν και από τις δύο πλευρές. Το πλοίο διέθετε ισχυρότερη θωράκιση και κινείτο με την βοήθεια 4 ατμοστροβίλων ισχύος 22.500 ίππων, γεγονός το οποίο το καθιστούσε το ταχύτερο θωρηκτό της εποχής του. Ο Ατρόμητος ανέτρεψε τη ναυτική ισορροπία ισχύος της εποχής και έδωσε το όνομα του σε μία καινούργια κλάση θωρηκτών τα οποία έσπευσαν να ναυπηγήσουν οι μεγάλες ναυτικές δυνάμεις της εποχής.
[6] Το 1914, η ελληνική κυβέρνηση παρήγγειλε από τα Γερμανικά ναυπηγεία Vulkan ένα θωρηκτό τύπου «ντρέντνωτ», 19.500 τόνων, με 8 πυροβόλα των 350 χιλ και ταχύτητα 23 κόμβων, συνολικού κόστους 1,7 εκατ. λιρών. Του δόθηκε το όνομα «Σαλαμίς» αντί του αρχικού «Βασιλεύς Κωνσταντίνος». Από τα ίδια ναυπηγεία παραγγέλθηκαν επιπλέον 6 τορπιλοβόλα. Οι Γερμανοί διέκοψαν αυτεπάγγελτα την κατασκευή του πλοίου δίνοντας προτεραιότητα στο δικό τους ναυτικό. Μετά την λήξη του πολέμου η Ελλάδα δεν δέχθηκε να παραλάβει το ημιτελές σκάφος. Τα ναυπηγεία κατέθεσαν αγωγή κατά του ελληνικού δημοσίου, για την μη πληρωμή εργασιών που τους ζητήσαμε. Η διαμάχη έληξε το 1932 εις βάρος μας, με αποτέλεσμα να πληρώσουμε 30.000 λίρες πέραν των 450.000 που είχαμε ήδη καταβάλει, χάνοντας επιπλέον την προκαταβολή ύψους 11,5 εκατ. δραχμών. Το πλοίο παρέμεινε στην ιδιοκτησία των ναυπηγείων
[7] Φιλοβασιλικές παραστρατιωτικές οργανώσεις που είχε δημιουργήσει ο Μεταξάς.
[8] Ο Δημήτριος Γούναρης, ο Κωνσταντίνος Έσλιν, ο Σπύρος Μερκούρης, ο Γεώργιος Πεσματζόγλου, ο Ιώνας Δραγούμης, ο Ιωάννης Μεταξάς, ο Βίκτωρ Δούσμανης και άλλοι.
[9] Συνταγματάρχες Πεζικού Νικόλαος Πλαστήρας και Στυλιανός Γονατάς, Αντιπλοίαρχος Δημήτριος Φωκάς.
[10] Ανατροπή του Γεωργίου Παπαδοπούλου από τον Ταξίαρχο Δημήτριο Ιωαννίδη.