Εφόσον οι Φαναριώτες συγκροτούσαν για τις ελληνικές κοινωνίες ένα είδος αριστοκρατίας και για να φανεί καλύτερα ο τρόπος ανάδυσής τους, κρίνεται σκόπιμο να γίνει σύντομη αναφορά στην πριν από τα μέσα του 17ου αιώνα κατάσταση στην Κωνσταντινούπολη. Η ευρύτατα διαδεδομένη άποψη είναι ότι λίγο πριν την Άλωση ή ακόμη και κατά τη νύχτα πριν το τελικό χτύπημα, τα περισσότερα μέλη των βυζαντινών οικογενειών διέφυγαν πρώτα στα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη και ή έμειναν εκεί ή πέρασαν στην ιταλική χερσόνησο και τη Δυτική Ευρώπη, κάνοντας μια δεύτερη καριέρα. Ωστόσο, κάποιοι παρέμειναν και ως εκ τούτου δεν μπορούμε να αναφερόμαστε άκριτα σε αφανισμό της βυζαντινής ελίτ από τον Οθωμανό κατακτητή. Έτσι, δεν έχουμε ρήξη στην ιστορική συνέχεια της βυζαντινής αριστοκρατίας, αλλά αναπροσαρμογή με βάση τα νέα πολιτικά δεδομένα.
Η πολιτική του σουλτάνου Μεχμέτ Β΄ δεν ήταν άσχετη με τη διαμόρφωση της νέας ελληνορθόδοξης αριστοκρατίας. Είναι γνωστό ότι ο ίδιος διατήρησε ή και προσέλαβε και μετά την Άλωση ελληνορθόδοξους συμβούλους για τις πολιτικές υποθέσεις της αυτοκρατορίας. Επίσης δημιούργησε ένα εργαστήριο αντιγραφής ελληνικών χειρογράφων, ενώ επάνδρωσε κι ένα τμήμα της κρατικής υπαλληλίας με Έλληνες γραφείς, προκειμένου να διεξαγάγουν την αλληλογραφία με τους δυτικούς (Ιταλούς κυρίως) ηγεμόνες, η οποία γινόταν στην ελληνική κατά βάση γλώσσα. Η εμφάνιση νέων προσώπων στο ηγετικό στρώμα του Ελληνισμού της Πόλης δεν σήμαινε ότι εξοντώθηκαν τα μέλη των βυζαντινών οικογενειών. Βρίσκουμε και στην Πόλη μετά την Άλωση μέλη βυζαντινών αρχοντικών οικογενειών να διατηρούν μια εξέχουσα θέση.
Τα πρόσωπα αυτά κινήθηκαν στον τομέα του εμπορίου και της εκμίσθωσης φόρων, επιχειρηματικά πεδία που ανοίγονταν γι’ αυτούς μετά την πολιτική αλλαγή του 1453. Μέλη των οικογενειών των Παλαιολόγων, των Καντακουζηνών, των Ράλληδων και των Χαλκοκονδύληδων συναντώνται στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα στις οθωμανικές πηγές ως εκμισθωτές δημοσίων προσόδων. Οι Καντακουζηνοί, από την άλλη, θα συνδέσουν την οικονομική τους δύναμη με τη συμμετοχή τους στα τεκταινόμενα στο πατριαρχείο, προβάλλοντας δικούς τους υποψηφίους κατά τον 16ο αιώνα. Μέλη, τέλος, αυτών των οικογενειών προσπάθησαν να διατηρήσουν την ηγετική τους θέση στη χριστιανική κοινωνία με τον εξισλαμισμό τους.
Έτσι ήταν υπαρκτό το φαινόμενο κάποιο μέλος της οικογένειας να γίνει μουσουλμάνος και κάποιο να διατηρεί τη χριστιανική του πίστη. Αυτό είχε όφελος και για τους δυο: ο μουσουλμάνος από τη μια ανερχόταν στα ύπατα αξιώματα της οθωμανικής ιεραρχίας. Αυτό συνέβαινε λόγω της πολιτικής του Μεχμέτ να εμπιστευτεί την ανώτατη θέση του μεγάλου βεζίρη (αλλά και άλλες λιγότερο υψηλές) σε εξισλαμισμένους ή μέλη του παιδομαζώματος. Οι χριστιανοί, απ’ την άλλη, ωφελούνταν, γιατί μέσω των συγγενών τους είχαν ευνοϊκές ρυθμίσεις ή μπορούσαν να λάβουν καλύτερους όρους για τις εμπορικές τους υποθέσεις. Μ’ αυτό τον τρόπο το κύρος και η συγκέντρωση πλούτου διαιωνίζονταν τόσο στην κοινωνία των κατακτητών όσο και των κατακτημένων.
Ο εμπλουτισμός της χριστιανικής αριστοκρατίας της Πόλης προήλθε και από τον αναγκαστικό εποικισμό χριστιανικών πληθυσμών στην οθωμανική πρωτεύουσα που ακολούθησε μετά την κατάκτηση ελληνικών περιοχών. Κυρίως η μεταφορά αριστοκρατικών οικογενειών από την Τραπεζούντα (που κατακτήθηκε το 1461) οδήγησε σε μια μίξη των κωνσταντινουπολιτών και των τραπεζούντιων αριστοκρατών, φέρνοντας κοντά οικογένειες που ήταν περήφανες για το βυζαντινό τους παρελθόν, αλλά προέρχονταν από διαφορετικά (βυζαντινά πάντως) κράτη. Στη δημιουργία των Ελλήνων αρχόντων στην Πόλη ουσιαστικό ρόλο έπαιξαν οι επιγαμίες μεταξύ γόνων της παλαιάς αριστοκρατίας και των νέων πλούσιων ανερχόμενων ατόμων. Μέχρι τα τέλη του 16ου αιώνα η κοινωνική ομάδα των αρχόντων δεν είχε συνδεθεί με το Φανάρι, αφού εξάλλου δεν είχε μεταφερθεί ακόμη το πατριαρχείο στη θέση που είναι μέχρι και σήμερα. Ο Γαλατάς ήταν η περιοχή των πλουσίων, όπου οι επιχειρηματικές δραστηριότητες ήταν πολυσύνθετες και πολλά υποσχόμενες.
Δημήτρης Παπασταματίου, Φωκίων Κοτζαγεώργης, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ, σ. 142-43.
Κείμενο: Φωκίων Κοτζαγεώργης