Στις αρχές της άνοιξης ένα εντυπωσιακό φυτό κάνει αισθητή την παρουσία του σ’ όλη την Ελλάδα: είναι ο Νάρθηκας (ferula communis), που μοιάζει πολύ με το μάραθο, αλλά είναι δηλητηριώδης.
Μολονότι τοξικό, το φυτό έχει ιδιότητες που το καθιστούν εξαιρετικά χρήσιμο και ίσως γι αυτό είχε σημαντική θέση στην αρχαία Ελληνική μυθολογία αλλά και στη λατρεία.
Ο Νάρθηκας είναι πολυετής μεγάλος θάμνος που το ύψος του κυμαίνεται από ένα έως τέσσερα μέτρα, εύρωστος με μεγάλη ταξιανθία πολυδιακλαδισμένη.
Έχει χονδρό, κυλινδρικό βλαστό, με λεπτές ραβδώσεις, εσωτερικά κούφιο, φύλλα πολύ μεγάλα. Ανήκει στην ίδια δηλαδή οικογένεια με το Σέλινο, το Γλυκάνισο, το Μαϊντανό και τον Άνηθο με τον οποίο μοιάζουν πολύ.
Το συναντούμε με τις κοινές ονομασίες, Άρτηκας, Νάρθηκας, Κουφόξυλο, Καλάγκαθας, Ανάθρηκα (Κύπρο), Βανούνες κ.ά.
Το εσωτερικό του βλαστού του νάρθηκα είναι πλούσιο σε εντεριώνη η οποία έχει την ιδιότητα να καίγεται αργά. Για αυτό τον λόγο ο Προμηθέας όπως ο Προμηθέας έκλεψε την φωτιά από τους θεούς και την παρέδωσε στους ανθρώπους μέσα σε έναν αποξηραμένο βλαστό νάρθηκα.
Ο Δίας ως γνωστό, δεν άφησε ατιμώρητο τον Προμηθέα, για το Θεικό δώρο που πρόσφερε στους ανθρώπους. Τον αλυσόδεσε στον Καύκασο κι ένας αετός του έτρωγε κάθε μέρα το συκώτι, που ξαναγινόταν τη νύχτα, αφού ο Προμηθέας ανήκε στους Τιτάνες και ήταν αθάνατος.
Όταν ο Προμηθέας ελευθερώθηκε από τον Ηρακλή, διάλεξε ένα άλλο δημοφιλές φυτό της Ελληνικής χλωρίδας, τη λυγαριά, και με τα κλαριά της, που είναι πολύ ανθεκτικά, έπλεξε ένα στεφάνι για να θυμάται τα δεσμά του.
Ο νάρθηκας είχε συνδεθεί από τους αρχαίους Έλληνες και με τις Διονυσιακές λατρευτικές τελετές. Οι «θύρσοι» ήταν ένα είδος μπαστουνιού από νάρθηκα ο οποίος συχνά απεικονίζεται δεμένος με κορδέλα ή πλεγμένος με κισσό, ενώ στην κορυφή του είχε σφηνωμένο ένα κουκουνάρι. Τους θύρσους βαστούσαν στις τελετές οι συνοδοί του Διονύσου και κυρίως οι Μαινάδες.
Στην Ελληνική μυθολογία οι Μαινάδες ήταν νύμφες που παρουσιάζονται ως ακόλουθοι του θεού Διονύσου. Αναφέρονται κυρίως ως τροφοί του Διονύσου και ταυτίζονται με τις Βάκχες.
Φορούσαν νεβρίδες (ελαφρά φορέματα από δέρμα νεβρού, δηλαδή ελαφιού), ή δέρμα πάνθηρα, φόραγαν στεφάνι από κισσό, σμίλακα (βότανο) και κρατούσαν τον θυρσό.
Το κυριότερο χαρακτηριστικό των Μαινάδων ήταν η εκστατική μανία, δηλαδή η πέραν της λογικής υπερκινητική και βίαιη συμπεριφορά. Οι βόστρυχοι των µαλλιών, ο χορός, η ζώνη, τα πέπλα, ο θύρσος, η παράλογη αίσθηση δύναµης είναι χαρακτηριστικά γνωρίσµατα των βακχών και της οργιαστικής λατρείας.
Στις Βάκχες, την τραγωδία του Ευριπίδη, Μαινάδα χρησιμοπιεί τον θυρσό, για να αναβλύζει κρασί μέσα από τη γη κατά τα εκστατικά τους όργια:
«Μια τους χτυπά ένα βράχο με το θύρσο και δροσερό νερό αναβρύζει· μια άλλη αγγίζει με το θύρσο της το χώμα κι ο θεός εκεί κρασιού μια βρύση ανοίγει…» Βάκχαι 704-7.
Το μαλακό εσωτερικό του και η ευλυγισία του ξερού βλαστού ενός νάρθηκα αξιοποιήθηκε από τους αρχαίους Ελληνες και με έναν άλλο τρόπο.
Το άνοιγαν κατά μήκος και το τοποθετούσαν για να περιβάλλουν και να ακινητοποιήσουν κάποιο ανθρώπινο μέλος που είχε υποστεί κάταγμα. Για το λόγο αυτό σήμερα, κάθε προστατευτικό που ακινητοποιεί ένα μέλος, εκτός από το γύψο, ονομάζεται συνήθως «νάρθηκας».
Ο Λουκιανός αναφέρει πως τον νάρθηκα τον χρησιμοποιούσαν επίσης ως μικρών διαστάσεων θήκη για τη φύλαξη μύρων και φαρμάκων. Σε μια τέτοια θήκη ο Μέγας Αλέξανδρος είχε μαζί του τα Ομηρικά κείμενα, όπως αναφέρουν ο Στράβων και ο Πλούταρχος.
Νάρθηκας ονομάζεται και ο πρόναος στους ορθόδοξους ναούς, ίσως από το σχήμα του που μπορεί να μοιάζει με την ξύλινη θήκη για μύρα και φάρμακα, ή ίσως λόγω συχέτισης με τις Διονυσιακές τελετές.
Τον Νάρθηκα τον χρησιμοποιούσαν επίσης παλαιότερα οι ναυτικοί με τον ίδιο τρόπο που τον χρησιμοποίησε και ο Προμηθέας. Τον άναβαν σε μια άκρη του με αποτέλεσμα το εσωτερικό του να καίγεται πάρα πολύ αργά, σαν την καύτρα του τσιγάρου. Ετσι διατηρούσαν τη φωτιά στα ταξίδια τους.