Η Μεροπίς ήταν κόρη του Εύμηλου και ζούσε μαζί με τον πατέρα της και τα αδέλφια της, τη Βύσσα και τον Άγρωνα, στην Κω. Και οι τρεις τους έδειχναν ασέβεια για τους θεούς και κακία για τους ανθρώπους.
Τιμούσαν μόνο τη θεά Γη, επειδή τους έδινε πλούσια σοδειά και δε συμμετείχαν στις γιορτές κανενός θεού, ούτε είχαν σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους. Όταν τους προσκαλούσαν στις θυσίες της Αθηνάς, ο Άγρων απαντούσε πως δε συμπαθούσε τη γαλανομάτα θεά, γιατί οι δικές του κόρες είχαν μαύρα μάτια και πως αντιπαθούσε και τις κουκουβάγιες επειδή είχαν λαμπερά μάτια όπως η Αθηνά. Όταν τους καλούσαν σε γιορτή προς τιμή της Άρτεμις, ο Άγρων απαντούσε πως μισούσε τη θεά που τριγύριζε τις νύχτες στα δάση. Και όταν τους έλεγαν να προσφέρουν σπονδές στον Ερμή, απαντούσαν πως δε σκόπευαν να τιμήσουν κάποιο θεό που ήταν κλέφτης.
Οι θεοί μην αντέχοντας άλλο τις προσβολές αποφάσισαν να τους συναντήσουν. Η Αθηνά και η Άρτεμη μεταμορφωμένες σε κοπέλες κι ο Ερμής σε βοσκό εμφανίστηκαν μια νύχτα μπροστά στο σπίτι τους. Εκεί ο Ερμής κάλεσε τον Εύμηλο και τον Άγρωνα να τον ακολουθήσουν στο τραπέζι που ετοίμαζε με τους άλλους βοσκούς προς τιμή του Ερμή και την ίδια στιγμή προσπάθησε να πείσει τη Μεροπίδα και τη Βύσσα να πάνε τα κορίτσια της ηλικίας τους στο ιερό άλσος της Αθηνάς και της Άρτεμις.
Η Μεροπίδα όταν άκουσε τα λόγια του βοσκού θύμωσε και βλαστήμησε τη θεά Αθηνά. Η θεά τότε την μεταμόρφωσε σε κουκουβάγια και την αδελφή της, τη Βύσσα, σε γλάρο. Ο Άγρων επιτέθηκε με μια σούβλα εναντίον του Ερμή, αλλά ο θεός τον μεταμόρφωσε σε χαραδριό. Ο Εύμηλος άρχισε να διαμαρτύρεται για την τιμωρία των παιδιών του κι ο Ερμής τον έκανε νυκτοκόρακα, που όταν κράζει όλοι περιμένουν πως κάποιο κακό θα συμβεί.
Εὐμήλου τοῦ Μέροπος ἐγένοντο παῖδες ὑπερήφανοι καὶ ὑβρισταὶ Βύσσα καὶ Μεροπὶς καὶ Ἄγρων καὶ ᾤκουν Κῶν τὴν Μεροπίδα νῆσον, ἡ δὲ γῆ πλεῖστον αὐτοῖς ἐξέφερε καρπόν, ὅτι μόνην θεῶν ἐτίμων καὶ ἐπιμελῶς αὐτὴν εἰργάζοντο. Oὗτοι ἀνθρώπων οὐδενὶ συνῆλθον οὔτε εἰς ἄστυ κατιόντες οὔτε πρὸς εἰλαπίνας καὶ θεῶν ἑορτάς, ἀλλ” εἰ μὲν Ἀθηνᾷ τις ἱερὰ ποιῶν ἐκάλεσε τὰς κόρας, ἀπέλεγεν ὁ ἀδελφὸς τὴν κλῆσιν οὐ γὰρ ἀγαπᾶν ἔφη γλαυκὴν θεόν, ὅτι ταῖς αὐτῶν κόραις ὀφθαλμὸς ἐνῆν μέλας, ἐχθαίρειν δὲ παράπαν γλαῦκα τὴν ὄρνιν εἰ δὲ καλοῖεν παρὰ τὴν Ἄρτεμιν, νυκτίφοιτον ἔλεγε μισεῖν θεόν εἰ δὲ πρὸς Ἑρμοῦ σπονδάς, κλέπτην ἔλεγεν οὐ τιμᾶν θεόν.
Καὶ οἱ μὲν πλειστάκις ἐκερτόμουν. Ἑρμῆς δὲ καὶ Ἀθηνᾶ καὶ Ἄρτεμις χολούμενοι νυκτὸς ἐπέστησαν αὐτῶν τοῖς οἴκοις, Ἀθηνᾶ μὲν καὶ Ἄρτεμις ἐοικυῖαι κόραις, Ἑρμῆς δὲ ποιμένος ἔχων στολήν καὶ τὸν Εὔμηλον καὶ τὸν Ἄγρωνα προσαγορεύσας παρεκάλει παρατυχεῖν εἰς δαῖτα·διδόναι γὰρ ἱερὰ μετὰ τῶν ἄλλων ποιμένων Ἑρμῇ· Βύσσαν δὲ Μεροπίδα πρὸς τὰς ὁμήλικας ἔπειθεν ἐκπέμπειν εἰς τὸ τῆς Ἀθηνᾶς καὶ Ἀρτέμιδος ἄλσος. Kαὶ ταῦτα μὲν εἶπεν Ἑρμῆς· Μεροπὶς δ” ὡς ἤκουσεν, ἐξύβρισε πρὸς τὸ ὄνομα τῆς Ἀθηνᾶς, ἡ δὲ αὐτὴν ἐποίησεν ὀρνίθιον γλαῦκα· Βύσσα δὲ τῷ αὐτῷ ὀνόματι λέγεται καὶ ἔστι Λευκοθέας ὄρνις· Ἄγρων δ” ὡς ἐπύθετο, ἁρπάσας ὀβελὸν ἐξέδραμεν, Ἑρμῆς δ” αὐτὸν ἐποίησε χαραδριόν· Εὔμηλος δὲ τὸν Ἑρμῆν ἐνείκεσεν ὅτι μετεμόρφωσεν αὐτοῦ τὸν υἱόν, ὁ δὲ κἀκεῖνον ἐποίησε νυκτικόρακα κακάγγελον.