Στον 21ο αιώνα της αλματώδους τεχνολογικής ανάπτυξης, τα μέσα αποθήκευσης του λόγου καταλαμβάνουν όλο και μικρότερο χώρο, έχοντας ταυτόχρονα όλο και μεγαλύτερη αποθηκευτική δυνατότητα. Οι επιστήμες εξελίσσονται συνεχώς και ραγδαία, τα πάντα αναλύονται διεξοδικά. Σ’ έναν τέτοιο κόσμο τί χρησιμεύει μια συζήτηση για τις αρχαίες βιβλιοθήκες; Έχουν κάποια πρακτική αξία ή αποτελούν ένα καπρίτσιο των βιβλιοφάγων; Όσοι θεωρείτε ματαιοπονία και σπατάλη χρόνου και χρήματος κάτι τέτοιο – ειδικά εσείς – διαβάστε στη συνέχεια μια συνοπτική ιστορία της εμβληματικότερης των αρχαίων βιβλιοθηκών, αυτής στην Αλεξάνδρεια• αυτή η ιστορία σίγουρα σας αφορά.
Η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας δημιουργήθηκε από τον πρώτο βασιλιά της Αιγύπτου, Πτολεμαίο Α΄ Σωτήρα (304-283π.Χ.). Όντας σύντροφος και στρατηγός του Μ. Αλεξάνδρου, γνώριζε την επιδίωξη του Στρατηλάτη για τη δημιουργία βιβλιοθηκών, καθώς και ότι χρηματοδότησε γεναιόδωρα το δάσκαλό του, Αριστοτέλη για να δημιουργήσει την ονομαστή στην αρχαιότητα βιβλιοθήκη του. Όντας πια βασιλιάς της Αιγύπτου, κάλεσε στην αυλή του τον Δημήτριο Φαληρέα, φιλόσοφο και μαθητή του Αριστοτέλη ως σύμβουλό του.
Ο Δημήτριος Φαληρέας, φιλομακεδόνας και πολύ φιλόδοξος, είχε τοποθετηθεί από τον Κάσσανδρο της Μακεδονίας τύραννος των Αθηνών την περίοδο 317-307π.Χ. Όταν όμως ο Κάσσανδρος έχασε την εξουσία από το Δημήτριο Πολιορκητή, ο Φαληρέας κατέφυγε στην αιγυπτιακή αυλή. Εκεί μεταλαμπάδευσε το αριστοτελικό πρότυπο της περιπατητικής διδασκαλίας. Έχοντας ως πρότυπο τη βιβλιοθήκη του Αριστοτέλη, βοήθησε τον Πτολεμαίο να δημιουργήσει μια συλλογή βιβλίων με θέμα τη βασιλεία και εν γένει τη διακυβέρνηση.
Στην αλεξανδρινή συνοικία Βρουχίον, ανάμεσα στη θάλασσα και τη λίμνη Μαρεώτιδα, χτίστηκαν τα ανάκτορα και μέρος των ανακτόρων ήταν το Μουσείον, δηλ. το τέμενος των Μουσών, όπου ζούσαν και μελετούσαν οι σοφότεροι Έλληνες διανοητές. Σ’ αυτόν το χώρο δημιουργήθηκε η Βιβλιοθήκη. Στις αψιδωτές στοές του Μουσείου δημιουργήθηκαν κόγχες, δηλ. θήκες, όπου τοποθετούσαν παπύρινους κυλίνδρους, οι οποίοι στην αρχαιότητα ονομάζονταν βίβλοι ή βιβλία. Έτσι, η Βιβλιοθήκη ήταν στην πραγματικότητα ο χώρος εναπόθεσης των βιβλίων, όχι ένα ξεχωριστό κτίριο.
Ο Πτολεμαίος ήθελε να συγκεντρώσει στην Αλεξάνδρεια τα βιβλία όλων των λαών του κόσμου. Προς το σκοπό αυτό έγραψε μια επιστολή προς όλους τους βασιλιάδες και κυβερνήτες με την παράκληση να μη διστάσουν να του στείλουν τα έργα κάθε είδους συγγραφέα. Έδωσε διαταγή να ελέγχεται κάθε πλοίο που έδενε στην Αλεξάνδρεια όχι μόνο για λαθραία, αλλά κυρίως για βιβλία, να αντιγράφονται τα βιβλία και να παραδίδονται τα αντίγραφα στους πλοιάρχους, ενώ τα πρωτότυπα να παραδίδονται στη Βιβλιοθήκη. Πίστευε ότι θα χρειάζονταν γύρω στους 500.000 παπύρους για να μαζέψει όλα τα βιβλία της οικουμένης και έδωσε χρήματα και ελευθερία κινήσεων στο Φαληρέα να προμηθεύεται όλο και περισσότερα βιβλία.
Εκτός απ’ την απόκτηση βιβλίων, ο Πτολεμαίος κι οι διάδοχοί του ενδιαφέρονταν και για τη μετάφραση κάθε ξένου κειμένου στα ελληνικά. Ο λόγος ήταν ότι, μετά τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου, οι Έλληνες συνειδητοποίησαν ότι για να μπορούν να εξουσιάζουν τους υπόδουλους λαούς, θα έπρεπε να τους καταλάβουν• για να τους καταλάβουν, θα έπρεπε να μπορούν να διαβάσουν τα βιβλία τους. Αφού δεν ενδιαφέρονταν να μάθουν τις γλώσσες των λαών αυτών, οι βασιλιάδες της ελληνιστικής εποχής (με πρώτο τον Πτολεμαίο), δημιούργησαν ογκώδεις βιβλιοθήκες όχι μόνο ως στοιχεία κύρους, αλλά και ως στοιχεία κυριαρχίας.
Έτσι, μεταφράστηκαν στα ελληνικά τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης από μια ομάδα 72 εβραίων λογίων, η μετάφραση δε αυτή αποτελεί ως σήμερα το πρωτότυπο της Παλαίας Διαθήκης των χριστιανών (είναι γνωστή ως «μετάφραση των Εβδομήκοντα»). Χάρη στις σχέσεις των Πτολεμαίων και του Ινδού ηγεμόνα Ασόκα, μεταφράστηκαν τα ινδικά ιερά κείμενα, καθώς και βουδιστικά, αραβικά κ.α.
Οι Πτολεμαίοι προσέλκυσαν στην αυλή τους τους εκλεκτότερους Έλληνες σοφούς. Ο Φαληρέας κάλεσε το μαθηματικό Ευκλείδη, του οποίου το εργο «Στοιχεία» αποτελεί ως σήμερα τη βάση της Γεωμετρίας. Στο Μουσείο εργάσθηκαν ανά τους αιώνες ο Ερατοσθένης ο Κυρηναίος, που μέτρησε με ακρίβεια τη διάμετρο της Γης, οι γεωμέτρες Ίππαρχος και Ποσειδώνιος από τη Ρόδο, οι μηχανικοί Ήρωνας και Κτησίβιος, ο τρανός Αρχιμήδης, ο Αρίσταρχος ο Σάμιος που ανέπτυξε τη θεωρία του ηλιοκεντρικού συστήματος αιώνες πριν τον Κοπέρνικο, οι γιατροί Ηρόφιλος και Ερασίστρατος, κ.α.
Οι σοφοί διαβιούσαν μέσα στο Μουσείο και τους προσφερόταν κάθε άνεση, αρκεί να μελετούν προς όφελος του βασιλιά (η Βιβλιοθήκη ανήκε στον Πτολεμαίο), χωρίς να μπορούν να βγούν από τα ανάκτορα. Η στενή σχέση με τον ηγεμόνα δεν ήταν χωρίς κινδύνους: ο Φαληρέας έκανε το λάθος να αναμειχθεί στις διαμάχες των διαδόχων του Πτολεμαίου Α΄ υποστηρίζοντας το λάθος γιό του. Όταν ο Πτολεμαίος Β΄ Φιλάδελφος ανέβηκε στο θρόνο το 283π.Χ., ο Φαληρέας εξορίσθηκε σ’ ένα χωριό στην ενδοχώρα, όπου λίγο αργότερα πέθανε από δάγκωμα φιδιού• ο νέος Πτολεμαίος είχε βάλει το χεράκι του…
Έπειτα, με τόσα μυαλά μαζεμένα στο Μουσείο, δεν έλειψαν τα παρατράγουδα: όταν ανήλθε στο θρόνο ο Πτολεμαίος Β΄, ενώ Διευθυντής του Μουσείου έγινε ο ευνοούμενός του, Απολλώνιος, γνωστός για το πελώριο έπος «Αργοναυτικά», ιθύνων νους του Μουσείου και υπεύθυνος της ταξινόμησης των κάπου 400.000 παπύρων της Βιβλιοθήκης ήταν ο λυρικός ποιητής Καλλίμαχος ο Κυρηναίος, που δεν χώνευε καθόλου τον προϊστάμενό του και δεν έχανε ευκαιρία να κριτικάρει με δηλητηριώδη σχόλια τα έργα του. Με το θάνατο του βασιλιά ανέβηκαν στο θρόνο ο γιος του, που είχε σύζυγο τη Βερενίκη, πριγκίπισσα απ’ την Κυρήνη. Εν μία νυκτί, ο συντοπίτης της ο Καλλίμαχος έγινε ο νέος βασιλικός ευνοούμενος και ο Απολλώνιος εξορίσθηκε στη Ρόδο.
Εκτός από τα «επιστημονικά» κείμενα, η Βιβλιοθήκη περιείχε και τα περισσότερα έργα των ποιητών της αρχαιότητας. Τα ομηρικά έπη, τα κείμενα των επικών κύκλων, τα ποιήματα των λυρικών, τα άπαντα της «τραγικής τριάδας» (Αισχύλος – Σοφοκλής – Ευρυπίδης) είναι μόνο μερικά από τα έργα που βρήκαν στέγη στο Μουσείο. Για πρώτη φορά αναπτύχθηκε η φιλολογία, με προεξάρχοντα τον Ζηνόδοτο τον Εφέσιο, που διόρθωνε και επιμελείτο τα κείμενα, όπως ένας σύγχρονος εκδότης.
Σε κάποιο σημείο οι πάπυροι ήταν τόσοι πολλοί, ώστε φτιάχτηκε κοντά στο Μουσείο μια «θυγατρική» βιβλιοθήκη μέσα στο ναό του Σέραπι, το «Σεραπείον». Ο Πτολεμαίος είχε ενταφιάσει το σώμα του Μ. Αλεξάνδρου κοντά στο Μουσείο σε ένα σημείο, που ονομαζόταν «Σώμα», όπου αργότερα θάβονταν και όλοι οι Πτολεμαίοι.
Τον 3ο αιώνα π.Χ. η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας απέκτησε ανταγωνισμό∙ ο νέος ηγεμόνας της Περγάμου, Ευμένης, βιβλιόφιλος και προστάτης των γραμμάτων, αποφάσισε να δημιουργήσει το «αντίπαλο δέος» για την Αλεξάνδρεια. Σταδιακά, η βιβλιοθήκη της Περγάμου τα πήγε τόσο καλά, ώστε οι Πτολεμαίοι απαγόρευσαν την εξαγωγή παπύρου για να τη χτυπήσουν. Η Πέργαμος, όμως, δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια: τελειοποίησε μια ανατολίτικη τεχνική κατεργασίας δέρματος κι έτσι το υλικό που προέκυψε έμεινε στην ιστορία ως περγαμηνή.
Καθώς, όμως, η ιστορία της Βιβλιοθήκης συνδέεται άρρηκτα με την ιστορία των Πτολεμαίων, μοιραία η παρακμή της δυναστείας προξένησε και στη Βιβλιοθήκη ζημιές και κρίσεις. Το 48π.Χ., ένας Πτολεμαίος ανδρείκελο των Ρωμαίων δέχθηκε στο παλάτι τον Ιούλιο Καίσαρα. Ο Αιγύπτιος στρατηγός Αχιλλάς συνωμότησε για να δολοφονήσει τον Καίσαρα, αλλά ανακαλύφθηκε. Ο Καίσαρας οχυρώθηκε στο παλάτι και, στην προσπάθειά να προκαλέσει αντιπερισπασμό, έκαψε τα αιγυπτιακά πλοία στο λιμάνι. Η φωτιά εξαπλώθηκε γοργά στην προβλήτα καίγοντας αποθήκες σταριού και παπύρων, ενόσω ο Καίσαρας ξέφυγε στο νησάκι Φάρο. Παρά τα όσα λένε κάποιοι αρχαίοι συγγραφείς, η φωτιά δεν έφτασε στο παλάτι, άρα ούτε στο Μουσείο. Οι πολύτιμοι πάπυροι δεν κάηκαν, η παρακμή όμως είχε ξεκινήσει. Είκοσι δύο χρόνια αργότερα, ένας νεαρός μαθητής της στωικής φιλοσοφίας κατέφτασε στην Αίγυπτο∙ ήθελε να ξεκινήσει από την Αλεξάνδρεια την γεωγραφία του τότε γνωστού κόσμου. Ήταν ο Στράβων, ο οποίος επισκέφτηκε τη Βιβλιοθήκη και αργότερα θα δημοσίευε τα «Γεωγραφικά» του, κερδίζοντας τον τίτλο του πατέρα της γεωγραφίας. Στο έργο του – ευτυχώς – περιέλαβε και μια περιγραφή της Βιβλιοθήκης.
Οι δυναστικές διαμάχες στη Ρώμη δεν επηρέασαν δραστικά τη Βιβλιοθήκη, ώσπου η βασίλισσα της Παλμύρας Ζηνοβία στράφηκε κατά της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας το 272 και κατέλαβε την Αλεξάνδρεια. Ο αυτοκράτορας Αυρηλιανός ανακατέλαβε την πόλη και κατανίκησε τη Ζηνοβία, η συνοικία, όμως, του Βρουχίου και ό,τι αυτή περιείχε, είχε υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά. Λίγα χρόνια αργότερα, ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός, που άφησε όνομα κυνηγώντας τους χριστιανούς, θα καταστρέψει εκ νέου την πόλη. Το Μουσείο ή ό,τι είχε απομείνει από αυτό, ήταν πια σκιά του παλιού εαυτού του.
Με την άνοδο του χριστιανισμού, στη Βιβλιοθήκη άρχισαν να υπερισχύουν τα «πατερικά» κείμενα, ενώ τα «εθνικά» άρχισαν να εξαφανίζονται. Τελευταίος μεγάλος διευθυντής του Μουσείου ήταν ο μαθηματικός Θέων, του οποίου το έργο δε σώζεται. Ο Θέων έζησε το 391 την επέλαση φανατικών χριστιανών με επικεφαλής τον επίσκοπο Αλεξάνδρειας Θεόφιλο στο Σεραπείο∙ ο όχλος όρμησε και κατέστρεψε τελείως το ναό, ίσως και μέρος των βιβλίων στο Μουσείο. Λίγα χρόνια αργότερα, το 415 η κόρη του Θέωνα, Υπατία, ένα από τα κορυφαία μαθηματικά μυαλά της ύστερης αρχαιότητας, θα δολοφονηθεί από φανατικούς χριστιανούς (πιθανότατα) υπό τις οδηγίες του νέου επισκόπου Αλεξάνδρειας Κυρίλλου. Ο όχλος την έσφαξε, την κομμάτιασε και την παρέδωσε στις φλόγες. Τίποτε από το έργο της δε σώθηκε.
Η ιστορία, όμως, της Βιβλιοθήκης συνεχίσθηκε, έστω και κουτσή. Στις 22 Δεκεμβρίου 640 η πόλη κατελήφθη από τους Άραβες. Ο εμίρης Άμρ ιμπν αλ Ας, που την κατέλαβε στο όνομα του χαλίφη Ομάρ, ρώτησε τον αυθέντη του τι να κάνει με τα πολλά βιβλία που βρήκε. Η απάντηση του Χαλίφη ήταν «όσοι διαφωνούν με το Λόγο του Θεού είναι βλάσφημοι, όσοι συμφωνούν περιττοί» κι έτσι διέταξε να καούν. Λέγεται ότι τα βιβλία του Μουσείου καίγονταν επί 6 μήνες κι ότι εξαιρέθηκαν μόνο τα βιβλία του Αριστοτέλη. Κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς συνέβη∙ πάντως, αυτό ήταν το τέλος της Βιβλιοθήκης.
Γιατί ν’ ασχολούμαστε με τη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας; Για να θρηνούμε που, λόγω της καταστροφής του 391, κάθε ίχνος της θέσης του Μουσείου και του τάφου του Μ. Αλεξάνδρου χάθηκε και έκτοτε οι αρχαιολόγοι βασανίζονται, έχοντας ανακαλύψει μόνο κάτι ερείπια του Σεραπείου; Όχι. Ασχολούμαστε, γιατί κάθε βιβλίο είναι ένα παράθυρο στον κόσμο κι όλη αυτή η ομορφιά των βιβλίων της αρχαίας βιβλιοθήκης μας λείπει. Μας τη χρωστάνε, γιατί θα μας έκανε καλύτερους.
Οι πάπυροι της Βιβλιοθήκης χάθηκαν στην πλειονότητά τους, αν και πολλοί απ’ αυτούς αντιγράφηκαν και μετακόμισαν στο Βυζάντιο και τη Δύση. Νέες συμφορές έπληξαν το Βυζάντιο και μαζί μ’ αυτό και τα βιβλία του. Η αρχαία γνώση που αντιπροσώπευε η συλλογή – όνειρο του Πτολεμαίου δεν υπάρχει πια στη βιβλιοθήκη, αλλά σε μικρές, ατομικές βιβλιοθήκες πλουσίων, που αντέγραφαν τα αγαπημένα τους βιβλία ή σε φωτισμένους μοναχούς.