Αθήνα 393 ή 392 π.Χ. Η πόλη κερδίζει σιγά-σιγά λίγη από τη δόξα που έχασε στα μαύρα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου, ενώ οι πολίτες της, χάρη κυρίως στη γενναία οικονομική ενίσχυση του Σατράπη της Φρυγίας, Φαρνάβαζου, βλέπουν φως αισιοδοξίας στον ορίζοντα.
Τότε είναι που ο Αριστοφάνης παρουσιάζει την προτελευταία κωμωδία του, τις «Εκκλησιάζουσες».
Σύμφωνα με την υπόθεση του έργου, οι γυναίκες, για να γλιτώσουν το Δήμο από την κακοδαιμονία στην οποία τον καταδίκασαν οι άνδρες, παίρνουν στα χέρια τους την εξουσία και επιβάλλουν το πρόγραμμά τους, την κοινοκτημοσύνη δηλαδή των αγαθών αλλά και των ερωτικών συντρόφων. Ο ποιητής με το έργο του αυτό σατιρίζει τις ρηξικέλευθες ιδέες που υποστηρίζουν ορισμένοι επιφανείς συμπολίτες του, «βγάζοντας τη γλώσσα», ασφαλώς, και στον Πλάτωνα που ήδη τις συζητά στον κύκλο του για να τις διατυπώσει στην «Πολιτεία» του λίγα χρόνια αργότερα.
Η κωμωδία τελειώνει με φαγοπότι, κοινό βεβαίως για όλους τους πολίτες, στο οποίο προσφέρονται λαχταριστές και ακριβές τροφές, τις οποίες ο Αριστοφάνης περιγράφει με μία μόνο λέξη, που όμως καταλαμβάνει επτά ολόκληρους στίχους: «λεπαδοτεμαχοσελαχογαλεκρανιολειψανοδριμυποτριμματοσιλφιοτυρομελιτοκατακεχυμενοκιχλεπικοσσυφοφαττοπεριστεραλεκτρυονοπτεκεφαλιοκιγκλοπελειολαγωοσιραιοβαφητραγαλοπτερυγών».
Πρόκειται για ένα βασανιστικό γλωσσοδέτη -θα το διαπιστώσετε εύκολα αν προσπαθήσετε να απαγγείλετε τη λέξη- ενώ είναι βέβαιο ότι… οι ηθοποιοί της αρχαιότητας που έπρεπε να την εκφωνήσουν, θα κοπίασαν πολύ μέχρι να την αποστηθίσουν. Η ίδια… λέξη, από τα μέσα του 19ου αιώνα, αποτέλεσε σωστή σπαζοκεφαλιά για πολλούς φιλέρευνους φιλολόγους αλλά και ελληνομαθείς γαστρονόμους.
Κάποιοι θεώρησαν πως πρόκειται για την περιγραφή των συστατικών ενός και μόνο εδέσματος και πιο συγκεκριμένα μιας πίτας με θαλασσινά, πουλερικά και κρέατα, την οποία βάλθηκαν μάλιστα να παρασκευάσουν. Τα αποτελέσματα, ωστόσο, ήταν ολέθρια για την όρεξη όσων τη δοκίμασαν, αλλά και για την τσέπη των παρασκευαστών, καθώς πολλά από τα υλικά είναι δυσεύρετα.