Το 480 π.Χ., οι Πέρσες με επικεφαλής τον Βασιλιά Ξέρξη προετοιμάζονταν για την καθοριστική αναμέτρηση με τους Έλληνες. Ο ελληνικός στόλος περίμενε τους Πέρσες στη Σαλαμίνα. Η περιοχή δεν επιλέχθηκε τυχαία. Οι προηγούμενες μάχες με τους Πέρσες έδειξαν ότι ο μόνος τρόπος που οι Έλληνες μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τον τεράστιο αριθμό των Περσών ήταν σε στενά περάσματα, όπου οι Πέρσες αναγκάζονταν να επιτίθενται σε μικρές ομάδες. Οι Έλληνες ήλπιζαν ότι οι αντίπαλοι θα έπεφταν στην παγίδα και θα ναυμαχούσαν στο στενό θαλάσσιο χώρο της Σαλαμίνας.
Ο Ξέρξης συγκάλεσε συμβούλιο με όλους τους στρατηγούς του, όπου τους ανακοίνωσε την απόφασή του να συναντήσουν τους Έλληνες στη Σαλαμίνα. Κανείς δεν τόλμησε να φέρει αντίρρηση στον Βασιλιά, εκτός από τη μοναδική γυναίκα ναύαρχο. Ήταν η Αρτεμισία, η βασίλισσα της Αλικαρνασσού, που κυβερνούσε μετά τον θάνατο του συζύγου της.
Το βασίλειο της Αλικαρνασσού ήταν υποτελές στους Πέρσες και την ιστορία της Αρτεμισίας κατέγραψε ο Ηρόδοτος. Ήταν επικεφαλής πέντε πλοίων του περσικού ναυτικού και είχε κερδίσει την εκτίμηση του Ξέρξη.
Συμβούλευσε τον Πέρση Βασιλιά να μην δώσει μάχη στη θάλασσα: «Οι άνδρες των Ελλήνων είναι ανώτεροι από τους δικούς μας στην θάλασσα, όπως οι άνδρες είναι ανώτεροι των γυναικών. Ποιο λόγο έχεις να αντιμετωπίσεις τους Έλληνες στη θάλασσα, όπου η νίκη σου δεν είναι σίγουρη; Δεν κατέλαβες την Αθήνα, η οποία ήταν στόχος της εκστρατείας; Δεν κατέλαβες την υπόλοιπη Ελλάδα; Κανένας δεν σε εμποδίζει».
Όταν ο Μαρδόνιος της απηύθυνε τον λόγο, η Αρτεμισία είχε δηλώσει τα εξής:
εἰπεῖν μοι πρὸς βασιλέα, Μαρδόνιε, ὡς ἐγὼ τάδε λέγω, οὔτε κακίστη γενομένη ἐν τῇσι ναυμαχίῃσι τῇσι πρὸς Εὐβοίῃ οὔτε ἐλάχιστα ἀποδεξαμένη. δέσποτα, τὴν δὲ ἐοῦσαν γνώμην με δίκαιον ἐστὶ ἀποδείκνυσθαι, τὰ τυγχάνω φρονέουσα ἄριστα ἐς πρήγματα τὰ σά. καὶ τοι τάδε λέγω, φείδεο τῶν νεῶν μηδὲ ναυμαχίην ποιέο. οἱ γὰρ ἄνδρες τῶν σῶν ἀνδρῶν κρέσσονες τοσοῦτο εἰσὶ κατὰ θάλασσαν ὅσον ἄνδρες γυναικῶν. τί δὲ πάντως δέει σε ναυμαχίῃσι ἀνακινδυνεύειν; οὐκ ἔχεις μὲν τὰς Ἀθήνας, τῶν περ εἵνεκα ὁρμήθης στρατεύεσθαι, ἔχεις δὲ τὴν ἄλλην Ἑλλάδα ; ἐμποδὼν δέ τοι ἵσταται οὐδείς· οἳ δέ τοι ἀντέστησαν, ἀπήλλαξαν οὕτω ὡς κείνους ἔπρεπε. τῇ δὲ ἐγὼ δοκέω ἀποβήσεσθαι τὰ τῶν ἀντιπολέμων πρήγματα, τοῦτο φράσω. ἢν μὲν μὴ ἐπειχθῇς ναυμαχίην ποιεύμενος, ἀλλὰ τὰς νέας αὐτοῦ ἔχῃς πρὸς γῇ μένων ἢ καὶ προβαίνων ἐς τὴν Πελοπόννησον, εὐπετέως τοι δέσποτα χωρήσει τὰ νοέων ἐλήλυθας. οὐ γὰρ οἷοί τε πολλὸν χρόνον εἰσί τοι ἀντέχειν οἱ Ἕλληνες, ἀλλὰ σφέας διασκεδᾷς, κατὰ πόλις δὲ ἕκαστοι φεύξονται. οὔτε γὰρ σῖτος πάρα σφι ἐν τῇ νήσῳ ταύτῃ, ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι, οὔτε αὐτοὺς οἰκός, ἢν σὺ ἐπὶ τὴν Πελοπόννησον ἐλαύνῃς τὸν πεζὸν στρατόν, ἀτρεμιεῖν τοὺς ἐκεῖθεν αὐτῶν ἥκοντας, οὐδέ σφι μελήσει πρὸ τῶν Ἀθηνέων ναυμαχέειν. ἢν δὲ αὐτίκα ἐπειχθῇς ναυμαχῆσαι, δειμαίνω μὴ ὁ ναυτικὸς στρατὸς κακωθεὶς τὸν πεζὸν προσδηλήσηται. πρὸς δὲ, ὦ βασιλεῦ, καὶ τόδε ἐς θυμὸν βάλευ, ὡς τοῖσι μὲν χρηστοῖσι τῶν ἀνθρώπων κακοὶ δοῦλοι φιλέουσι γίνεσθαι, τοῖσι δὲ κακοῖσι χρηστοί. σοὶ δὲ ἐόντι ἀρίστῳ ἀνδρῶν πάντων κακοὶ δοῦλοι εἰσί, οἳ ἐν συμμάχων λόγῳ λέγονται εἶναι ἐόντες Αἰγύπτιοί τε καὶ Κύπριοι καὶ Κίλικες καὶ Πάμφυλοι, τῶν ὄφελος ἐστὶ οὐδέν
Απόδοση: Πες στον βασιλιά από εμένα, Μαρδόνιε, αυτή είναι η απάντηση που λαμβάνει από αυτή που δεν ήταν ούτε η πιο δειλή ούτε η πιο αδύναμη στις ναυμαχίες στην Εύβοια. Δεσπότα, είναι σωστό για μένα να σου πω την γνώμη μου, καθώς σκέφτομαι τι είναι καλύτερο για σένα. Αυτή είναι η συμβουλή μου για σένα: μην δώσεις μάχη στην θάλασσα. Οι άνδρες τους είναι ανώτεροι από τους δικούς μας στην θάλασσα όπως οι άνδρες είναι ανώτεροι των γυναικών. Γιατί πρέπει να διατρέχεις τον κίνδυνο των ναυτικών δράσεων; Δεν κατέλαβες την Αθήνα, η οποία ήταν στόχος της εκστρατείας, δεν κατέλαβες την υπόλοιπη Ελλάδα; Κανένας δεν σε εμποδίζει. Θα πρέπει να σου εξηγήσω πως νομίζει ότι θα διάγει ο εχθρός. Αν δεν επιτεθείς αλλά κρατήσεις τον στόλο στην ακτή, ή αν επιτεθείς στην Πελοπόννησο, δεσπότα, θα πετύχεις τους στόχους σου χωρίς κόπο. Οι Έλληνες, οι οποίοι δεν θα μπορέσουν να σου αντισταθούν άλλο, θα σκορπιστούν και θα υποχωρήσουν, κατά πόλη. Δεν έχουν προμήθειες σε αυτό το νησί, όπως με πληροφόρησαν, ούτε το θεωρούν οίκο τους. Αν στείλεις στρατό στην Πελοπόννησο, οι Πελοποννήσιοι δεν θα μείνουν ήσυχοι ούτε θα πολεμήσουν σε ναυμαχία για την Αθήνα. Αν όμως αποφασίσεις να δώσεις ναυμαχία, φοβάμαι ότι ο στόλος σου θα καταστραφεί. Άκου και αυτό βασιλιά. Οι καλοί άνδρες έχουν συνήθως κακούς δούλους ενώ οι κακοί άνδρες έχουν καλούς δούλους. Εσύ, ως ο πιο άριστος άνδρας στον κόσμο, έχεις κακούς δούλους. Κανένας από αυτούς τους Αιγύπτιους, τους Κύπριους, τους Κίλικες και τους Πάμφυλους, οι οποίοι λένε ότι είναι σύμμαχοι, δεν θα μας ωφελήσει.
Έκλεισε την ομιλία της με τα εξής λόγια: «Οι καλοί άνδρες έχουν συνήθως κακούς δούλους, ενώ οι κακοί άνδρες έχουν καλούς δούλους. Εσύ, ως ο πιο άριστος άνδρας στον κόσμο έχεις κακούς δούλους. Κανένας από αυτούς που λένε ότι είναι σύμμαχοι, δεν θα μας ωφελήσει».
Ο Ξέρξης την άκουσε, αλλά επέλεξε τη ναυμαχία, στην οποία ο περσικός στόλος ηττήθηκε. Η Αρτεμισία ξεχώρισε στη μάχη και κατάφερε να επιβιώσει. Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της μάχης, βρέθηκε αντιμέτωπη με μια αθηναϊκή τριήρη και περικυκλωμένη από συμμαχικά περσικά πλοία. Για να βγει απ’ τη δύσκολη θέση, πήρε μία αδίστακτη απόφαση. Κινήθηκε εναντίον των Περσών και εμβόλισε ένα δικό τους πλοίο.
Οι Αθηναίοι την είδαν, θεώρησαν ότι η Αρτεμισία ήταν με το μέρος τους και σταμάτησαν να την κυνηγούν. Όμως την είδε και ο Ξέρξης, που παρακολουθούσε τη ναυμαχία από το όρος Αιγάλεω. Για καλή της τύχη, ο Βασιλιάς νόμιζε ότι η Αρτεμισία επιτέθηκε σε ελληνικό πλοίο. Εντυπωσιάστηκε με το θάρρος της και είπε: «Οι άνδρες μου έγιναν γυναίκες και οι γυναίκες, άνδρες». Δεν επέζησε κανείς από το πλοίο που τορπίλισε.
Μετά τη συντριπτική ήττα των Περσών, την οποία προέβλεψε η Αρτεμισία, ο Ξέρξης έμαθε το μάθημά του και δεν αγνόησε ξανά τη συμβουλή της. Όταν ο αρχιστράτηγος των Περσών, Μαρδόνιος, πρότεινε να συνεχιστεί η εκστρατεία με 300 χιλιάδες άντρες, ο Βασιλιάς ζήτησε αμέσως να μάθει την άποψη της Αρτεμισίας.
βασιλεῦ, χαλεπὸν μὲν ἐστὶ συμβουλευομένῳ τυχεῖν τὰ ἄριστα εἴπασαν, ἐπὶ μέντοι τοῖσι κατήκουσι πρήγμασι δοκέει μοι αὐτὸν μέν σε ἀπελαύνειν ὀπίσω, Μαρδόνιον δέ, εἰ ἐθέλει τε καὶ ὑποδέκεται ταῦτα ποιήσειν, αὐτοῦ καταλιπεῖν σὺν τοῖσι ἐθέλει. τοῦτο μὲν γὰρ ἢν καταστρέψηται τὰ φησὶ θέλειν καί οἱ προχωρήσῃ τὰ νοέων λέγει, σὸν τὸ ἔργον ὦ δέσποτα γίνεται· οἱ γὰρ σοὶ δοῦλοι κατεργάσαντο. τοῦτο δὲ ἢν τὰ ἐναντία τῆς Μαρδονίου γνώμης γένηται, οὐδεμία συμφορὴ μεγάλη ἔσται σέο τε περιεόντος καὶ ἐκείνων τῶν πρηγμάτων περὶ οἶκον τὸν σόν· ἢν γὰρ σύ τε περιῇς καὶ οἶκος ὁ σός, πολλοὺς πολλάκις ἀγῶνας δραμέονται περὶ σφέων αὐτῶν οἱ Ἕλληνες. Μαρδονίου δέ, ἤν τι πάθῃ, λόγος οὐδεὶς γίνεται, οὐδέ τι νικῶντες οἱ Ἕλληνες νικῶσι, δοῦλον σὸν ἀπολέσαντες· σὺ δέ, τῶν εἵνεκα τὸν στόλον ἐποιήσαο, πυρώσας τὰς Ἀθήνας ἀπελᾷς
Απόδοση: βασιλιά, είναι δύσκολο να σε συμβουλεύσω τι είναι καλύτερο για σένα. Πιστεύω ότι πρέπει να πάρεις τον στρατό και να επιστρέψεις πίσω, και ο Μαρδόνιος να μείνει εδώ με τις δυνάμεις που θέλει. Αν ο Μαρδόνιος πετύχει αυτό που λέει ότι μπορεί να κάνει, τότε η νίκη θα θεωρείται δική σου. Αν όμως ο Μαρδόνιος αποτύχει, δεν θα είναι μεγάλη συμφορά, καθώς εσύ και οι οίκος σου θα επιζήσετε. Αν εσύ και ο οίκος σου επιζήσουν, οι Έλληνες θα πρέπει να δώσουν πολλούς αγώνες για να επιβιώσουν. Δεν θα γίνει κανένας λόγος αν ο Μαρδόνιος υποστεί λίγα πάθη, καθώς οι Έλληνες δεν θα πετύχουν πραγματική νίκη αν νικήσουν τον δούλο σου – ενώ εσύ, θα επιστρέψεις έχοντας κάψει την Αθήνα, το αντικείμενο της εκστρατείας σου.
Η Βασίλισσα της Αλικαρνασσού τον προέτρεψε να επιστρέψει στην Περσία, αφήνοντας τον Μαρδόνιο να αποτελειώσει τη δουλειά: «Αν ο Μαρδόνιος πετύχει αυτό που λέει ότι μπορεί να κάνει, τότε η νίκη θα θεωρείται δική σου. Αν χάσει, οι Έλληνες δεν θα πετύχουν πραγματική νίκη, γιατί θα έχουν νικήσει το δούλο σου, ενώ εσύ θα επιστρέψεις έχοντας κάψει την Αθήνα, το αντικείμενο της εκστρατείας σου». Ο Ξέρξης υπάκουσε και για να τιμήσει την πολύτιμη βοήθειά της, εμπιστεύτηκε τους γιους του στην φύλαξή της και τους έστειλε στην Έφεσο.
Ο θάνατος της Αρτεμισίας εξιστορείται από τον Πατριάρχη Φώτιο Α’. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, η Βασίλισσα ερωτεύτηκε έναν νεαρό από την Άβυδο, που την περιφρονούσε και η Αρτεμισία από την απόγνωσή της, πήδηξε στη θάλασσα και πνίγηκε.