Όσοι Γανδάριοι (κάτοικοι σημερινού Παντζάμπ στην Ινδία) ανατολικά του Υδραώτη δεν συνθηκολόγησαν εξ αρχής, ο Αλέξανδρος τους υπέταξε δια της βίας.
Όταν πληροφορήθηκε ότι οι Καθαίοι, οι Μαλλοί και οι Οξυδράκες ή Συδράκες, που είχαν τη φήμη γενναίων πολεμιστών, ετοιμάζονταν για αντίσταση κινήθηκε γρήγορα εναντίον των Καθαίων (Κσατρίγια) οι οποίοι όπως ελέγετο έκαιγαν και τις γυναίκες μαζί με τους νεκρούς άντρες τους και αφού διέβη τον Υδραώτη έφτασε σε μία πόλη των Αδραϊστών (Αντρίστα) τα Πίμπραμα όπου οι κάτοικοι συνθηκολόγησαν και τον ακολούθησαν ως σύμμαχοι.
Την επομένη ο Αλέξανδρος ξεκίνησε για τα Σάγγαλα (Λαχώρη ή Αμριτσάρ) όπου είχαν συγκεντρωθεί οι Καθαίοι και ορισμένοι γείτονές τους. Είχαν οχυρωθεί σε ένα λόφο μπροστά από την πόλη, όπου γύρω του είχαν τοποθετήσει άμαξες σε τρεις ομόκεντρους κύκλους δημιουργώντας έτσι τριπλό χάρακα. Ο Αλέξανδρος έστειλε αμέσως ιπποτοξότες, για να τους πλήξουν από μακριά και να τους εμποδίσει να κάνουν έξοδο, όσο εκείνος παρέτασσε τις δυνάμεις του. Στο δεξιό κέρας τοποθέτησε το άγημα, την ιππαρχία του Κλείτου, τους υπασπιστές και τους Αγριάνες.
Στο αριστερό κέρας παρέταξε τον Περδίκκα με την ιππαρχία του και τις τάξεις των πεζεταίρων. Οι τοξότες κάλυψαν τα άκρα των δύο κεράτων. Όταν δε έφτασε και η οπισθοφυλακή ενίσχυσε με τους πεζούς και ιππείς την υπάρχουσα παράταξη και αφού πήρε θέση στο δεξί κέρας επιτέθηκε. Όταν όμως οι Ινδοί δεν του έκαναν τη χάρη να βγουν από τον χάρακα και να αντεπιτεθούν αλλά ανέβηκαν πάνω στις άμαξες και εξαπέλυαν τα τοξεύματά τους από ψηλότερο σημείο, τότε ο Αλέξανδρος διαπίστωσε ότι το ιππικό δεν ήταν αποτελεσματικό όπλο σ’ αυτήν τη φάση. Ξεπέζεψε λοιπόν και οδήγησε τη φάλαγγα κατά των Καθαίων.
Τους έδιωξαν εύκολα από τον πρώτο χάρακα, αλλά τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα στον δεύτερο. Οι Ινδοί συμπτύχθηκαν σε μικρότερη περίμετρο και πύκνωσαν τις τάξεις τους. Οι Μακεδόνες έπρεπε να μετακινούν τις άμαξες του πρώτου χάρακα, να χαλάνε τον συνασπισμό της φάλαγγας και να χώνονται στα διάκενα των αμαξών όπως – όπως. Παρά ταύτα έδιωξαν τους Καθαίους κι από τον δεύτερο χάρακα. Τότε εκείνοι δεν συμπτύχθηκαν στον τρίτο, αλλά υποχώρησαν στην πόλη και κλείστηκαν στα τείχη.
Ο Αλέξανδρος στρατοπέδευσε γύρω από την πόλη. Η περίμετρος των τειχών της ήταν μεγάλη και το στρατόπεδο δεν την κάλυπτε όλη. Μπροστά από ένα μέρος του αφρούρητου τμήματος υπήρχε μία ρηχή λίμνη, γύρω από την οποία έβαλε φρουρές του ιππικού, διότι περίμενε ότι οι Καθαίοι θα επιχειρούσαν να διαφύγουν τη νύχτα. Πράγματι έτσι έγινε. Το ιππικό επιτέθηκε, κατέσφαξε τους πρώτους και οι υπόλοιποι ξανακλείστηκαν στα τείχη. Οι Μακεδόνες έφτιαξαν διπλό χάρακα μπροστά από το τμήμα του τείχους, που δεν κάλυπτε το στρατόπεδο κι η λίμνη, τοποθέτησαν καλύτερες φρουρές γύρω της και έφεραν τις πολιορκητικές μηχανές κοντά στα τείχη.
Ο χάλκινος “κριός” είναι η μοναδική στο είδος πολιορκητική μηχανή, που έχει διασωθεί από την αρχαιότητα. Έχει σχήμα ορθογωνίου παραλληλεπιπέδου. Η μία στενή πλευρά απολήγει σε μεγάλα δόντια και στην άλλη προσαρμοζόταν ο ξύλινος στειλεός, που δεν διατηρήθηκε. Σε κάθε πλατιά πλευρά του διακοσμείται με κεφαλή κριού. Στη διακόσμηση αυτή οφείλει και την ονομασία του. Τα δόντια είναι λυγισμένα και φθαρμένα, γεγονός που φανερώνει ότι είχε χρησιμοποιηθεί ως πολιορκητική μηχανή πριν αφιερωθεί στο ιερό του Δία της Ολυμπίας. Χρονολογείται στο πρώτο μισό του 5ου αι. π. Χ. και ίσως είναι σικελικού εργαστηρίου.
Τότε κάποιοι αυτόμολοι ενημέρωσαν τον Αλέξανδρο ότι οι πολιορκούμενοι θα επιχειρούσαν έξοδο εκείνο το βράδυ από την πλευρά της λίμνης. Εκείνος έδωσε στον Πτολεμαίο του Λάγου τρεις χιλιαρχίες υπασπιστών, όλους τους Αγριάνες, μία τάξη τοξοτών και του ανέθεσε να επιτηρεί το σημείο, που φαινόταν καταλληλότερο ως διάδρομος διαφυγής των Καθαίων. Ο Πτολεμαίος ολοκλήρωσε γρήγορα την κατασκευή του χάρακαμεταξύ τείχους και λίμνης και τοποθέτησε τις άμαξες των Καθαίων έτσι, ώστε να νομίσουν ότι είναι πολλά τα αδιάβατα και φρουρούμενα σημεία και να πέσουν στην ενέδρα. Όλη αυτή η δουλειά τελείωσε τη νύχτα. Κατά την τέταρτη βάρδια οι Καθαίοι επιχείρησαν έξοδο. Άνοιξαν τις πύλες στην πλευρά της λίμνης, αλλά ο Πτολεμαίος τους κατέκοψε και τους ανάγκασε να ξανακλειστούν στα τείχη αφήνοντας πίσω τους 500 νεκρούς.
Τότε έφτασε κι ο Πώρος με 5.000 Ινδούς και τους ελέφαντες, που είχε στρατολογήσει. Είχαν συναρμολογηθεί και οι πολεμικές μηχανές και πλησίαζαν στα τείχη. Ωστόσο δεν πρόλαβαν να χρησιμοποιηθούν, διότι η φάλαγγα είχε υποσκάψει το πλίνθινο τείχος, που κατέρρευσε σε πολλά σημεία, και με μία γενική έφοδο οι Μακεδόνες ανέβηκαν από παντού στα τείχη και κυρίευσαν την πόλη. Κατά την άλωση σκοτώθηκαν πάνω από 17.000, αιχμαλωτίσθηκαν πάνω από 70.000 Καθαίοι και μεταξύ της λείας ήταν 300 άρματα και 500 ίπποι. Η στρατιά του Αλεξάνδρου είχε συνολικά λιγότερους από 100 νεκρούς, αλλά πάνω από 1.200 τραυματίες, μεταξύ των οποίων και ο σωματοφύλακας Λυσίμαχος, ο μετέπειτα βασιλιάς των ευρωπαϊκών εδαφών.
Ο Αλέξανδρος έθαψε τους νεκρούς του με τις καθιερωμένες τιμές και έστειλε τον γραμματέα Ευμένη στις άλλες δύο πόλεις, που είχαν οργανωθεί για αντίσταση, μηνύοντας στους υπερασπιστές τους ότι αν παρέμεναν στις θέσεις τους και τον δέχονταν φιλικά, δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα.
Όμως για άλλη μια φορά οι Ινδοί εγκατέλειψαν τις πόλεις τους και πήραν το δρόμο της προσφυγιάς. Φαίνεται ότι, είτε δεν πίστεψαν τον Ευμένη, είτε δεν είχαν σκοπό να παραδοθούν, αλλά μετά την άλωση των Σαγγάλων δεν τολμούσαν και να προβάλουν αντίσταση. Τότε ο Αλέξανδρος του καταδίωξε, αλλά δεν τους πρόφτασε. Φτάνοντας στα άκρα την ανηλεή τακτική, που είχε υιοθετήσει ήδη από την Περσία, εκτέλεσε τους περίπου 500 αρρώστους, που είχαν μείνει πίσω, όπως είχε κάνει κι ο Δαρείος στους δικούς του τραυματίες στην Ισσό.
Μετά επέστρεψε και ως τιμωρία για την αντίσταση κατέσκαψε τα Σάγγαλα, τα οποία θα ανοικοδομούσαν αργότερα οι Διάδοχοι ως Ευθυδήμεια. Παρέδωσε την περιοχή στους Ινδούς συμμάχους του, ως ανταμοιβή που είχαν παραδοθεί με τη θέλησή τους, στέλνοντας έτσι ένα σαφέστατο μήνυμα προς τους ανυπότακτους ακόμη Ινδούς. Ανέθεσε στον Πώρο να εγκαταστήσει φρουρές στις πόλεις, που είχαν υποχρεωθεί να παραδοθούν, και προέλασε κατά των εθνών πέρα από τον Ύφασι.
Σύμφωνα με τον Διόδωρο και τον Κούρτιο οι δύο τελευταίοι βασιλείς, που παραδόθηκαν στη δυτική όχθη του Ύφασι, ήταν ο Σοφίτης ή Σωπείθης κι ο Φηγέας. Σύμφωνα με τον Αρριανό το βασίλειο του Σωπείθη δεν ήταν στον Ύφασι αλλά στον Υδάσπη και υποτάχθηκε όταν ο Αλέξανδρος άρχισε την κάθοδο προς τη θάλασσα.