Είναι δύσκολο να αποφύγει κανείς τις μεγαλοστομίες σε ό,τι αφορά την ελληνική γλώσσα με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της την ετυμολογική διαφάνεια των λέξεων. Μια γλώσσα η οποία σμιλεύτηκε επί 25 και πλέον αιώνες στην έκφραση λεπτών εννοιών της φιλοσοφίας και της επιστήμης, αδρών εννοιών του πολιτικού λόγου και των πολιτειακών θεσμών, σύνθετων εννοιών του ευαγγελικού λόγου και της πατερικής θεολογίας καθώς και βαθέων στοχαστικών εννοιών του αρχαίου δράματος, της πεζογραφίας και της ποίησης.
Η ελληνική γλώσσα, αφού αποσπασθεί από τις λοιπές ινδοευρωπαϊκές γλώσσες και βρει στη γλώσσα των Προελλήνων μικρής σημασίας γλωσσικό υπόστρωμα, θα συστήσει τα βασικά στοιχεία της δομικής της ταυτότητας και θα καταφέρει να μετατραπεί συν τω χρόνω σε μια σημαντική πολιτισμική ευρωπαϊκή γλώσσα.
Απαριθμεί 4.000 χρόνια προφορικής παράδοσης και 3.500 γραπτής και εξακολουθεί να υπάρχει όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά έχει και μια δεύτερη ζωή: το αλφάβητό της, το λεξιλόγιό της, το συντακτικό της, τα λογοτεχνικά της είδη που είναι παρόντα σε όλες τις γλώσσες.