Η απάντηση του Παυσανία, όταν του είπαν να αποκεφαλίσει τον Μαρδόνιο μετά τη Μάχη των Πλαταιών…
Η μάχη των Πλαταιών έχει μείνει στην ιστορία ως μία από τις κρισιμότερες και πιο καθοριστικές μάχες της αρχαιότητας. Μετά από την ήττα στις Θερμοπύλες και τον θρίαμβο στη Σαλαμίνα, ήταν εμφανές ότι όποιος επικρατούσε στην επόμενη μεγάλη σύγκρουση, θα νικούσε και τον πόλεμο.
Το καλοκαίρι του 479 π.Χ., οι Πέρσες είχαν στρατοπεδεύσει στη βόρεια ακτή του Ασωπού ποταμού, που βρίσκεται στα σύνορα Αττικής και Βοιωτίας. Μετά την ταπεινωτική ήττα στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ο Ξέρξης είχε καταφύγει στην Μικρά Ασία, αφήνοντας στη θέση του τον Μαρδόνιο να διοικήσει ένα πολυπληθές στράτευμα επίλεκτων ανδρών….
Οι Αθηναίοι, αν και είχαν ήδη δει μια φορά την πόλη τους να καταστρέφεται από τους βάρβαρους, αρνήθηκαν την πρόταση συμμαχίας που οι Πέρσες τους έκαναν μέσω του απεσταλμένου τους, Αλέξανδρου Α’. Γνωρίζοντας ότι με τον τρόπο αυτό αποδέχονταν έμμεσα την ένοπλη σύγκρουση, ζήτησαν την βοήθεια της Σπάρτης και των υπόλοιπων ελληνικών πόλεων.
Οι Σπαρτιάτες αρχικά ήταν διστακτικοί γι’ αυτό και άργησαν να απαντήσουν θετικά. Αποφάσισαν να στείλουν ενισχύσεις, μόνο όταν πείστηκαν ότι η ενδεχόμενη παράδοση της Αθήνας στους Πέρσες θα ήταν καταστροφική και για τους ίδιους. Έτσι, τον Αύγουστο του 479, με στρατηγό τον Παυσανία, κατέφτασαν στην Αττική περίπου 50.000 οπλισμένοι άντρες, ο μεγαλύτερος στρατός που είχε συγκεντρώσει ποτέ η Σπάρτη. Ο αριθμός αυτός δικαιολογείται και από το γεγονός ότι για κάθε Σπαρτιάτη πολεμιστή αναλογούσαν επτά είλωτες….
Οι ενισχύσεις από την Πελοπόννησο προστέθηκαν στον στρατό των Αθηναίων, των Πλαταιέων, των Μεγαρέων και των υπόλοιπων Ελλήνων οπλιτών που είχαν παραταχθεί απέναντι από τους Πέρσες στην αντίπερα όχθη του Ασωπού ποταμού. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο συνολικός αριθμός των ελληνικών δυνάμεων έφτανε τις 110.000. Από την άλλη, ο Μαρδόνιος διοικούσε ένα στράτευμα 300.000 ανδρών συν 50.000 «Μηδιζόντων», δηλαδή Ελλήνων που είχαν συμμαχήσει με τους Πέρσες, αρκετοί υποχρεωτικά. Σύγχρονοι μελετητές, ωστόσο έχουν αμφισβητήσει την ακρίβεια των υπολογισμών του Ηρόδοτου. Οι περισσότεροι υπολογίζουν τις περσικές δυνάμεις περί τους 80 με 100 χιλιάδες άντρες….
Το χρονικό της μάχης
Μέχρι τα τέλη του Αυγούστου, καμία από τις δύο πλευρές δεν προχωρούσε σε οργανωμένη επίθεση εναντίον της άλλης. Το περσικό ιππικό είχε προβεί σε δύο αιφνιδιαστικές επιθέσεις, που είχαν προξενήσει πλήγματα στην ελληνική παράταξη. Ο Παυσανίας δίσταζε να επιτεθεί καθώς πίστευε ότι η περιοχή δεν τον ευνοούσε λόγω μορφολογίας. Όταν προστέθηκε και το πρόβλημα του ανεφοδιασμού, με τα τρόφιμα να εκλείπουν και τους Πέρσες να έχουν αποκλείσει την πηγή από όπου έπαιρναν νερό, διέταξε την υποχώρηση των Ελλήνων στην πεδιάδα των Πλαταιών.
Ο συντονισμός ενός στρατού τέτοιου μεγέθους, απαρτιζόμενου μάλιστα από πολεμιστές διαφορετικών πόλεων, ήταν δύσκολη υπόθεση. Έτσι, αναπόφευκτα, η απροσπέλαστη μέχρι τότε ελληνική παράταξη διασπάστηκε, με τους Σπαρτιάτες να μένουν τελευταίοι και τους υπόλοιπους να προπορεύονται. Τότε, ο Μαρδόνιος βρήκε την αφορμή που έψαχνε για να επιτεθεί.
Η περσική επίθεση ξεκίνησε με τη ρίψη βελών εναντίον των Ελλήνων. Οι πρώτοι που αντέδρασαν ήταν οι Τεγεάτες, ανταποδίδοντας τις ριπές. Ο Παυσανίας ήταν αρχικά διστακτικός να διατάξει το ξέσπασμα της ολοκληρωτικής μάχης, λόγω «κακών οιωνών». Η μανία των Περσών όμως δεν του άφησε πολλά περιθώρια και την επόμενη μέρα, οι εχθροπραξίες ξεκίνησαν.
Η μάχη ήταν σκληρή, καθώς Ο ελληνικός οπλισμός ήταν παρόμοιος με αυτόν της μάχης του Μαραθώνα κι έτσι, οι Έλληνες για ακόμη μια φορά εκμεταλλεύτηκαν τα μακριά δόρατα για να διασπάσουν το περσικό πεζικό. Ακόμα κι όταν οι Πέρσες κατάφερναν να τα σπάνε, οι Έλληνες συνέχιζαν να μάχονται με τα σπαθιά τους.
Η επικράτηση της ελληνικής παράταξης ήταν εμφανής. Το καθοριστικό χτύπημα όμως, το οποίο έκρινε την έκβαση της μονομαχίας, δόθηκε από έναν ικανό Σπαρτιάτη πολεμιστή, τον Αείμνηστο. Παρότι ο Μαρδόνιος φυλαγόταν από μία προσωπική φρουρά απαρτιζόμενη από χίλιους επίλεκτους άνδρες, ο Αείμνηστος κατόρθωσε να εισχωρήσει και να πετύχει τον Πέρση στρατηγό στο κεφάλι με μία πέτρα.
Το τραύμα ήταν θανάσιμο και ο Μαρδόνιος σωριάστηκε νεκρός. Δίχως τον αρχηγό τους, οι ήδη αποδεκατισμένοι Πέρσες σιγά σιγά άρχισαν να διασπώνται και να υποχωρούν. Τότε, ο Αιγινήτης Λάμπωνας είπε στον Παυσανία ότι αυτή ήταν η ιδανική ευκαιρία να εκδικηθεί τον θάνατο του Λεωνίδα. Εννοούσε να αποκεφαλίσουν το πτώμα του Μαρδόνιου, όπως ακριβώς είχαν κάνει οι Πέρσες με τον νεκρό Σπαρτιάτη στρατηγό στις Θερμοπύλες. Ο Παυσανίας όμως αρνήθηκε αποκρινόμενος ότι «αυτές τις πράξεις τις κάνουν οι βάρβαροι και όχι οι Έλληνες».
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, στην μάχη των Πλαταιών σκοτώθηκαν συνολικά 257.000 άντρες. Από αυτούς, μόλις οι 159 ήταν Έλληνες. Όπως επισημάνθηκε ήδη, οι αριθμοί του αρχαίου ιστορικού έχουν αμφισβητηθεί. Το σίγουρο είναι ότι οι ελληνικές απώλειες ήταν πράγματι ελάχιστες μπροστά στις περσικές.
Η μάχη των Πλαταιών και η μάχη της Μύκαλης, που ακολούθησε, επισφράγισαν τη λήξη της περσικής εισβολής και τη νίκη των Ελλήνων στους μηδικούς (περσικούς) πολέμους. Θεωρείται σημείο-καμπή στην αρχαία ιστορία, καθώς αποτελεί την πρώτη πράξη της αθηναϊκής κυριαρχίας των επόμενων αιώνων….
Ἐμπρὸς ὢ τῆς εὐάνδρου Σπάρτης τέκνα πατέρων πολιτῶν, διὰ τῆς ἀριστερᾶς χειρὸς τὴν ἀσπίδαν προβάλετε, διὰ δὲ τῆς δεξιᾶς μὲ τόλμη τὸ δόρυ ὑψώσατε, μὴ φειδόμενοι τὴν ζωὴ γιατὶ αὐτὸ δὲν εἶναι πατροπαράδοτον στὴν Σπάρτη!
Ὅρκος Ἑλλήνων στὶς Πλαταιές:
«Οὐ ποιήσομαι περὶ πλειονος τὸ ζῆν τῆς ἐλευθερίας. Οὐδὲ ἐγκαταλείψω τοὺς ἡγεμόνας, οὔτε ζῶντας, οὔτε ἀποθανόντας. ἀλλὰ τοὺς ἐν τῇ μάχῃ τελευτήσαντας τῶν συμμάχων ἁπάντας θάψω. καὶ κρατήσας τῷ πολέμῳ τοὺς βάρβαρους,τῶν μὲν μαχεσαμένων ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος πόλεων οὐδεμίαν ἀνάστατον ποιήσω. τὰς δὲ τὰ τοῦ βάρβαρου προελομένας ἅπασας δεκατεύσω. καὶ τῶν ἱερῶν ἐμπρησθέντων καὶ καταβληθέντων ὑπὸ τῶν βάρβαρων οὐδὲν ἀνοικοδομήσω παντάπασιν. ἀλλὰ ὑπόμνημα τοῖς ἐπιγιγνομένοις ἐάσω καταλείπεσθαι τῆς τῶν βάρβαρων ἀσεβείας.»
«Δὲν θὰ ἐκλάβω ὡς πολυτιμότερη τὴ ζωὴ ἀπὸ τὴν ἐλευθερία. οὔτε θὰ ἐγκαταλείψω στὴ μάχη κανέναν ἀπὸ τοὺς ἡγέτες μας, οὔτε ζωντανό, μὰ οὔτε καὶ νεκρό. ἀλλὰ καὶ τοὺς πεσόντες στὴ μάχη ἀπὸ τοὺς συμμάχους μας ὅλους θὰ ἐνταφιάσω. καὶ ἀφοῦ ἐπικρατήσουμε στὸν πόλεμο κατὰ τῶν βάρβαρων, ἀπὸ τὶς πόλεις ποὺ ἔδωσαν μάχη ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος καμία νὰ μὴν καταστρέψω. ὅσες ὅμως στὴ μάχη συνετάχθησαν μὲ τοὺς βάρβαρους ὅλες νὰ ἀποδεκατίσω. καὶ ἀπὸ τοὺς ναοὺς ποὺ πυρπολήθηκαν καὶ κατεδαφίστηκαν ἀπὸ τοὺς βαρβάρους, κανέναν καθόλου νὰ μὴν ανοικοδομήσω. ἀλλὰ ὡς ὑπενθύμιση στὶς ἐπερχόμενες γενεὲς νὰ ἐπιτρέψω νὰ ἀφεθοῦν, τῆς τῶν βάρβαρων ἀσεβείας.»