Ἀρχαιότατο σύμβολο ὁ μονοκέφαλος ἀετός εἶναι γνωστός ὡς αὐτοκρατορικό σύμβολο ἰσχύος, ζωτικότητας καί ἀναγέννησης.
Ἀπαντᾶται σέ ὅλη τή μακραίωνη ἱστορία τῶν δύο ρωμαϊκῶν αὐτοκρατοριῶν, ἀλλά καί στίς προγενέστερες ἑλληνικές πόλεις, ὅπως καί σέ ἀναρίθμητες ἄλλες συμβολικές χρήσεις συνοδεύοντας θεούς καί ἥρωες.
Ὡστόσο, ἡ παραλλαγή τοῦ δικέφαλου ἀετοῦ ὑπῆρξε σύμβολο ὑπέρτατης δύναμης γιά τούς Μυκηναίους, τούς Βαβυλώνιους καί τούς Χιττῖτες, ἀπό τούς ὁποίους εἶναι πιθανό νά τόν υἱοθέτησαν οἱ Τουρκομάνοι τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί οἱ Σελτζοῦκοι τοῦ Ρούμ, γιά νά τόν δανειστοῦν οἱ Σταυροφόροι καί νά τόν μεταφέρουν στήν Εὐρώπη, ὅπου ἔγινε γνωστός ὡς αὐτοκρατορικό σύμβολο τῆς Ρωσίας τῶν Τσάρων καί τῆς Αὐστρίας τῶν Ἀψβούργων.
Τά δύο κεφάλια τοῦ ἀετοῦ ἑρμηνεύονται συνήθως ὡς ἔκφραση τῆς διπλῆς φύσης ἤ τῆς δυσυπόστατης ἰσχύος αὐτῶν πού τόν χρησιμοποιοῦν, ἀλλά καί ὡς μιά ὑπέρτατη ἔκφραση κυριαρχίας καί δύναμης.
Στό Βυζάντιο ὁ δικέφαλος ἀετός ἐμφανίζεται καί γίνεται γνωστός κατά τήν ἐποχή τῶν Κομνηνῶν.
Ὁ συμβολισμός τοῦ δικέφαλου ἀετοῦ στή νεοελληνική ἱστορία ξεκινᾶ κατά τήν αὐγή τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ μέ τόν διανοούμενο αὐτοκράτορα τῆς Νίκαιας Θεόδωρο Β´ Λάσκαρι, ὁ ὁποῖος εἰκονίζεται τό 1250 περίπου πατώντας σέ ὑποπόδιο μέ παράσταση τοῦ δικέφαλου ἀετοῦ˙ πρᾶγμα πού ἴσως συμβολίζει τά αὐτοκρατορικά δικαιώματα στήν Εὐρώπη καί τήν Ἀσία. Ὁ 13ος αἰώνας εἶναι μιά ἐποχή κατά τήν ὁποία τό Βυζάντιο, —ἡ Ρωμανία ὅπως εἶναι τό πραγματικό του ὄνομα—, βρίσκεται σέ διμέτωπο ἀγῶνα ἀντιμετωπίζοντας τήν ἐπιβολή τῆς Δύσης καί τῆς Ἀνατολῆς.
Εἶναι μιά ἐποχή, στήν ὁποία διακρίνεται καθαρά ἕνα ἀπό τά μόνιμα χαρακτηριστικά τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας: οἱ ἀπειλές γιά ὁλοκληρωτικό ἀφανισμό καί οἱ συνεχεῖς ἀγῶνες γιά ἐπιβίωση. Εἶναι καί μιά ἐποχή κατά τήν ὁποία οἱ διανοούμενοι καί οἱ αὐτοκράτορες τῆς Νίκαιας πιάνουν ξανά τό νῆμα τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας γιά νά ἀνοίξουν τόν δρόμο πρός τόν Νέο Ἑλληνισμό.
Ὁ βασιλικός δικέφαλος ἀετός περνᾶ στούς Παλαιολόγους καί διατηρεῖται ὡς σύμβολο καί μετά τήν Ἅλωση. Ἀποκτᾶ τότε ἀλυτρωτική, δηλαδή ἀπελευθερωτική, σημασία καί γίνεται σύμβολο τῆς Μεγάλης Ἰδέας, πού γεννήθηκε στήν Πύλη τοῦ Ρωμανοῦ τήν αὐγή τῆς 29ης Μαΐου 1453.
Ἡ ἔνδοξη πτώση τῆς Βασιλεύουσας καί τῆς Αὐτοκρατορίας συνοδεύεται ἀπό τήν αὐτοθυσία τοῦ “ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος” ἀγωνιζόμενου αὐτοκράτορα καί τῶν συμπολεμιστῶν του, πού ἠθικά καί συναισθηματικά συγκλονίζει πάντα τόν Ἑλληνισμό μέ ἀμείωτη ἔνταση. Γιά τό ὑπόδουλο Γένος τά αὐτοκρατορικά δικαιώματα δέν μεταφέρονται στή νέα δυναστεία τοῦ ἀσιάτη κατακτητῆ καί οἱ σουλτάνοι δέν εἶναι οἱ νόμιμοι διάδοχοι τῶν αὐτοκρατόρων.
Ἡ Κωνσταντινούπολη δέν εἶναι πλέον ἡ οἰκουμενική πρωτεύουσα, ἀλλά ἡ σκλαβωμένη μάνα τῶν Ρωμηῶν. Στήν πόλη τῶν αὐτοκρατόρων κυριαρχεῖ τώρα τό ἑτερόδοξο, τό ἀλλότριο, ἡ ἀμάθεια καί ἡ βαρβαρότητα. Δέν ὑπάρχει πιά ἡ ὑπερεθνική, ὑπερφυλετική ἑνότητα πού ἐνσαρκώνει ὁ αὐτοκράτορας καί πραγματώνει ἡ Ἀνατολική Ἐκκλησία.
Ἡ νέα πολυπολιτισμική πραγματικότητα ἐπιβάλλεται ἀπό τήν ὀθωμανική διοίκηση. Αὐτό, ὅμως, πού μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἔλαμψε, καταυγάζοντας Ἀνατολή καί Δύση, εἶναι βέβαιο ὅτι θά ἀνορθωθεῖ καί πάλι μέ νέα δόξα καί ἀκτινοβολία. Ὁ δικέφαλος ἀετός δέν χάνεται, ἀλλά ἀνανεώνει τή συμβολική του δύναμη καί σημαίνει τώρα τήν ἐλπίδα καί τήν πίστη γιά τήν ἀνάσταση καί τήν ἀνόρθωση τῆς Ρωμανίας. Ἡ παρουσία τοῦ δικέφαλου ἀετοῦ μπορεῖ ἐπίσης νά θεωρηθεῖ ὡς ὑπόμνηση τῆς βυζαντινῆς μας καταγωγῆς καί τῆς συνέχειας τῆς Ρωμηοσύνης.
Ὁ δικέφαλος ἀετός γίνεται κατά τήν Τουρκοκρατία σύμβολο καί γιά ἕνα ἀκόμη σταθερό χαρακτηριστικό τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας: τό αἴτημα τῆς ἀναγέννησης καί τῆς ἀποκατάστασης τῆς ἀρχαίας δόξας.
Ὁ δικέφαλος ἀετός, χωρίς νά ἀναφέρεται στή λαϊκή ποίηση καί τό δημοτικό τραγούδι, ἐμφανίζεται σέ πολυάριθμες καί πολύμορφες ἀπεικονίσεις. Στά δάπεδα τῶν μεταβυζαντινῶν ἐκκλησιῶν ὑπάρχει συχνά δικέφαλος ἀνάγλυφος ἀετός κάτω ἀπό τόν τροῦλλο.
Ἐμφανίζεται στή διακόσμηση τῶν ἐκκλησιῶν καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν σκευῶν, στίς σφραγίδες γιά τό Χριστόψωμο, στήν ξυλογλυπτική, τά ἐκκλησιαστικά σκεύη, τά σινιά, τά κεντήματα, τά παγούρια, τήν ὑφαντική καί τίς ἐνδυμασίες, τήν ἀγγειοπλαστική καί τήν κεραμική. Στήν ἀρχιτεκτονική βρίσκεται στή ζωγραφική τῶν λαϊκῶν σπιτιῶν, τά ὑπέρθυρα, τό τζάκι καί τίς κτητορικές ἐπιγραφές. Ὁ δικέφαλος ἀετός γίνεται ἐπίσης ἔμβλημα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Ἐκεῖ ὅμως, ὅπου ὁ δικέφαλος ἀετός ἀποτελεῖ τό πιό συχνό θέμα, εἶναι ἡ λαϊκή ἀργυροχοΐα, ὅπου διακοσμεῖ ἕνα κόσμο λεβεντιᾶς, φιλότιμου καί ἀρετῆς˙ ὅπως στά γιαταγάνια καί τά χατζάρια, τά καριοφύλια, τίς παλάσκες, τά χαϊμαλιά, τίς πόρπες, τά κιουστέκια, τά γιορντάνια, τά τεπελέκια, τά σκουλαρίκια, τά βραχιόλια, τίς ταμπακιέρες, τά φυλαχτά, τούς σταυρούς καί πάμπολλα ἄλλα πολύτιμα ἀντικείμενα – φορεῖς τοῦ λαϊκοῦ μας πολιτισμοῦ.
Σήμερα ἡ χρήση τοῦ συμβολισμοῦ τοῦ δικέφαλου ἀετοῦ σημαίνει τήν ἐπιμονή στή δύναμη τῆς παράδοσης, τήν ὑπόμνηση τῆς ἱστορικῆς συνέχειας καί τό αἴτημα γιά ἀναγέννηση.