Τον «ατυχή» πόλεμο ή πόλεμο των τριάντα ημερών ή και μαύρο ’97 όπως συνηθίζουμε να τον ονομάζουμε ή μάλλον αποφεύγουμε-κακώς βέβαια-ακόμη και να τον μνημονεύουμε.
Το 1897 επικρατούσε στην Κρήτη επαναστατικός αναβρασμός κατά των κυρίαρχων Τούρκων. Η κοινή γνώμη στην Ελλάδα εξεγείρεται υπέρ των Κρητικών. Η «Εθνική Εταιρεία», μυστικός σύλλογος με μεγαλοϊδεατικές τάσεις, παρέσυρε τελικά τη χώρα στη βάση μιας συστηματικής αυταπάτης στην αντίληψη ότι ο πόλεμος με την κραταιά Οθωμανική αυτοκρατορία θα ήταν περίπου ένας περίπατος και η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης ήταν κάτι το εφικτό πιέζοντας την κυβέρνηση Δηλιγιάννη να αναλάβει δράση. Η τελευταία στέλνει στρατιωτικό σώμα στην Κρήτη. Παράλληλα, οργανώνει για αντιπερισπασμό, εξεγέρσεις κατά των Τούρκων στην Ήπειρο και τη Μακεδονία.
Η Τουρκία αντιδρά και απαιτεί την αποχώρηση των ελληνικών δυνάμεων από την Κρήτη, απειλώντας με πόλεμο. Η ελληνική κυβέρνηση, μολονότι απροετοίμαστη για ένα τέτοιο ενδεχόμενο, σηκώνει το γάντι. Η Τουρκία κηρύσσει τον πόλεμο στις 5 Απριλίου 1897. Τα πλήθη στην Αθήνα κατευοδώνουν τους Έλληνες στρατιώτες, με την ευχή «στην Κωνσταντινούπολη».
Δυστυχώς, η έκβαση του πολέμου ήταν τέτοια, που πολύ σύντομα θα εύχονται να μην μπουν οι Τούρκοι τουλάχιστον στην Αθήνα. Ο τουρκικός στρατός, οργανωμένος από Γερμανούς αξιωματικούς, διέσπασε στην αρχή των επιχειρήσεων την ελληνική άμυνα στη Θεσσαλία, κατέλαβε τον Βόλο (26 Απριλίου), τον Δομοκό (5 Μαΐου) και έφθασε στα πρόθυρα της Λαμίας, όπου τους σταμάτησε η παρέμβαση του Τσάρου.
Η Μεγάλη Ιδέα είχε μετατραπεί σε μεγάλο όνειδος για τη χώρα. Όνειδος στρατιωτικό, διπλωματικό και οικονομικό. Η Ελλάδα κλήθηκε να πληρώσει πολεμική αποζημίωση στην Τουρκία, για καταστροφές που προξένησαν τα στρατεύματά της την πρώτη ημέρα του πολέμου, όταν και πέρασαν για λίγες ώρες τα ελληνοτουρκικά σύνορα. Το ποσό της αποζημίωσης ορίστηκε σε 4.000.000 λίρες. Υπέρογκο, αν σκεφτούμε ότι το μόνο που πρόλαβαν να κάνουν οι Έλληνες στρατιώτες, ήταν να καταστρέψουν μερικές καλύβες. Τότε, η τουρκική κυβέρνηση δικαιολόγησε αυτό το ποσό, επειδή είχε υποβληθεί σε έξοδα προκειμένου να κινητοποιήσει τον στρατό της κατά της Ελλάδας! Η Υψηλή Πύλη μάλιστα, απαιτούσε άμεση καταβολή της αποζημίωσης. Η Ελλάδα ήταν ήδη χρεοκοπημένη από το 1893 και την τελευταία πρωθυπουργία του Χαρίλαου Τρικούπη.
Οι διαπραγματεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης αυτή τη φορά οδήγησαν στην επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (ΔΟΕ), για την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας, που να εξασφαλίζει στους πιστωτές την αποπληρωμή και των παλαιότερων, αλλά και των νέων δανείων τους. Στις 28 Απριλίου 1898, μια διεθνής εξαμελής επιτροπή, ανέλαβε την οικονομική διοίκηση της χρεοκοπημένης χώρας. Αποτελούνταν από εκπροσώπους των ξένων τραπεζών, που είχαν δανείσει την Ελλάδα.
Η πρώτη ενέργεια της επιτροπής ήταν να δεσμεύσει τις βασικότερες πλουτοπαραγωγικές πηγές, για την εξόφληση του χρέους. Έτσι, της εκχωρήθηκαν τα κρατικά μονοπώλια άλατος, σπίρτων, πετρελαίου, παιγνιόχαρτων, σμύριδας, τσιγαρόχαρτου, ο φόρος καπνού, τα τέλη χαρτοσήμου και οι δασμοί του τελωνείου Πειραιώς! Παράλληλα, είχε κυρίαρχη γνώμη και για την έκδοση χρήματος, για τη σύναψη δανείων και γενικά για όλα σχεδόν τα δημοσιονομικά θέματα. Το πιο εντυπωσιακό ήταν, πως η Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου έθεσε υπό τον πλήρη έλεγχό της και τις προσλήψεις, τις μεταθέσεις και προαγωγές των υπαλλήλων του στενού δημοσίου τομέα! Ουσιαστικά, η ελληνική κυβέρνηση λειτουργούσε ως εντολοδόχος της επιτροπής, μην έχοντας λόγο για οτιδήποτε.
Όταν λειτούργησε η Επιτροπή του Ελέγχου, οι Μεγάλες Δυνάμεις χορήγησαν νέο δάνειο 170.000.000 χρυσών φράγκων, ώστε η Ελλάδα να πληρώσει την πολεμική αποζημίωση στην Τουρκία, για την πολεμική της ήττα, να αντιμετωπίσει το τρέχον υψηλό της έλλειμμα και ουσιαστικά από τότε, να μετατραπεί και επίσημα σε υποχείριο των δανειστών της.