ΒΑΡΒΑΡΟΣ: H ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ

“Και τώρα τι θα γενούμε χωρίς βαρβάρους.

Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.”

Κ.Π. Καβάφης

“Ο όρος «βάρβαροι» παρουσιάστηκε τον 7ο αιώνα π.χ. όταν κατά τη διάρκεια του Β΄ ελληνικού αποικισμού, οι Έλληνες ήρθαν σε επαφή με ένα πλήθος διαφορετικών λαών.

Τότε συνειδητοποίησαν το κοινό στοιχείο που διέθεταν έναντι των λαών αυτών: την ελληνικότητά τους, όπως αυτή εκφραζόταν στην ποίηση και στη θρησκεία, στα ήθη και τις αντιλήψεις τους.

Η επαφή με τους ξένους λαούς οδήγησε τους Έλληνες στην εκδήλωση του ελληνικού εθνικού αισθήματος που παρουσιάζεται στους ποιητές του 7ου αιώνα με την λέξη Π α ν έ λ λ η ν ε ς, καταργώντας έτσι την μέχρι τότε διάσπασή τους σε φύλα.

Κατόπιν ο όρος παρέμεινε «Έλληνες».

Οι λαοί που δε μιλούσαν ελληνικά, αλλά «ψέλλιζαν ακατανόητα» ονομάστηκαν από τους Έλληνες «βάρβαροι», χαρακτηρίζοντας έτσι μια γλωσσική και όχι φυλετική διαφορά”. (WILCKEN ULRICH).

Κάπως έτσι ξεκινά η διαδρομή μιας λέξης που στην ιστορία του κόσμου χρησιμοποιήθηκε με πολλούς και διάφορους τρόπους και για διαφορετικούς λόγους. Έχουν γραφτεί πολλά για την βαρβαρότητα και τους βαρβάρους.

Ας πάμε όμως να ξετυλίξουμε το κουβάρι του μύθου και της αλήθειας πίσω από την λέξη Βάρβαρος.

Επειδή παντού υπάρχει ένας μύθος ας δούμε πρώτα την μυθολογία μας.

«Αβαρβαρέα» ή «Αβαρβαρέη» ήταν το πανάρχαιο όνομα Ναϊάδος- Νύμφης. Από το όνομα «Αβαρβαρέη», προέρχεται το όνομα «Βαρβάρα».

Όπως αφηγείται ο Όμηρος η Αβαρβαρέα γνωρίσθηκε με ένα νέο πολύ «καλής οικογενείας» («αμύμονα»), τον Βουκολίωνα, γιο της νύμφης Καλύβης και του Λαομέδοντα, γιο του Ίλου, ιδρυτή της Τροίας. Χαρακτηριστικοί είναι οι ειδυλλιακοί έρωτες τόσο του Λαομέδοντα με την Καλύβη όσο και του Βουκολίωνα με την Αβαρβαρέη που ο καρπός του θεωρείται εκ κλεψιγαμίας.

Οι τελευταίοι συνεζεύχθηκαν σε ένα υπάιθριο ηλιόλουστο βοσκότοπο έξ ου και η Ναϊάδα καλείται «Χρυσή».

Από την ένωσή τους απέκτησαν δύο δίδυμους γιους, τον Αίσηπο και τον Πήδασο, μετέπειτα ήρωες του Τρωικού Πολέμου, τους οποίους σκύλευσε ο Ευρύπυλος Βασιλιάς του Ορμενίου της Θεσσαλίας, και ένας από τους μνηστήρες της Ωραίας Ελένης.

Ο μύθος της Αβαρβαρέης. ενισχύει την άποψη για τη φυλετική συγγένεια Ελλήνων και Τρώων, αφού οι τελευταίοι μιλούσαν την ελληνική γλώσσα και δεν ήταν βάρβαροι, αλλά πολιτισμένοι όπως οι Αχαιοί.

Το όνομα λοιπόν της Ναϊάδας Αβαρβαρέας, προέρχεται από το «α» το στερητικό και την λέξη «βάρβαρος».

Είναι αυτή δηλαδή που δεν είναι βάρβαρη, επομένως είναι Ελληνίδα, ομιλεί τέλεια την Ελληνική γλώσσα.

O I.Θ. Kακριδής δίνει μια πολύ γενική ερμηνεία της λέξης β ά ρ β α ρ ο ς, η οποία θα μπορούσε να ισχύει για την αρχαϊκή γραμματεία και, εν μέρει για την κλασική· πάντως όχι για το σύνολο της αρχαιοελληνικής εποχής και ούτε για το σύνολο της αρχαιοελληνικής γραμματείας.

«Στους αρχαίους Έλληνες βάρβαρος αρχικά σημαίνει κάθε λαό αλλόγλωσσο, χωρίς καμιά μειωτική απόχρωση.

Και κάθε άνθρωπος, που έχει για μητρική του γλώσσα τα ελληνικά, είναι βάρβαρος, άσχετα με την πνευματική του και ψυχική του καλλιέργεια.

Ώστε βάρβαρος δεν θα πει παρά α λ λ ό γ λ ω σ σ ο ς.

Και από πού παράγεται η λέξη;

Από την επανάληψη της συλλαβής β α ρ-.

Όταν ακούει κανείς μια γλώσσα που δεν την ξέρει, οποιαδήποτε και να είναι η γλώσσα αυτή, τη νιώθει σαν μια σειρά από συλλαβές δίχως νόημα, σαν ένα λόγο αδιάρθρωτο, χωρίς κλίση, χωρίς σύνταξη, χωρίς κανόνες.

Ο πρώτος που έπλασε τη λέξη β ά ρ β α ρ ο ς θα άκουσε κάποιους ξένους να μιλούν, και με την επανάληψη της συλλαβής β α ρ- θέλησε να αποδώσει την παράξενη ακουστική εντύπωση που του έκανε ο ακατανόητος αυτός λόγος.

Το παράξενο είναι πως η λέξη βάρβαρος δεν είναι καν ελληνική, είναι βαρβαρική.

Στα παλιά ινδικά barbara σημαίνει τραυλός. Και οι Ινδοί και οι Έλληνες όμως έχουν δανειστεί τη λέξη από τους Σημίτες: barbar και barbaru στα σουμερικά και στα βαβυλωνιακά έχει τη σημασία του ξένος, αλλοεθνής.»

[I.Θ. Kακριδής, “Oι αρχαίοι Έλληνες και οι ξένες γλώσσες”, στο Mελέτες και Άρθρα. Θεσσαλονίκη 1971, σ.13]

O Dihle, παρακολουθώντας την εξέλιξη της σημασίας της λέξης β ά ρ β α ρ ο ς μέσα στην πορεία της αρχαιοελληνικής ιστορίας και γραμματείας, εντοπίζει την αλλαγή στη σημασία της με το σημερινό, υποτιμητικό της πλέον, νόημα:

«Tα συγκλονιστικά συμβάντα του Πελοποννησιακού πολέμου και των αμέσως επόμενων δεκαετιών μετέβαλαν την αυτοσυνείδηση των Eλλήνων.

Oι κύριες αιτίες γένεσης συναισθημάτων μνησικακίας απέναντι στους Πέρσες, τα οποία οι Έλληνες ήσαν ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να επεκτείνουν σε ολόκληρο τον κόσμο των βαρβάρων, ακόμη και στα συγγενικά τους φύλα της Mακεδονίας, ήταν η πρόσφατη προσάρτηση των ελληνικών πόλεων της Mικράς Aσίας στο περσικό κράτος το 378 π.X. και το διαρκώς αυξανόμενο βάρος της περσικής διπλωματίας. Kαι ανάλογη με αυτά τα συναισθήματα ήταν και η πρωτόγνωρη υπεροψία τους. […]

Eνώ οι γνώσεις και οι τέχνες των Eλλήνων άρχιζαν να αλλάζουν παντού τον κόσμο, ο ελληνικός πολιτισμός (από το δεύτερο μισό του 4ου αι. π.X.) εξασθενούσε όλο και περισσότερο.

H πολιτική πραγματικότητα χλεύαζε διαρκώς την ασφαλώς δικαιολογημένη περηφάνια των Eλλήνων για τα πολυάριθμα, αναγνωρισμένα από όλους, επιτεύγματα του ελληνικού πολιτισμού που αποτελούσαν αντικείμενο μίμησης.

Σε αυτό το φαινόμενο αντέδρασε μια πολιτική ρητορική, καλώντας τους Έλληνες να ομονοήσουν και να πολεμήσουν από κοινού τον Πέρση εχθρό, για να απελευθερώσουν τους αδελφούς στη Mίλητο και την Έφεσσο. Tη γνωρίζουμε από τα κείμενα των ιστορικών και των ρητόρων του 4ου αι. π.X.

Aυτό το έδαφος έθρεψε το συναίσθημα ότι οι Έλληνες ήταν εκ φύσεως ανώτεροι από τους βαρβάρους.

Kανένας δεν επιχειρηματολόγησε υπέρ αυτής της αντίληψης τόσο επίμονα όσο ο Iσοκράτης (Πανηγυρικός), ο πιο επιφανής ρήτορας του 4ου αι. π.X.

Aλλά εκείνοι που πάνω απ’ όλα εκφράζουν εντελώς απροκάλυπτα την αντίληψη για την ανωτερότητα των Eλλήνων έναντι των μη Eλλήνων είναι οι φιλόσοφοι και κυρίως ο Aριστοτέλης και ο Πλάτων […].

Όταν ο Φίλιππος της Mακεδονίας υπέταξε την Eλλάδα και άρχισε να εξοπλίζεται για να πολεμήσει τους Πέρσες […], εμφανιζόταν ως υπέρμαχος της ελληνικής ηθικής και πολέμιος του κόσμου των βαρβάρων.

Eκείνη την εποχή εθεωρείτο αυτονόητο ότι ο μη “Έλλην” εχθρός έπρεπε αναγκαστικά να είναι βάρβαρος, ο οποίος όχι μόνο μιλούσε μία ακατανόητη γλώσσα, αλλά επιπλέον ήταν απολίτιστος και δίχως παιδεία.

H λέξη βάρβαρος πήρε τη σημασία που διατηρεί τις ημέρες μας κάτω από τις ιδιαίτερες συνθήκες του 4ου αι. π.X.»

[A. Dihle, Oι Έλληνες και οι ξένοι, μτφρ. T. Σιέτη, εκδ. Οδυσσέας: Aθήνα 1997, σ.56, 58, 61]

Στο βιβλίο “Αρχαία Ελληνική Κοινωνία”, του Antony Andrewes εκδ . ΜΙΕΤ, σελ. 363 γράφει ο συγγραφέας:

“Οι “Ελληνες χαρακτήριζαν τον πέρα από τα σύνορα τους κόσμο “βάρβαρο”, λέξη που καταρχήν δήλωνε μόνο το ακατανόητο της ομιλίας του.

Κατά τον 5ο όμως αιώνα η λέξη προσέλαβε την αρνητική σημασία που έχει και σήμερα, δηλαδή, εκτός από “αλλοδαπός”, σήμαινε επίσης “καθυστερημένος” και “κτηνώδης”.

Αν ρωτούσαν έναν Έλληνα τι ξεχωρίζει το δικό του έθνος από τα υπόλοιπα, πιθανή απάντηση θα ήταν ότι οι Έλληνες είναι ελεύθεροι, ενώ οι βάρβαροι είναι δούλοι.

Η απάντηση δεν είναι κακή, αν και αυτή η αίσθηση υπεροχής ήταν πιθανό να εξογκωθεί σε σοβινισμό και να χρησιμοποιηθεί ως δικαιολογία για την υποδούλωση φυλών που τις θεωρούσαν κατώτερες, οι Έλληνες του 4ου αιώνα είχαν σαφέστερα τη συνείδηση ότι ανήκουν σ’ έναν πολιτισμό με ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Ισοκράτης, επαινώντας σε λόγο του τα διανοητικά επιτεύγματα της Αθήνας, να διακηρύσσει ότι ο ορός “Έλληνες” δεν αναφέρεται πια στη φυλή, αλλά στην οποιαδήποτε εξοικείωση με την αθηναϊκή παιδεία.”

Ένα απόσπασμα από το βιβλίο “Μέσα Επικοινωνίας στην Αρχαία Ελλάδα”, Παπαδήμας, σελ. 228″ λέει:

“Ενδεικτικές γι’ αυτό είναι οι χρήσεις της λέξης βάρβαρος. Ο όρος αυτός πριν τον Ηρόδοτο, αλλά και στις περισσότερες περιπτώσεις που παρουσιάζεται στο έργο του, δεν έχει υποτιμητική σημασία: πάρα πολύ συχνά δεν είναι παρά μια απλή εθνογραφική ή γεωγραφική ένδειξη.

Ετυμολογικά δηλώνει αυτόν που λέει «βαρ-βαρ», με άλλα λόγια αυτόν που οι Έλληνες δεν τον καταλαβαίνουν.

Ωστόσο μετά τους Μηδικούς πολέμους η λέξη αρχίζει να αποκτά μειωτική απόχρωση: η διαφορά ως προς τη γλώσσα (λόγος) μετατρέπεται σε μια διαφορά ως προς τη λογική ικανότητα (η άλλη σημασία της λέξης λόγος).

Έτσι ο βάρβαρος γίνεται διανοητικά κατώτερος από τους Έλληνες.

Επιπλέον ζει σε ένα αυταρχικό καθεστώς.

Απ’ αυτό μέχρι να σκεφτεί κανείς πως ο βάρβαρος έχει μια φυσική ροπή προς την υποταγή, δεν είναι μεγάλη η απόσταση.

Αν ο «βάρβαρος» διαφέρει από τον Έλληνα, αυτό δεν αποκλείει σε ορισμένους συγγραφείς – κυρίως στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα – την ιδέα μιας ενότητας της ανθρωπότητας.

Αυτό είναι πολύ ξεκάθαρο στον Ηρόδοτο. Κατά τον Αντιφώντα επίσης «είμαστε όλοι όμοιοι από τη φύση, και οι Έλληνες και οι βάρβαροι»· «πράγματι, όλοι αναπνέουμε με το στόμα και με τα αυτιά».

Μια πολύ ωραία έρευνα και προσέγγιση στο όρο Βάρβαρος έχει δώσει η φιλόλογος Ελένη Ζήτη:

“Εσήμαινε δηλαδή αυτόν που η γλώσσα του δεν ήταν μελωδική και ρέουσα, αλλά τραχεία και κακόηχη.

Επειδή τέτοιου είδους προφορά είχαν κυρίως οι ξένοι λαοί, επικράτησε πολύ αργότερα να σημαίνει αυτόν ο οποίος δεν ομιλεί σωστά τα ελληνικά και δεν φέρει στον λόγο του την μελωδία της ελληνικής γλώσσης.

Αυτή η σημασία δημιουργείται μετά τους Περσικούς πολέμους όταν οι Πέρσες χαρακτηρίζονται «ως βάρβαροι».

Έτσι, η λέξη αποκτά και την περιφρονητική σημασία και του ανελεύθερου, του δούλου, του αγροίκου, του απολίτιστου, αυτού που δεν έχει καμία πολιτική παιδεία, που υποτάσσεται στον ηγεμόνα- κάτι το οποίο ήταν εντελώς αντίθετο προς την ελευθερία των Ελλήνων.

Αργότερα την λέξη βάρβαρος υιοθέτησαν και οι Ρωμαίοι και με αυτόν τον όρο εννοούσαν κάθε ξένο o οποίος ήταν αμέτοχος του Ελληνορωμαϊκού πολιτισμού και βίου.

Από το ελληνικό «βάρβαρος» περνάμε στο λατινικό «barbarus». «Barbaricum», πάλι στα λατινικά, είναι η πολεμική κραυγή και επειδή αυτή είχε σχέση με δυνατούς και γενναίους άντρες οι οποίοι δεν δίσταζαν να ριψοκινδυνέψουν, τελικά σε όλες τις λατινογενείς γλώσσες η λέξη «βάρβαρος» απέκτησε την έννοια του γενναίου: Βάρβαρος>Λατ. Barbarus>Γαλλ. Brave = γενναίος>Αγγλ. Brave>Iταλ. Bravo>Ισπαν. Bravo>Γερμ. Brav

Στα γαλλικά και στα αγγλικά «brave» είναι ο «γενναίος» όπως «bravo» στα ιταλικά και ισπανικά και «brav» στα γερμανικά.

Επομένως, και οι λαοί τους οποίους και οι ίδιοι οι Λατίνοι αποκαλούσαν «βαρβάρους», όπως ήταν οι Γάλλοι Γαλάτες, οι Άγγλοι, οι Γερμανοί, χρησιμοποίησαν αυτήν την λέξη για να εκφράσουν κάτι θετικό: “τη γενναιότητα”.

Από εδώ προέρχεται και το αντιδάνειο στα ελληνικά «μπράβος», δηλαδή ο σωματοφύλακας, ο οποίος θα πρέπει να είναι δυνατός, γενναίος και ριψοκίνδυνος.

Ακόμη και το αντιδάνειο «μπράβο» προέρχεται από αντιδάνειο εκ των ιταλικών. «Μπράβος» όπως αναφέραμε προηγουμένως είναι ο γενναίος στα ιταλικά.

Αποκαλώντας επομένως οι Ιταλοί κάποιον «μπράβο», εννοούν ότι είναι γενναίος και στην κυριολεξία σημαίνει «γενναίε».

Από εδώ και το ελληνικό «μπράβο» που σημαίνει «εύγε», «ωραία», «έξοχα».

Για το τέλος αφήνω ίσως και το πιο “διάσημο” απόφθεγμα και το πιο πολυσυζητημένο.

Το “ΠΑΣ ΜΗ ΕΛΛΗΝ, ΒΑΡΒΑΡΟΣ” .

Για το πιθανό νόημα της φράσης (βλ. ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου), όπου και αναφέρεται κατά πάσα πιθανότητα, πρώτη σωζόμενη αναφορά του όρου στην αρχαία γραμματεία.

Συγκεκριμένα, το αρχαιότερο κείμενο όπου βρέθηκε αυτή η φράση φαίνεται να είναι τα Σχόλια στην Αινειάδα (του Βιργιλίου), γραμμένα από το Λατίνο γραμματικό Maurus Servius Honoratus, τον 4ο αι. μ.Χ.

Μια από τις πρώτες αναφορές της φράσης στη νεοελληνική βιβλιογραφία είναι από τον Κωνσταντίνο Ασώπιο, στο “Περί ελληνικής συντάξεως”.

*Η έρευνα έγινε από την Γιώβη Βασιλική.

Για να πραγματοποιηθεί το παραπάνω άρθρο πληροφορίες και αυτούσια αποσπάσματα συλλέχθηκαν εκτός από τις πηγές που αναφέρονται μέσα στο άρθρο επίσης από:

-άρθρο σχετικό της Φιλολόγου Ελένης Ζήτη

-Γεωργία Χαμζαδάκη, Η αντιμετώπιση των μη-Ελλήνων από τους Έλληνες κατά την Ελληνιστική περίοδο

-άρθρο σχετικό από τον Λ.Πολκα

-βικιπαίδεια

•Aναζητήστε το άρθρο στο μπλογκ μου Μυθική Αναζήτηση με τον τίτλο:

H σημασία της λέξης Βάρβαρος και η νύμφη Αβαρβαρέη.

Μην χάσετε την ευκαιρία να χρησιμοποιήσετε την τεχνητή νοημοσύνη Ιπποκράτης που διαθέτει το IRI Beyond και να τον ρωτήσετε ό,τι θέλετε να μαθετε για την υγεία σας και όχι μόνο!
Μοιράσου την πληροφορία: