Oι βιολογικές διαφορές ανάμεσα στα κορίτσια και στα αγόρια που ανήκουν στο φάσμα του αυτισμού είναι υπαρκτές και θα πρέπει αμφότερα να αποτελούν αντικείμενο των μελετών
Tο φύλο του παιδιού παίζει βασικό ρόλο στη διάγνωση του φάσματος αυτισμού, με τα κορίτσια που ανήκουν στο φάσμα συχνά να υποδιαγιγνώσκονται. Αυτό αποτελεί κυρίως αποτέλεσμα της συμπεριφοράς των κοριτσιών, που επιτυγχάνουν να καλύψουν τα σημάδια αυτά -το λεγόμενο masking. Αλλαγές, όμως, παρατηρούνται και στην ανάπτυξη του εγκεφάλου μεταξύ των αγοριών και των κοριτσιών ηλικίας 2-13 ετών που ανήκουν στο φάσμα.
Σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Molecular Psychiatry, το πάχος του του εξωτερικού στρώματος του εγκεφάλου, του φλοιού, αλλάζει ανάλογα με το φύλο. Τα ευρήματα είναι αξιοσημείωτα, καθώς, από τη μία, η αναλογία διαγνώσεων για τα αγόρια και τα κορίτσια είναι 4 προς 1, και από την άλλη λίγες μελέτες έχουν ασχοληθεί με την ανάπτυξη του φλοιού στα κορίτσια με ΔΑΦ.
Το εξωτερικό στρώμα του εγκεφάλου, ο φλοιός, αποτελείται από διακριτά στρώματα που αποτελούνται από εκατομμύρια νευρώνες. Αυτοί πυροδοτούνται συγχρονισμένα μεταξύ τους, επιτρέποντάς μας να σκεφτόμαστε, να μαθαίνουμε, να λύνουμε προβλήματα, να δημιουργούμε μνήμες και να βιώνουμε συναισθήματα. Μέχρι την ηλικία των 2 ετών περίπου, ο φλοιός πυκνώνει γρήγορα καθώς δημιουργούνται νέοι νευρώνες. Μετά από αυτή την κορύφωση, το εξωτερικό στρώμα του φλοιού λεπταίνει.
Προηγούμενες μελέτες έχουν διαπιστώσει ότι αυτή η διαδικασία λέπτυνσης είναι διαφορετική στα παιδιά με ΔΑΦ από τα τυπικά παιδιά, αλλά δεν είχε εξεταστεί εάν τα αγόρια και τα κορίτσια στο φάσμα μοιράζονται τις ίδιες διαφορές.
«Είναι σαφές ότι αυτή η διαφοροποίηση λόγω φύλου οφείλεται, εν μέρει, στην υποδιάγνωση του αυτισμού στα κορίτσια» παρατηρεί η Δρ Christine Wu Nordahl, καθηγήτρια στο Τμήμα Ψυχιατρικής και Επιστημών Συμπεριφοράς και στο Ινστιτούτο MIND του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια (UC) Davis και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης. «Αλλά αυτή η μελέτη υποδηλώνει ότι οι διαφορές στη διάγνωση είναι μόλις ένα κομμάτι της ιστορίας – υπάρχουν και βιολογικές διαφορές».
Η ερευνητική ομάδα μελέτησε τις εγκεφαλικές τομογραφίες 290 παιδιών στο φάσμα – 202 αγόρια και 88 κορίτσια- και 139 παιδιών τυπικής ανάπτυξης – 79 αγόρια και 60 κορίτσια. Για την κατηγοριοποίηση των παιδιών χρησιμοποίησαν το φύλο που τους αποδόθηκε κατά τη γέννηση. Οι μαγνητικές τομογραφίες πραγματοποιήθηκαν σε τέσσερις χρονικές περιόδους μεταξύ των ηλικιών 2 και 13 ετών.
Όπως διαπίστωσαν οι επιστήμονες, στην ηλικία των 3 ετών, τα κορίτσια με ΔΑΦ είχαν παχύτερο φλοιό σε σχέση με τα τυπικά κορίτσια της ίδιας ηλικίας, αποτελούμενο περίπου από το 9% της συνολικής επιφάνειας του φλοιού. Οι διαφορές στα αγόρια στο φάσμα του αυτισμού, σε σύγκριση με τα τυπικά αγόρια της ίδιας ηλικίας ήταν λιγότερο εκτεταμένες.
Επιπλέον, σε σύγκριση με τα αγόρια στο φάσμα, τα κορίτσια είχαν ταχύτερους ρυθμούς λέπτυνσης του φλοιού μέχρι τη μέση παιδική ηλικία. Οι διαφορές του φλοιού ήταν παρούσες σε πολλαπλά νευρωνικά δίκτυα. Ο Δρ Derek Andrews, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης και βοηθός επιστήμονας του έργου στο Τμήμα Ψυχιατρικής και Επιστημών Συμπεριφοράς και στο Ινστιτούτο MIND σημειώνει ότι αρχικά αποτέλεσε έκπληξη το γεγονός ότι οι διαφορές ήταν μεγαλύτερες στις μικρότερες ηλικίες. Επειδή τα κορίτσια στο φάσμα είχαν ταχύτερο ρυθμό λέπτυνσης του φλοιού από τη μέση παιδική ηλικία, οι διαφορές μεταξύ των αγοριών και των κοριτσιών στο φάσμα ήταν λιγότερο έντονες.
«Συνήθως σκεφτόμαστε ότι οι διαφορές φύλου είναι μεγαλύτερες μετά την εφηβεία. Ωστόσο, η ανάπτυξη του εγκεφάλου γύρω στις ηλικίες 2-4 ετών είναι ιδιαίτερα δυναμική, οπότε μικρές αλλαγές στον χρόνο ανάπτυξης μεταξύ των δύο φύλων θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μεγάλες διαφορές που συγκλίνουν αργότερα», εξήγησε ο Δρ Andrews.
Τα ευρήματα αυτά καθιστούν σαφές ότι οι διαχρονικές μελέτες που περιλαμβάνουν και τα δύο φύλα είναι απαραίτητες, καταλήγει η Δρ Christine Wu Nordahl.