Η ἱστορία του καὶ η σκηνὴ τοῦ θανάτου του, ποὺ μόνον συγκίνησιν μπορεῖ νὰ προκαλέσει, διότι ἴσως ἦταν ἐνδοξοτέρα καὶ ἀπὸ τὰ δεκάδες στεφάνια ποὺ εἶχε καταφέρει νὰ μαζέψει στὴν συλλογή του καὶ ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ τὸ ὄνομά του ταξίδευε περήφανα στὴν Ἑλλάδα, ὡς πολλάκις ὀλυμπιονίκης καὶ ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἡ Ῥόδος γκρέμιζε μέρος ἀπὸ τα τείχη της γιὰ νὰ περάσει τὸ πραγματικό της τεῖχος/προστασία…
«ὁ ΔΙΑΓΟΡΑΣ ὁ ΡΟΔΙΟΣ, «ὁ ἀήττητος καὶ εὐθύμαχος» ( Εὐθύμαχος, διότι δὲν ἔσκυβε ποτὲ στὰ πλάγια καὶ δὲν ἀπέφευγε ποτὲ τὸν ἀντίπαλον). Σύμφωνα μὲ τὸν Πίνδαρο ἦταν «πελώριος» καὶ εἶχε ὕψος 2,20μ.! Ἦταν γιγαντόσωμος, μὲ ὀμορφο πρόσωπο, περήφανο περπάτημα καὶ εὐθυτενής.
Παιδιά του ἦταν οἱ ἐπίσης ὀλυμπιονίκες ΔΩΡΙΕΥΣ ( 3 φορὲς νικητὴς στὸ παγκράτιον, 8 φορὲς Ἰσθμιονίκης, 7 Νεμεονίκης καὶ μία Πυθιονίκης), ΑΚΟΥΣΙΛΑΟΣ ( παγκράτιον) καὶ ΔΑΜΑΓΗΤΟΣ ( παγκράτιον, πυγμή) καὶ ἐγγονοί του οἱ ὀλυμπιονίκες ΕΥΚΛΗΣ ( ἀπὸ τὴν θυγατέρα του, Φερενίκη. Νίκησε στὴν πυγμή ) και ΠΕΙΣΙΡΟΔΟΣ ( ἀπὸ τὴν θυγατέρα του, Καλλιπάτειρα. Νίκησε στὴν πυγμὴ παίδων).
Ὀ Διαγόρας ἦταν ΠΕΡΙΟΔΟΝΙΚΗΣ [ > περίοδος ( = τὸ χρονικὸν διάστημα ἐντὸς τοῦ ὁποίου διοργανώνονταν οἱ μεγαλύτερες ἀθλητικὲς ὀργανώσεις, Ὀλύμπια-Νέμεα-Πύθια-Ἴσθμια) + νίκη]. Εἶχε κερδίσει λοιπὸν καὶ στὰ Ὀλύμπια καὶ στὰ Νέμεα καὶ στὰ Ἴσθμια καὶ στὰ Πύθια!). Ἐκτὸς τῶν πολλῶν του διακρίσεων σ’αὐτοὺς τοὺς ἀγῶνες εἶχε νικήσει πολλάκις στὴν πυγμὴ καὶ σὲ πολλοὺς ἄλλους, ὅπως σ’αὐτοὺς στὴν Ῥόδο, στὴν Ἀθῆνα, στὸ Ἄργος, στὸ Λύκαιον, στὴν Πελλήνη, στὶς Πλαταιές, στὴν Αἴγινα, στὴν Θῆβα, στὰ Μέγαρα κ.ἄ.
Συγκινητικὴ ἦταν ἡ στιγμὴ τοῦ θανάτου του. Ἦταν κατὰ τὴν διάρκεια τῆς 83ης Ὀλυμπιάδος, ὅπου πῆγε νὰ παρακολουθήσει τοὺς υἰούς του νὰ ἀγωνίζονται. Ὁ κόσμος συναθροίστηκε γύρω του νὰ τὸν συγχαρεῖ γιὰ ἀκόμη μία φορά, ὅταν ὁ κήρυξ βροντοφώναζε:
«Δαμάγητος, ὁ Διαγόρου, Ῥόδιος νικᾶ παγκράτιον!
Ἀκουσίλαος, ὁ Διαγόρου, Ῥόδιος νικᾶ πυγμήν!»
Παίρνουν τὰ στεφάνια τους τὰ παλληκάρια του καὶ τρέχουν γιὰ τὸν γύρον τοῦ θριάμβου. Μέσα στὸ πλῆθος βλέπουν τὸν βαθέως συγκινημένον πατέρα τους καὶ τρέχουν νὰ τὸν στεφανώσουν μὲ τοὺς κοτίνους τους. Τὸν σηκώνουν στὰ χέρια τους καὶ τὸν βάζουν στοὺς ὤμους τους, βαδίζοντας στὸ στάδιον καὶ ἀκούγοντας τὶς ἐπευφημίες τῶν θεατῶν. Τὸ πλῆθος ἀλαλάζει:
«Ζήθι ( =νὰ ζήσεις) Διαγόρα ΤΡΙΣΟΛΒΙΕ [ = πανευτυχής, εὐδαίμων, πλούσιος ἀπὸ εὐτυχία > τρίς + ὅλβος ( =ὁ πλοῦτος)]» καὶ συνάμα τοὺς πετάει δάφνες καὶ ἄνθη. Τότε μέσα στὸ πλῆθος ἀκούγεται ἡ φωνὴ ἑνὸς Σπαρτιάτη, ὁ ὁποῖος τοῦ φωνάζει:
«Κάτθανε ( =Πέθανε) Διαγόρα, οὐκ καὶ ἐς Ὄλυμπον ἀναβήσῃ ( =δὲν θὰ ἀνέβεις καὶ στὸν Ὄλυμπον)!»
Δὲν ἦταν κατάρα ἤ ζήλεια φυσικά. Ἦταν μία φιλοσοφικὴ θεώρησις καὶ εὐχή, ἦταν ὁ ὁρισμὸς τῆς εὐθανασίας ( > εὖ + θάνατος, ὅταν ἔρθει δηλαδὴ ἡ ὥρα τοῦ θανάτου, νὰ πεθάνει τὶς ἔχοντας δίπλα του τὰ ἀγαπημένα του πρόσωπα, ἔχοντας κατορθώσει νὰ κρατήσει τὰ ἰδανικά του ψηλά καὶ τὶς ἀξίες του ὑψηλότερα, κι ὄχι αὐτὸ τὸ εἶδος δολοφονίας ποὺ κάποιοι δήμιοι ὀνομάζουν σήμερα εὐθανασία, ὑπὸ τὴν κάλυψιν τῆς «ἰατρικῆς ἐπιστήμης»!).
Εὐτυχής καὶ περήφανος ὁ Διαγόρας, ἔγειρε στην ἀγκαλιά τῶν τέκνων του καὶ πέρασε στὴν αἰωνιότητα, στεφανοφορεμένος μὲ τοὺς κοτίνους τῶν υἰῶν του! Μπορεῖ νὰ μὴν ἀνέβηκε στὸν Ὄλυμπον, ἀλλὰ φρόντισε νὰ μείνει ἀθάνατος…τουλάχιστον ὅσον ὑπάρχουν Ἕλληνες νὰ τὸν θυμοῦνται…»