Συνήθως στα συμπόσια μαζεύονταν γύρω στα 12 με 30 άτομα το πολύ. Ο κάθε προσκεκλημένος έπιανε από ένα ανάκλινδρο με απαραίτητο αξεσουάρ το μαξιλαράκι κάτω από το μπράτσο και ξεκινούσαν με φαγητό. Αλκοόλ ούτε σταγόνα.
Μετά το dinner, οι υπηρέτες έφερναν το κρασί. Αφού έκαναν τρεις σπονδές στους θεούς, τους πεσόντες προγόνους τους και τον Δία, ξεκινούσε η οινοποσία.
Για τους Έλληνες το να πιει κανείς κρασί χωρίς να το αραιώσει θεωρούνταν συνήθεια των βαρβάρων και μόνο ο Διόνυσος μπορούσε να πιει ανέρωτο κρασί χωρίς να διατρέχει κίνδυνο. Για αυτό κρασί αναμειγνύονταν με νερό σε μια μεγάλη στάμνα, τον λεγόμενο κρατήρα και από το πόσο νερό έβαζαν στο κρασί αποφασιζόταν πόσο κουρούμπελα θα γίνονταν.
Οι πιο συνηθισμένες ποσότητες νερού προς το κρασί ήταν 2:1, 5:2, 3:1 και 4:1. Η αναλογία 1:1 θεωρούνταν πολύ δυνατή, ενώ πολύ trendy συνήθεια όταν έκανε ζέστη ήταν να βάζουν το κρασί σε ένα πηγάδι για να δροσιστεί προσθέτοντας χιόνι, το οποίο είχαν μαζέψει το χειμώνα και το είχαν θάψει στα άχυρα για να μην λιώσει.
Γενικά στα συμπόσια οι καλεσμένοι συναγωνίζονταν στον αυτοσχεδιασμό, την ποίηση, την μουσική και τα ευφυήματα, ενώ άλλες φορές το συμπόσιο γινόταν η αφορμή για μια η συζήτηση γύρω από την φιλοσοφία και τη λογοτεχνία.
Διασημότερα “κρασοπότηρα” της αρχαίας Ελλάδας ήταν Μεγαλέκος και ο πατέρας του ο Φίλιππος ο Β’. Άλλωστε το μήλο κάτω από τη μηλιά…