Μια από τις πλέον άγνωστες, αν και νικηφόρες μάχες των αρχαίων Ελλήνων κατά των στη Δύση αντιπάλων τους, των Καρχηδονίων, σημειώθηκε στα Κάβαλα της Σικελίας. Ήταν ελληνικός θρίαμβος. Υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες για την θαμμένη στην αχλή των αιώνων μάχη. Ούτε καν το ακριβές έτος διεξαγωγής της δεν έχει διασωθεί. Σύμφωνα με τον Διόδωρο των Σικελιώτη ο νέος πόλεμος Συρακουσών-Καρχηδόνας (Δ’ Σικελικός Πόλεμος), ξεκίνησε το 383 π.Χ. όταν επώνυμος άρχων των Αθηνών ήταν ο Φανόστρατος. Ωστόσο, ο Έλληνας ιστορικός δεν αναφέρει την χρονολογία διεξαγωγής της μάχης.
Το πιθανότερο έτος είναι το 379 π.Χ. Ωστόσο, άλλοι υποστηρίζουν ότι διεξήχθη το 383 π.Χ. ή ακόμα και το 378 ή το 375 π.Χ. Σύμφωνα με τον Διόδωρο που αποτελεί και την βασική πηγή ο άρχοντας των Συρακουσών Διονύσιος ο Πρεσβύτερος, θέλοντας να επεκτείνει την κυριαρχία του στην Σικελία έναντι των Καρχηδονίων, εκμεταλλεύτηκε την κατά της μεγάλης φοινικής πόλης δυσαρέσκεια των Σικελών και εμφανίστηκε ως προστάτης τους.
«Επ’ άρχοντος δ’ Αθήνησι Φανοστράτου… επί δε τούτων Διονύσιος ο των Συρακοσίων τύραννος παρασκευασάμενος πολεμείν Καρχηδονίοις, εζήτει λαβείν πρόφασιν εύλογον του πολέμου. Ορών ουν τας υπό Καρχηδονίους τεταγμένας πόλεις οικείως εχούσας προς απόστασιν, προσεδέχετο τας βουλομένας αφίστασθαι, και συμμαχίαν προς αυτάς συντιθέμενος επιεικώς προσεφέρετο ταύταις», αναφέρει ο Διόδωρος.
Οι Καρχηδόνιοι αντέδρασαν αρχικά διπλωματικά, στέλνοντας πρεσβεία στον Διονύσιο και απαιτώντας να μην επεμβαίνει στα δικά τους εδάφη. Ο Διονύσιος όμως επέμενε και έτσι μοιραία κηρύχθηκε ο πόλεμος. Οι Καρχηδόνιοι συγκρότησαν μια ισχυρή στρατιά, στρατολογώντας πολίτες τους, αλλά και χιλιάδες μισθοφόρους. Επικεφαλής της στρατιάς τέθηκε ο άρχοντας της πόλης Μάγων. «Καταστήσαντες δὲ στρατηγόν Μάγωνα τον βασιλέα, πολλάς μυριάδας στρατιωτών επεραίωσαν εις την Σικελίαν και την Ιταλίαν, διαπολεμείν εξ αμφοτέρας βουλόμενοι», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Διόδωρος.
Ελληνικός θρίαμβος
Ο Διονύσιος φυσικά δεν έμεινε αδρανής. Συγκέντρωσε και αυτός τις δυνάμεις του εντάσσοντας και μισθοφόρους, Έλληνες και άλλους. Ο Διόδωρος αναφέρει ότι πριν την μάχη σημειώθηκε σειρά συγκρούσεων. Οι Έλληνες βρέθηκαν να πολεμούν τόσο κατά των Καρχηδονίων, όσο και κατά Ιταλιωτών συμμάχων αυτών. «Δε Διονύσιος και αυτός τας δυνάμεις διελόμενος, τω μεν ενί μέρει προς τους Ιταλιώτας διηγωνίζετο, τω δε ετέρω προς τους Φοίνικας. Πολλαί μεν ουν κατά μέρος εγίνοντο μάχαι τοις στρατοπέδοις και συμπλοκαί μικραί και συνεχείς, εν αίς ουδὲν αξιόλογον έργον συνετελέσθη», γράφει ο Έλληνας ιστορικός.
Τελικά οι δύο αντίπαλες στρατιές συναντήθηκαν στα Κάβαλα, τοποθεσία που επίσης δεν μπορεί, σήμερα, να ταυτοποιηθεί. «Και τη μεν πρώτη Διονύσιος θαυμαστώς αγωνισάμενος περιτα καλούμενα Κάβαλα», αναφέρει ο Διόδωρος. Δεν είναι γνωστό πόσους άνδρες διέθετε έκαστος εκ των αντιπάλων. Νεότεροι ιστορικοί υπολογίζουν ότι κάθε στρατιά παρέτασε μεταξύ 25-40.000 άνδρες.
Η μάχη κλιμακώθηκε με επίθεση της ελληνικής οπλιτικής φάλαγγας κατά του καρχηδονιακού κέντρου. Υπό την ηγεσία του Διονυσίου οι Έλληνες διέσπασαν το κέντρο της αντίπαλης στρατιάς. Ο Μάγων προσπάθησε να ανασυγκροτήσει τον στρατό του αλλά σκοτώθηκε πολεμώντας. Μαζί του σκοτώθηκαν 10.000 ακόμα άνδρες του, ενώ άλλοι 5.000 αιχμαλωτίσθηκαν. «Έπεσε δε και Μάγων ο βασιλεύς αυτών αγωνισάμενος λαμπρώς. Οι δε Φοίνικες καταπλαγέντες το μέγεθος της συμφοράς ευθύς διεπρεσβεύσαντο περί διαλύσεων», γράφει ο Έλληνας ιστορικός. Τα υπολείμματα της καρχηδονιακής στρατιάς κατέφυγαν στο σημερινό Παλέρμο, ενώ η Καρχηδόνα, μετά την συμφορά, ζήτησε αμέσως διαπραγματεύσεις.