Διαβάστε τους πέντε παρακάτω μύθους της αρχαίας μυθολογίας, οι οποίοι αποδεικνύουν ότι οι πρόγονοί μας είχαν, πέραν όλων των άλλων, πάρα μα πάρα πολλή φαντασία.
Ο μύθος του Περσέα και των Γραιών
Τον μύθο του Περσέα, του νεαρού από τη Σέριφο που έταξε στον Βασιλιά το κεφάλι της Μέδουσας, την οποία κατάφερε να σκοτώσει με το τέχνασμα της αντανάκλασης, λίγο-πολύ τον γνωρίζουμε όλοι. Αυτό που δεν γνωρίζουμε, είναι πως από την υπόσχεση του Περσέα στον Βασιλιά μέχρι τον θάνατο της Μέδουσας, μεσολάβησε μια περιπέτεια με φοβερές και τρομερές μορφές της μυθολογίας. Η θεά Αθηνά ανέλαβε να βοηθήσει τον απογοητευμένο από το αδύνατο της αποστολής του Περσέα, πηγαίνοντάς τον στις Ναϊάδες. Οι νύμφες του υγρού στοιχείου τον προίκισαν με φτερωτά σανδάλια και με ένα κράνος που τον έκανε αόρατο. Ξεκίνησε έτσι να βρει την Μέδουσα, αλλά οι μόνες που γνώριζαν πού βρίσκεται ήταν οι Γραίες. Αυτές οι τρεις εφιαλτικές οντότητες της μυθολογίας ήταν θεές με τη μορφή γερασμένων γυναικών. Την ζοφερή της εμφάνιση ολοκλήρωναν τα εκ γενετής φαλακρά τους κεφάλια και το γεγονός πως είχαν από κοινού μόνο ένα μάτι και ένα δόντι, τα οποία δανείζονταν με τη σειρά. Μία εξ αυτών λοιπόν κάθε φορά έπαιρνε το μάτι τους και φυλούσε την σπηλιά τους, αλλά την στιγμή που η επόμενη Γραία άλλαζε… βάρδια και έπαιρνε με τη σειρά της το μάτι, και οι τρεις τους ήταν τυφλές. Αυτό το δευτερόλεπτο της αλλαγής εκμεταλλεύτηκε ο Περσέας που παραμόνευε, άρπαξε το μάτι και τους δήλωσε πως θα τους το επιστρέψει μόνο αν του πουν πού κρύβεται η Μέδουσα. Όπως και τελικά έγινε…
Ο Φινέας και οι Άρπυιες
Ο Φινέας ήταν ο βασιλιάς της Θράκης και του Βόσπορου, και τύχαινε να είναι επίσης και πολύ γνωστός μάντης της περιοχής. Ήταν τόσο καλός στους χρησμούς του, που ο μύθος αναφέρει ότι ο Δίας οργίστηκε φοβερά, γιατί ο Φινέας αποκάλυπτε στους ανθρώπους λεπτομερώς όλα τα σχέδιά του. Φρόντισε λοιπόν να τον τιμωρήσει: Αρχικά, έριξε τον κεραυνό του και τον τύφλωσε. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τον Φινέα να συνεχίσει την δουλειά του ως τυφλός μάντης. Έτσι, ο Δίας πέρασε στην επόμενη «πίστα»: Έστειλε στα μέρη τους τις Άρπυιες, πέντε μυθολογικά όντα με σώμα πουλιού και κεφάλι γυναίκας. Αυτές, κάθε φορά που ο Φινέας ετοιμαζόταν να φάει, άρπαζαν το φαγητό του ή του έριχναν… κουτσουλιές, προφανώς για να του «τη σπάσουν» και να τον κρατήσουν για πάντα πεινασμένο και εξαθλιωμένο. Από αυτό το βασανιστήριο προσπάθησαν να τον απαλλάξουν οι διερχόμενοι Αργοναύτες. Δύο εξ αυτών, οι γοργοπόδαροι Καλάις και Ζήτης, ήταν «γραφτό» από χρησμό να κυνηγήσουν τις Άρπυιες και είτε να τις πιάσουν και να τις σκοτώσουν, είτε να αποτύχουν και να σκοτωθούν. Τελικά, προς μεγάλη δυσφήμηση των χρησμών, τίποτα από τα δύο δεν έγινε: Αργοναύτες και Άρπυιες ήρθαν σε συμβιβασμό: Οι πρώτοι τους χάρισαν τη ζωή, και οι δεύτερες συμφώνησαν να μεταναστεύσουν στην Κρήτη και να μην ξαναενοχλήσουν τον Φινέα. Ο τυφλός μάντης, για να τους ευχαριστήσει, τους αποκάλυψε πώς να περάσουν με ασφάλεια τις Συμπληγάδες.
Ο μύθος των Αλκυονίδων
Όταν στην καρδιά του χειμώνα ξαφνικά εμφανίζονται κάποιες ημέρες ηλιόλουστες, λέμε πως έφτασαν οι Αλκυονίδες ημέρες. Γνωρίζατε όμως τον μύθο πίσω από την ονομασία αυτή; Στην ελληνική μυθολογία, η Αλκυόνη, κόρη του Αιόλου, ζούσε ευτυχισμένη με τον Κύηκα πλάι στη θάλασσα. Η ευτυχία τους ήταν τόση, που κάποια στιγμή θεώρησαν εαυτούς ισάξιους αθάνατων θεών. Κάτι τέτοιο, όπως είναι αναμενόμενο, εξόργισε το δωδεκάθεο. Όταν μάλιστα το ζεύγος άρχισε να αλληλοαποκαλείται με τα ονόματα του Δία και της Ήρας αντί για τα δικά τους, ο Ζευς περίμενε να σαλπάρει ο Κύηκας μια μέρα, και έριξε κεραυνό στο καράβι του. Η Αλκυόνη παρακολουθούσε το ναυάγιο από μακριά και στη θέα του συζύγου της να πνίγεται, όρμηξε στη θάλασσα από ψηλό βράχο για να σκοτωθεί. Εκείνη την ώρα, οι θεοί άλλαξαν γνώμη και τους λυπήθηκαν, και τους μεταμόρφωσαν σε πουλιά, με το όνομα αλκυόνες. Ως πουλιά με λαμπερά γαλάζια φτερά πια, το ζευγάρι εξακολούθησε να ζει δίπλα στην ακτή, και να γεννά τα αυγά του μέσα στη βαρυχειμωνιά. Η μανιασμένη θάλασσα όμως κατέστρεφε τα αυγά τους, κι έτσι σε μια τελευταία ένδειξη συμπόνιας, ο Δίας αποφάσισε να φέρνει κάθε χρόνο, μέσα στον χειμώνα, λίγες ημέρες ήλιου και καλοκαιρίας για να μπορέσει η αλκυόνα να κλωσήσει τα αυγά της. Εξ ου και οι Αλκυονίδες ημέρες.
Ο μύθος της Έμπουσας
Αυστηρή και παράξενη, η Εκάτη ήταν χθόνια θεότητα των αρχαίων Ελλήνων, στην οποία αποδίδονταν μαγικές δυνάμεις – λεγόταν μάλιστα θεά της μαγικής τέχνης του Κάτω Κόσμου. Μέσα στα «μαγικά» της, φρόντισε να κάνει κι αυτό: Να δημιουργήσει την Έμπουσα, ένα πλάσμα-φάντασμα που έστελνε η θεά ως προάγγελο δυστυχιών, και που τρόμαζε τους ταξιδιώτες. Η Έμπουσα παρουσιαζόταν ως αγελάδα, πτηνό, όμορφη γυναίκα, σκύλος, δέντρο, πέτρα κλπ, ενώ στην κανονική της μορφή – όσο κανονική μπορεί κανείς να την πει – είχε πρόσωπο πύρινη, που έλαμπε, ένα χάλκινο πόδι και ένα πόδι γαϊδάρου. Ο μύθος μάλιστα την ήθελε να τρέφεται με ανθρώπινες σάρκες – τα σαρκοφόρα έντομα «εμπουσίδες» μάλιστα οφείλουν σ’ αυτήν το όνομά τους. Σύμφωνα με τη μυθολογία, την Εμπούσα μπορούσε κανείς να την αντιμετωπίσει μόνο με συγκεκριμένες, άγριες βρισιές, στο άκουσμα των οποίων έφευγε τσιρίζοντας. Οι πιο σκοτεινές πτυχές της μυθολογίας, την θέλουν να μεταμορφώνεται σε όμορφη κοπέλα, να ξελογιάζει άνδρες, να ξαπλώνει μαζί τους και κατά την διάρκεια του μεσημεριανού τους ύπνου να τους ρουφά την «ζωή» από μέσα τους. Αυτές τις ιδιότητες – ή έστω, χωρίς τις πιο μακάβριες πλευρές του – χρησιμοποιούσαν οι μητέρες της αρχαιότητας για να πείσουν τα άτακτα παιδιά να φάνε το φαγητό τους και να μείνουν φρόνιμα. Εμπούσα, επίσης, αποκαλούσαν κοροϊδευτικά οι Αθηναίοι την μητέρα του γνωστού ρήτορα Αισχίνη, η οποία ήταν ιέρεια των Μυστηρίων, και τα βράδια εμφανιζόταν ξαφνικά μπροστά στους μυούμενους και τους τρόμαζε.
Η γέννηση και ο θάνατος του Ασκληπιού
Ο περίφημος «θεραπευτής θεός», όπως τον λάτρευαν στην αρχαία Ελλάδα, Ασκληπιός, είχε –σύμφωνα πάντα με τον μύθο – γέννηση εξίσου τραγική με τον θάνατό του. Η θνητή μητέρα του, Κορωνίδα, πλάγιασε με τον θεό Απόλλωνα και έμεινε έγκυος στον Ασκληπιό. Εν τω μεταξύ, όμως, γνώρισε στη Θεσσαλία και έναν άλλο άνδρα, που θεωρήθηκε πατέρας του εμβρύου. Όταν έμαθε τα μαντάτα ο Απόλλωνας, θύμωσε τόσο πολύ, που ξέσπασε στο κατάλευκο αγγελιοφόρο του πτηνό, τον λευκό κόρακα. Από την κατάρα, ο κόρακας έγινε μαύρος, και έμεινε έτσι έκτοτε. Στη συνέχεια, έβαλε την αδερφή του την Άρτεμη να σκοτώσει με βέλος αυτό τον άνδρα και έκαψε στην πυρά την Κορωνίδα. Εμφανίστηκε όμως, σαν από μηχανής θεός, την τελευταία στιγμή, και έβγαλε από το φλεγόμενο σώμα της τον νεογέννητο Ασκληπιό. Εκείνος, έμελλε να γίνει μεγάλος ιατρός-θεραπευτής με φοβερές ικανότητες, που έφτασαν μέχρι και την θεραπεία πολλών Αργοναυτών, αλλά και την ανάσταση από τον θάνατο άλλων τόσων. Αυτό ήταν κάτι που δεν εκτίμησε ιδιαίτερα ο θεός του Κάτω Κόσμου, Πλούτωνας, που βλέποντας την πελατεία του να μειώνεται, έριξε τον κεραυνό του Δία και σκότωσε τον Ασκληπιό. Ο Απόλλωνας, για να εκδικηθεί τον θεό του Άδη, σκότωσε τους Κύκλωπες, που είχαν χαρίσει στον Δία τον θανατηφόρο κεραυνό. Για να επανέλθει η ισορροπία στις τάξεις του Ολύμπου, ο Ασκληπιός, ταυτόχρονα με τον Ηρακλή, έγινε δεκτός μετά θάνατον στο παλάτι του Δωδεκάθεου.