«Κι όταν ήρθε το πρωί της Δευτέρας, όλοι οι προσκυνητές ετοιμάστηκαν και αρματώθηκαν, κι οι Βενετσιάνοι το ίδιο και ξανάφτιαξαν τις γέφυρες στα μεταγωγικά τους, στα ιππαγωγά τους και στις γαλέρες τους. Τα έβαλαν έπειτα στη γραμμή και ξεκίνησαν για την έφοδο. Και ο στόλος απλωνόταν σε μέτωπο μιας ολόκληρης λεύγας. Κι όταν έφτασαν στην όχθη και τραβήχθηκαν όσο πιο κοντά στα τείχη μπορούσαν, έριξαν τότε τις άγκυρες. Κι όταν αγκυροβόλησαν άρχισαν να χτυπάνε με τους καταπέλτες και τα τόξα και να ρίχνουν υγρό πυρ στους πύργους. Η φωτιά όμως δεν έπιανε, εξαιτίας των πετσωμάτων που σκέπαζαν τους πύργους. Και οι άλλοι από μέσα αμύνονταν με πείσμα κι έριχναν βλήματα από εξήντα λιθοβόλα, όλα τα βλήματα πάνω στα καράβια. Και τα καράβια ήταν τόσο καλά σκεπασμένα με μαδέρια και κληματόβεργες ώστε δεν έπαθαν μεγάλο κακό, και οι πέτρες ήταν τόσο μεγάλες ώστε ένας άντρας δε θα μπορούσε να σηκώσει μια από αυτές από της γη. Και ο Μούρτζουφλος ο αυτοκράτορας βρισκόταν πάνω στο λόφο του και τα ασημένια του βούκινα και τα τύμπανα αντηχούσαν και μέγας σάλαγος γινόταν και ενθάρρυνε τους άντρες του και έλεγε «Πηγαίνετε εδώ! Πηγαίνετε εκεί!» και τους έστελνε εκεί που έβλεπε πως υπήρχε πιο μεγάλη ανάγκη. Και μέσα σε όλο το στόλο δεν υπήρχαν περισσότερα από τέσσερα πέντε καράβια αρκετά ψηλά ώστε να φτάνουν στους πύργους, τόσο ψηλά ήταν εκείνοι. Και όλοι οι όροφοι των ξύλινων πύργων που ήταν φτιαγμένοι πάνω στους πέτρινους, κι αν ήταν πέντε ή έξη ή εφτά, ήταν επανδρωμένοι με στρατιώτες που υπερασπίζονταν τα τείχη. Και τόσο γερή ήταν η έφοδος που το καράβι του επισκόπου του Σουασόν συγκρούστηκε με έναν από τους πύργους με θαύμα θεού, καθώς η θάλασσα που ήταν συνεχώς ταραγμένη, το έσπρωξε πάνω στον πύργο.
Και πάνω στη γέφυρα του καραβιού ήταν ένας Βενετσιάνος και δυο ιππότες αρματωμένοι. Όταν το καράβι έπεσε πάνω στον πύργο αυτό, ο Βενετσιάνος πιάνεται με τα πόδια και τα χέρια όπως μπορούσε καλύτερα και μάχεται με τέτοια ορμή ώστε βρέθηκε μέσα στον πύργο. Όταν βρέθηκε μέσα, οι στρατιώτες που ήταν στον όροφο εκείνο, Άγγλοι, Δανοί και Έλληνες, κοιτάζουν, τον βλέπουν, και πέφτουν πάνω του με τσεκούρια και σπαθιά και τον κάνουν κομμάτια. Καθώς η θάλασσα ξανάφερνε μπροστά το καράβι, ξαναπέφτει αυτό πάνω στον πύργο. Τότε ο ένας από τους δυο ιππότες, Ανδρέας της Υρμπουάζ στο όνομα, τι κάνει; Αρπάζεται με χέρια και πόδια από την πολεμίστρα αυτή και χτυπιέται με τέτοια ορμή που βρίσκεται μέσα με τα γόνατα. Και όταν βρίσκεται με τα γόνατα μέσα, εκείνοι του χιμούν με τσεκούρια και σπαθιά και τον χτυπούν με λύσσα. Καθώς όμως φορούσε την πανοπλία του, δόξα τω Θεώ, δεν του έκαναν καμιά ζημιά, γιατί τον φύλαγε ο Θεός, ο Θεός που δεν ήθελε να κρατήσει πιο πολύ αυτό και να πεθάνει ο ιππότης εκεί, μόνο ήθελε, εξαιτίας της προδοσίας και του φονικού που είχε κάνει ο Μούρτζουφλος, να παρθεί η πόλη και να ντροπιαστούν όλοι αυτοί. Γι’ αυτό και ο ιππότης κατάφερε να σταθεί στα πόδια του. Κι όταν στάθηκε στα πόδια του, τράβηξε το σπαθί του. Κι όταν εκείνοι τον είδαν να στέκεται όρθιος, τρομάξαν και φοβήθηκαν τόσο πολύ που το έβαλαν στα πόδια και κατέφυγαν στον αποπάνω όροφο.
Κι όταν οι άλλοι που ήταν στον αποπάνω όροφο είδαν ότι οι αποκάτω έφευγαν με αυτόν τον τρόπο, άδειασαν κι αυτοί τον όροφο τους και δεν τόλμησαν να μείνουν άλλο εκεί. Κι έπειτα μπήκε κι άλλος ιππότης, κι άλλοι πολλοί μετά. Κι όταν βρέθηκαν μέσα, παίρνουν γερά σκοινιά, δένουν καλά το καράβι στον πύργο, κι όταν το έδεσαν μπήκαν στον πύργο κι αρκετοί άλλοι. Κι όταν η θάλασσα ξανάριχνε το καράβι προς τα πίσω, ο πύργος έτριζε συθέμελα με τόση δύναμη, ώστε φαινόταν πως το καράβι θα το έπαιρνε μαζί του κάτω. Τόσο που από ανάγκη ή από φόβο αναγκάστηκαν να λύσουν το καράβι. Κι όταν εκείνοι των άλλων ορόφων από κάτω είδαν πως ο πύργος είχε πλημμυρίσει Φράγκους τρόμαξαν τόσο που δε τόλμησε κανείς τους να μείνει εκεί αλλά άδειασαν ολόκληρο τον πύργο. Κι ό Μούρτζουφλος που τα έβλεπε όλα αυτά, έδινε κουράγιο στους δικούς του και τους έστελνε όπου έβλεπε ότι ήταν αγριότερη η επίθεση. Κι ενώ ο πύργος εκείνος είχε αλωθεί με το θαύμα αυτό, το καράβι τους αφέντη Πέτρου του Μπρασέ πέφτει κι αυτό πάνω σε άλλο πύργο. Κι όταν έπεσε πάνω του, εκείνοι που ήταν πάνω στη γέφυρα του καραβιού αρχίζουν μια γερή επίθεση ενάντια στον πύργο, και με θαύμα θεού, ο πύργος πάρθηκε.
75. Κι όταν οι άντρες μας πάτησαν τους δυο πύργους και βρέθηκαν μέσα σε αυτούς, δεν τολμούσαν να κουνηθούν από εκεί εξαιτίας του πλήθους των ανθρώπων που έβλεπαν γύρω τους στο τείχος και μέσα στους άλλους πύργους και κάτω από το τείχος. Σάστιζε το μυαλό σου, τόσο πολλοί που ήταν. Όταν ο αφέντης Πέτρος τη Αμιένης είδε πως εκείνοι που ήταν μέσα στους πύργους δεν κινούνταν και είδε τη στάση των Ελλήνων, τι κάνει τότε; Ξεπεζεύει κι αυτός και οι άντρες του, σε ένα μικρό κομμάτι γης που ήταν ανάμεσα στα τείχη και στη θάλασσα. Κι όταν κατέβηκαν, τότε κοιτάζουν μπρος τους, και βλέπουν μια πορτούλα που της είχαν βγάλει τα πορτόφυλλα και την είχαν χτίσει ξανά. Έρχεται τότε εκεί. Και μαζί του είχε δέκα ιππότες και καμμιά εξηνταριά στρατιώτες. Ήταν εκεί κι ένας παπάς, στο όνομα Αλώμ του Κλαρί, που ήταν τόσο άξιος εκεί που τον χρειαζόντουσαν ώστε σε όλες τις εφόδους που λάβαινε μέρος ήταν ο πρώτος. Και στην κατάληψη του πύργου του Γαλατά, ο κληρικός αυτός είχε κάνει περισσότερα ανδραγαθήματα μόνος του, ένα προς ένα, από όλους τους άλλους άνδρες του στρατεύματος, εκτός από τον αφέντη Πέτρο του Μπρασέ: αυτός ήταν που ξεπέρασε όλους τους άλλους, άρχοντες και παρακατιανούς, γιατί κανένας δεν έκανε τέτοια ανδραγαθήματα και τέτοιες παλληκαριές μόνος του όπως ο Πέτρος του Μπρασέ.
Κι όταν πήγαν στην πορτούλα αυτή άρχισαν να χτυπούν με δύναμη. Κι οι πέτρες τινάζονταν με τόση δύναμη και τόσο πολύ λιθοβολισμό δεχόταν από τα τείχη ώστε έμοιαζαν θαμμένοι κάτω από τα λιθάρια, τόσα πολλά έπεφταν. Κι εκείνοι από κάτω είχαν ασπίδες μεγάλες και μικρές και σκέπαζαν αυτούς που χτυπούσαν την πόρτα. Και από τα τείχη άδειαζαν πάνω τους πιθάρια γεμάτα καυτή πίσσα, υγρό πυρ [Fu griiois «ελληνικό πυρ»] και τους έριχναν πελώριες πέτρες, έτσι από θαύμα θεού δε σκοτώθηκαν όλοι. Και ο αφέντης Πέτρος και οι άντρες του τράβηξαν τόσα βάσανα και κόπους όσα δεν τους ήταν γραμμένο να τραβήξουν. Και χτυπούσαν με τέτοια ορμή την πόρτα με τσεκούρια, με γερά σπαθιά, με σανίδες, με λοστούς και κοντάρια που στο τέλος της άνοιξαν μια μεγάλη τρύπα. Και όταν την τρύπησαν την πορτούλα αυτή κοίταξαν από την τρύπα και είδαν τέτοιο πλήθος ανθρώπων και ψηλά και χαμηλά που φαινόταν πως ο μισός κόσμος είχε μαζευτεί εκεί, και δεν τολμούσαν να κάνουν καρδιά να μπουν μέσα.
76. Όταν ο Αλώμ ο κληρικός είδε πως κανείς δεν τολμούσε να μπει μέσα, πήδησε μπροστά και είπε πως θα έμπαινε. Ήταν εκεί ένας ιππότης, ο αδελφός του Ροβέρτος του Κλαρί που του το απαγόρευσε και του είπε ότι δε θα έμπαινε. Κι ο παπάς είπε πως θα έμπαινε. Και χώνεται μέσα, με χέρια και πόδια. Όταν ο αδελφός του το είδε αυτό, τον πιάνει από το πόδι και αρχίζει να τον τραβά προς το μέρος του, όμως ο κληρικός είτε το ήθελε είτε όχι ο αδελφός του, μπήκε μέσα. Όταν βρέθηκε μέσα, πλήθος οι Έλληνες όρμησαν πάνω του και πάνω από τα τείχη άρχισαν να του πετούν μεγάλα λιθάρια. Όταν το είδε αυτό ο παπάς, βγάζει το μαχαίρι , χύνεται πάνω τους και τους βάζει μπροστά σαν ζωντανά. Και έλεγε στους άλλους απέξω: «Άρχοντες, μπείτε μέσα με θάρρος! Βλέπω ότι το βάζουν στα πόδια για τα καλά και σκορπίζονται». Όταν ο αφέντης Πέτρος το άκουσε αυτό, και οι άντρες του που ήταν έξω, μπήκε μέσα μαζί με τους άντρες του. Δεν ήταν πάνω από δέκα ιππότες και είχε κι εξήντα στρατιώτες μαζί του. Κι όλοι ήταν πεζοί εκεί μέσα. Κι όταν βρέθηκαν μέσα, κι εκείνοι που ήταν πάνω στα τείχη και σε εκείνο το μέρος τους είδαν, ένοιωσαν τέτοιο φόβο που δεν τόλμησαν να σταθούν σε εκείνο το μέρος αλλά άδειασαν ένα μεγάλο μέρος του τείχους και το έβαλαν στα πόδια όσο μπορούσε ο καθένας γρηγορότερα. Και ο αυτοκράτορας Μούρτζουφλος ο προδότης, ήταν πολύ κοντά εκεί, μιας πετριάς δρόμο περίπου, και τα ασημένια βούκινα και τα τύμπανά του αντηχούσαν με μεγάλο σάλαγο.
77. Όταν είδε τον αφέντη Πέτρο και τους άντρες του που ήταν πεζοί και μέσα στην πόλη προσποιήθηκε πως θα τους επιτεθεί, σπιρούνισε το άλογό του κι έφτασε ώς τα μισά της απόστασης. Όταν ο αφέντης Πέτρος τον είδε να έρχεται, άρχισε να εμψυχώνει τους άντρες του και να λέει: «Τώρα, άρχοντες, τώρα ήρθε η στιγμή να σταθούμε καλά! Σε λίγο θα έχουμε μάχη: να ο αυτοκράτορας που έρχεται! Κανείς να μην τολμήσει να φύγει, μόνο σταθείτε να πολεμήσετε γερά!»
78. Όταν ο Μούρτζουφλος ο προδότης είδε ότι δεν το έβαζαν στα πόδια, στάθηκε κι ύστερα γύρισε πίσω στις σκηνές του. Όταν ο αφέντης Πέτρος είδε πως ο αυτοκράτορας είχε στραφεί πίσω, έστειλε μια ομάδα από τους στρατιώτες του σε μια πύλη που ήταν εκεί κοντά με τη διαταγή να τη σπάσουν και να την ανοίξουν. Κι εκείνοι πήγαν εκεί κι άρχισαν να χτυπούν και να τσακίζουν την πύλη με τσεκούρια και σπαθιά, μέχρι που έσπασαν τις σιδερένιες αμπάρες που ήταν πολύ γερές και τα σιδερένια μάνταλα και άνοιξαν την πύλη. Κι όταν η πύλη ανοίχθηκε κι εκείνοι που ήταν απέξω το είδαν ,έφεραν πιο κοντά τα ιππαγωγά τους, έβγαλαν τα άλογα έξω, τα καβάλησαν, κι άρχισαν να μπαίνουν θριαμβευτικά στην πόλη από την πύλη. Κι όταν μπήκαν οι Φράγκοι μέσα στην πόλη και έφιπποι και τους είδε ο αυτοκράτορας Μούρτζουφλος ο προδότης, ένοιωσε τόσο μεγάλο φόβο που παράτησε τις σκηνές του, με τα χρυσαφικά του μέσα, και έφυγε προς το εσωτερικό της πόλης που ήταν πολύ μεγάλη και σε πλάτος και σε μήκος, γιατί λένε στον τόπο εκείνο ότι ο γύρος των τειχών είναι εννιά σωστές λεύγες, τόσο είναι τα τείχη που περιβάλλουν την πόλη, και η πόλη στο εσωτερικό έχει δυο φράγκικες λεύγες μήκος και άλλες δυο πλάτος. Έτσι ο αφέντης Πέτρος του Μπρασέ πήρε στην κατοχή του τις σκηνές του Μούρτζουφλου και τα σεντούκια του και τα χρυσαφικά του, που ο Μούρτζουφλος τα άφησε εκεί. Κι όταν αυτοί που αμύνονταν στα τείχη και τους πύργους είδαν πως οι Φράγκοι είχαν μπει στην πόλη και ο αυτοκράτοράς τους είχε φύγει, δεν τόλμησαν να μείνουν εκεί, αλλά το έβαλαν στα πόδια όπως όπως και έτσι η πόλη πάρθηκε.
Όταν λοιπόν πάρθηκε η πόλη και οι Φράγκοι βρέθηκαν μέσα, στάθηκαν ήρεμοι. Οι μεγάλοι ευγενείς συνάχθηκαν τότε, κι έκαναν μεταξύ τους συμβούλιο για το τι θα έκαναν. Διαλάλησαν τότε σε όλο το στράτευμα να μην προχωρήσει κανείς μέσα στην πόλη, γιατί ήταν επικίνδυνο να μπει κανείς πιο μέσα, από φόβο μήπως τους ρίξουν πέτρες από τα παλάτια που ήταν εκεί πολύ μεγάλα και ψηλά ή μήπως τους σκοτώσουν μέσα στους δρόμους που ήταν πολύ στενοί κι όπου δε θα μπορούσαν να αμυνθούν ή μήπως τους ρίχνουν φωτιά από πίσω και τους κάψουν. Εξαιτίας αυτών των περιπετειών και των κινδύνων δεν τόλμησαν να προχωρήσουν ούτε να σκορπίσουν, μόνο έμειναν εκεί ακίνητοι. Και οι ευγενείς συμφώνησαν μεταξύ τους ότι αν οι Έλληνες ήθελαν να πολεμήσουν την άλλη μέρα, ακόμη κι αν ήταν εκατό φορές περισσότεροι από όσοι ήταν οι Φράγκοι, τότε θα οπλίζονταν την άλλη μέρα το πρωί και θα παρέτασσαν το σώμα μάχης τους και θα τους περίμεναν σε θέσεις που ήταν μπροστά στην πόλη. Κι αν δε ήθελαν να παραδώσουν την πόλη, τότε θα κοίταζαν από ποια μεριά φυσούσε ο άνεμος και θα έβαζαν φωτιά προς την κατεύθυνση του ανέμου και θα τους έκαιγαν: κι έτσι θα τους έπαιρναν με τη βία. Όλοι οι ευγενείς έμειναν σύμφωνοι σε αυτό. Κι όταν ήρθε το σούρουπο, οι προσκυνητές έβγαλαν τις πανοπλίες τους και αναπαύθηκαν, έφαγαν και κοιμήθηκαν εκεί εκείνη τη νύχτα, μπροστά στο στόλο τους, από μέσα από τα τείχη.
79. Όταν κόντευαν μεσάνυκτα, ο αυτοκράτορας Μούρτζουφλος ο προδότης, έμαθε ότι όλοι οι Φράγκοι βρίσκονταν μέσα στην πόλη, ένοιωσε φόβο μεγάλο και δεν τόλμησε να μείνει εκεί, μόνο έφυγε κρυφά από την πόλη τα μεσάνυκτα. Όταν οι Έλληνες είδαν ότι ο αυτοκράτοράς τους το είχε σκάσει, πήγαν την ίδια νύχτα σε ένα μεγάλο άρχοντα της πόλης, Λασκαρης το όνομά του, κι αμέσως τον έκαναν αυτοκράτορα. Όταν αυτός έγινε αυτοκράτορας, δεν τόλμησε να μείνει εκεί, αλλά μπήκε σε μια γαλέρα πριν ξημερώσει, πέρασε το Στενό του Αγίου Γεωργίου και πήγε στη Νίκαια τη Μεγάλη, που είναι μια καλή πόλη: εκεί στάθηκε κι έγινε αφέντης κι αυτοκράτορας.
80. Όταν ήρθε το πρωί της άλλης μέρας [Τρίτη 13 Απριλίου 1204], παπάδες και ιερωμένοι ντυμένοι με τα ιερατικά τους ενδύματα, Άγγλοι, Δανοί κι από άλλα έθνη, έρχονται σε λιτανεία στο στρατόπεδο των Φράγκων, τους ζητούν έλεος και τους λένε τι είχαν κάνει οι Έλληνες και λένε πως όλοι οι Έλληνες είχαν φύγει κι ότι μονάχα η φτωχολογιά είχε απομείνει στην πόλη. Όταν οι Φράγκοι το άκουσαν αυτό, καταχάρηκαν. Κι ύστερα διαλάλησαν σε όλο το στρατόπεδο να μην πάρει κανείς κάποιο σπίτι για κατοικία του πριν κανονιστεί το πώς θα τα έπαιρναν. Κι έπειτα μαζεύτηκαν ο άρχοντες οι πλούσιοι και τα συζήτησαν μεταξύ τους, χωρίς οι παρακατιανοί να μάθουν τίποτα, ούτε οι φτωχοί ιππότες του στρατεύματος, αποφάσισαν να πάρουν τα καλύτερα καταλύματα της πόλης. Κι από τότε άρχισαν να προδίδουν τους παρακατιανούς και να τους δείχνουν κακοπιστία και πως είναι κακοί σύντροφοι, πράγμα που κατόπιν το πλήρωσαν ακριβά, όπως θα σας το πούμε αργότερα.
Έστειλαν λοιπόν και έπιασαν όλα τα καλύτερα και πλουσιότερα οικήματα της πόλης, έτσι που τα είχαν όλα καταλάβει πριν οι φτωχοί ιππότες και το παρακατιανό στράτευμα το πάρουν είδηση. Κι όταν οι παρακατιανοί το πήραν είδηση βολεύτηκαν όπως όπως με ότι τους έπεφτε στο χέρι. Βρήκαν βέβαια πολλά, και πήραν πολλά και έμειναν και πολλά, γιατί η πόλη ήταν μεγάλη και πολυάνθρωπη. Ο μαρκήσιος πήρε το παλάτι του Βουκολέοντα και την εκκλησία της Αγίας Σοφίας και τα οικήματα του πατριάρχη. Και οι άλλοι άρχοντες όπως και οι κόμητες πήραν τα πιο πλούσια παλάτια κα τα πιο πλούσια μοναστήρια που μπόρεσαν να βρουν, γιατί, μετά που αλώθηκε η πόλη, δεν έκαναν κακό ούτε σε φτωχό ούτε σε πλούσιο, αλλά όποιος θέλησε να φύγει έφυγε κι όποιος θέλησε να μείνει έμεινε: και οι πλουσιότεροι της πόλης έφυγαν.
81. Και όρισαν να μεταφερθούν όλα τα λάφυρα σε ένα μοναστήρι που ήταν στην πόλη. Και εκεί μεταφέρθηκαν όλα τα πλούτη και πήραν δέκα άρχοντες ιππότες από τους προσκυνητές και δέκα Βενετσιάνους που τους θεωρούσαν νομοταγείς και τους έβαλαν να φρουρούν τα πλούτη αυτά. Όταν τα πλούτη μεταφέρθηκαν εκεί, ήταν τόσα πολλά, τόσα τα χρυσά και ασημένια σκεύη, τόσα τα χρυσοκέντητα υφάσματα, τόσα τα πλούσια στολίδια που ήταν κάτι το θαυμαστό το βιός αυτό που είχε συναχθεί εκεί. Και αφότου πλάστηκε ο κόσμος, τόσο μεγάλος θησαυρός και με τόσα καλοφτιαγμένα αντικείμενα και τόσο πλούσιος δεν είχε αποκτηθεί, ούτε τον καιρό του Αλέξανδρου ούτε τον καιρό του Καρλομάγνου, ούτε πριν ούτε μετά. Και απ τη μεριά μου, δεν πιστεύω πως και στις σαράντα πιο πλούσιες πόλεις του κόσμου μπορεί να υπάρχει τόσος πλούτος όσος βρίσκεται μέσα στην Κωνσταντινούπολη. Και οι Έλληνες μαρτυρούσαν πως τα δύο τρίτα του πλούτου όλου του κόσμου ήταν στην Κωνσταντινούπολη και το άλλο ένα τρίτο είναι διασκορπισμένο στον υπόλοιπο κόσμο. […]
82. Όταν η πόλη πάρθηκε και οι προσκυνητές έπιασαν τα καταλύματά τους, όπως σας είπα, και καταλήφθηκαν και τα παλάτια, βρήκαν μέσα σε αυτά άπειρο πλούτο. Το παλάτι του Βουκολέοντα είχε την κατασκευή και τον πλούτο που θα σας πω. Μέσα σε αυτό το παλάτι που κατείχε ο μαρκήσιος υπήρχαν πεντακόσια οικήματα συνεχόμενα όλα μεταξύ τους και όλα φτιαγμένα από χρυσό μωσαϊκό, και τριάντα ακόμη παρεκκλήσια, μεγάλα και μικρά. Ήταν ένα από αυτά το Μέγα Παρεκκλήσιο το λεγόμενο, που είχε τόσο ανεκτίμητο πλούτο ώστε τα πόμολα και οι αμπάρες του και όλα τα σιδερικά ήταν από ασήμι. Κι οι κολόνες του ήταν ή από ίασπη ή από πορφυρίτη από πλούσια πολύτιμα πετράδια. Και το πλακόστρωτο του παρεκκλησιού ήταν από λευκό μάρμαρο τόσο στιλπνό και καθαρό που έμοιαζε σαν κρύσταλλο. […]
83. Και στο παρεκκλήσι αυτό υπήρχαν κι άλλα λείψανα ακόμα που ξεχάσαμε να σας πούμε: υπήρχαν δυο ολόχρυσα καράβια που κρέμονταν στη μέση της εκκλησίας από μια ασημένια αλυσίδα […]. Στο παλάτι των Βλαχερνών υπήρχαν κάπου είκοσι παρεκκλήσια και διακόσια οικήματα ή τριακόσια συνεχόμενα, όλα φτιαγμένα από χρυσό μωσαϊκό. Και το παλάτι αυτό ήταν τόσο πλούσια στολισμένο που είναι αδύνατο να το περιγράψουμε ή να το ιστορήσουμε τον πλούτο του και τα πολύτιμα που είχε. Στο παλάτι αυτό των Βλαχερνών βρήκαν ένα πολύ μεγάλο και πολύ πλούσιο θησαυρό, βρήκαν δηλαδή τα στέμματα που είχαν φορέσει οι προηγούμενοι αυτοκράτορες και τα χρυσά στολίδια και τα βαρύτιμα χρυσοκέντητα μεταξωτά και τους βαρύτιμους αυτοκρατορικούς χιτώνες και τα ατίμητα πολύτιμα πετράδια και τόσα άλλα πλούτη που δεν μπορούμε να απαριθμήσουμε το μεγάλο θησαυρό από χρυσάφι και ασήμι που βρέθηκε στα παλάτια και σε πολλούς τόπους κι άλλα μέρη της πόλης.
84. Έπειτα οι προσκυνητές περιεργάστηκαν το μέγεθος της πόλης και τα παλάτια και τα πλούσια μοναστήρια, και τις πλούσιες εκκλησίες, και τόσα και τόσα θαυμάσια που είχε η πόλη. Και θαύμασαν πολύ και την εκκλησία της Αγίας Σοφίας και τον πλούτο που είχε μέσα.
85. Θα σας πω τώρα για την εκκλησία της Αγίας Σοφίας πώς ήταν φτιαγμένη: Αγία Σοφία στα ελληνικά είναι η Αγία Τριάδα στα φράγκικα. Η εκκλησία της Αγίας Σοφίας είναι ολοστρόγγυλη. Μέσα στην εκκλησία υπήρχαν αψίδες σε κύκλο που στηρίζονταν σε χοντρές πλουσιοστόλιστες κολόνες, γιατί δεν υπήρχε κολόνα που να μην ήταν από ίασπη ή πορφυρίτη ή πολύτιμα πετράδια, […] και δεν υπήρχε πόρτα στην εκκλησία αυτή, ούτε στρόφιγγα ούτε σύρτης, ούτε άλλο σιδερικό που να μην ήταν από ασήμι. Το θυσιαστήριο της εκκλησίας ήταν τόσο πλούσιο που δεν μπορεί να εκτιμηθεί η αξία του, γιατί η τράπεζα του θυσιαστηρίου ήταν όλη από χρυσάφι κι από πολύτιμα πετράδια θρυμματισμένα και λιωμένα, χυμένα όλα μαζί, προσφορά ενός πλούσιου αυτοκράτορα. Και η τράπεζα αυτή είχε δεκατέσσερα πόδια μήκος. Γύρω από το θυσιαστήριο υπήρχαν ασημένιες κολόνες που υποβάσταζαν, πάνω από το θυσιαστήριο, έναν «ουρανό», όλον από συμπαγές ασήμι και βαρύ σαν καμπαναριό, τόσο μεγάλης αξίας που δεν μπορεί να υπολογιστεί. [Σαράντα χιλιάδες λίτρες ασήμι.] Ο χώρος που διαβάζονταν το ευαγγέλιο ήταν τόσο πλούσιος και θαυμάσια στολισμένος που είναι αδύνατο να περιγραφεί η κατασκευή του. Σε όλη την εκκλησία κρέμονταν εκατό περίπου πολυέλαιοι. Και δε υπήρχε πολυέλαιος που να μην κρέμεται από χοντρή ασημένια αλυσίδα, που το πάχος της έφτανε το μπράτσο ενός άντρα. Σε κάθε πολυέλαιο έκαιγαν εικοσιπέντε ή και περισσότερα λυχνάρια. Και δεν υπήρχε πολυέλαιος που να μην αξίζει μέχρι διακόσια ασημένια μάρκα. […]
86. Κατόπιν, μπροστά στην εκκλησία αυτή της Αγίας Σοφίας, ήταν μια χοντρή κολόνα, με πάχος τρία αντρίκια μπράτσα και ύψος πενήντα οργιές: ήταν φτιαγμένη από μάρμαρο και, πάνω από το μάρμαρο είχε χαλκό, και είχε πολύ γερές σιδεροδεσιές. Ψηλά, στην άκρη της κολόνας αυτής ήταν μια πέτρα με μήκος δεκαπέντε πόδια κι άλλο τόσο φάρδος. Πάνω στην πέτρα αυτή ήταν ένας αυτοκράτορας χυμένος σε χαλκό, πάνω σε ένα μεγάλο άλογο από χαλκό, και έδειχνε με το χέρι του προς τη χώρα των ειδωλολατρών. Και πάνω του ήταν γραμμένα γράμματα που έλεγαν πως ορκιζόταν ότι ποτέ δε θα έχουν ανάπαυλα μαζί του οι Σαρακηνοί. Και πάνω στο άλλο του χέρι κρατούσε ένα χρυσό μήλο με ένα σταυρό πάνω στο μήλο. Και οι Έλληνες έλεγαν πως ήταν ο αυτοκράτορας Ηράκλειος.[Σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες, ήταν ο Ιουστινιανός.]
87. Έπειτα, σε ένα άλλο μέρος τη πόλης ήταν μια άλλη εκκλησία που την έλεγαν εκκλησία των Επτά Αποστόλων. [Η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων.] Έλεγαν πως ήταν ακόμη πιο πλούσια και χρυσοστόλιστη κι από την εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Τόσα πολλά πλούτη και στολίδια είχε που δεν περιγράφεται ο πλούτος και τα στολίδια της εκκλησίας αυτής. Εφτά σώματα αποστόλων κείτονταν στο μοναστήρι αυτό. […] Και λεγόταν πως εκεί κείτονταν κι ο Κωνσταντίνος ο αυτοκράτορας και η Ελένη, και άλλοι πολλοί αυτοκράτορες.
88. Κι αλλού στην πόλη υπήρχε μια πύλη που την έλεγαν του Χρυσού Μανδύα. [Η πύλη της Γυρολίμνης, κοντά στο παλάτι των Βλαχερνών.] Πάνω στην πύλη αυτή υπήρχε μια χρυσή σφαίρα, που ήταν φτιαγμένη με τέτοια μαγεία, ώστε, όπως έλεγαν οι Έλληνες, όσο θα βρισκόταν εκεί η χρυσή αυτή σφαίρα, ποτέ δε θα έπεφταν πάνω στην πόλη αστραπόβροντα. Πάνω στη σφαίρα αυτή υπήρχε ένα άγαλμα χυμένο σε χαλκό, ντυμένο με χρυσό μανδύα, που τον άπλωνε προς τα μπρος με το ένα του χέρι, και πάνω του ήταν γράμματα γραμμένα που έλεγαν ότι «όλοι όσοι θα μένουν ένα χρόνο στην Κωνσταντινούπολη πρέπει να αποκτήσουν ένα χρυσό μανδύα σαν κι αυτόν που έχω εγώ».
89. Αλλού στην πόλη υπάρχει μια άλλη πύλη που τη ονομάζουν Χρυσόπορτα. [Η νοτιότερη πύλη των χερσαίων τειχών της Πόλης.] Πάνω στην πύλη αυτή ήταν δυο ελέφαντες χυμένοι σε χαλκό, τόσο μεγάλοι που ήταν κάτι το θαυμαστό. […]
90. Σε ένα άλλο τώρα μέρος της πόλης υπήρχε ένα άλλο θαύμα: κοντά στο παλάτι του Βουκολέοντα ήταν ένας χώρος που τον έλεγαν Τα Παιγνίδια του αυτοκράτορα […εννοεί τον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης.] Ο χώρος αυτός έχει μήκος μιάμιση βολή βαλλιστρίδας και περίπου μια πλάτος. Ολόγυρα από το χώρο υπήρχαν τριάντα ή σαράντα κερκίδες όπου ανέβαιναν οι Έλληνες για να παρακολουθήσουν τα παιγνίδια. [O Ιππόδρομος είχε χωρητικότητα περί τους 150 χιλιάδες θεατές.] Και πάνω από τις κερκίδες αυτές υπήρχαν πολύ ωραία και ευπρεπισμένα θεωρεία, όπου κάθονταν, την ώρα του παιγνιδιού, ο αυτοκράτορας και η αυτοκράτειρα καθώς και οι άλλοι άρχοντες με τις αρχόντισσες. […] Κατά μήκος αυτού του χώρου υπήρχε τείχος δεκαπέντε πόδια ύψος και δέκα πλάτος: πάνω από αυτό το τείχος ήταν χυμένοι σε χαλκό άντρες και γυναίκες και άλογα και βόδια και καμήλες και αρκούδες και λιοντάρια και κάθε λογής ζώα, τόσο ωραία φτιαγμένα όλα και με τόση φυσικότητα που δεν υπάρχει στους τόπους των απίστων ή στη χριστιανοσύνη μάστορας τόσο επιδέξιος που να μπορεί να απεικονίσει και να σμιλέψει μορφές όπως ήταν φτιαγμένες αυτές οι μορφές. Και άλλοτε με διάφορα μαγικά έπαιζαν οι μορφές αυτές, τώρα όμως δεν παίζουν πια. Κι όταν οι Φράγκοι είδαν τα Παιγνίδια αυτά του αυτοκράτορα τα κοίταζαν σαν πράγματα θαυμαστά.
91. Σε κάποιο άλλο μέρος τη πόλης υπήρχε και κάτι άλλο θαυμαστό. Υπήρχαν δύο μορφές χυμένες σε χαλκό, σε σχήμα γυναίκας, πολύ καλά και με φυσικότητα φτιαγμένες, και πολύ όμορφες, και είχαν κι οι δυο τους ύψος είκοσι πόδια. Η μια από αυτές άπλωνε το χέρι της προς τη Δύση. Και πάνω της ήταν γραμμένα γράμματα που έλεγαν: «Από τη μεριά της Δύσης θα έρθουν αυτοί που θα κατακτήσουν την Κωνσταντινούπολη». Και η άλλη μορφή έδειχνε με το χέρι έναν βρωμότοπο και έλεγε: «Εκεί μέσα, έλεγε το άγαλμα, θα τους παραχώσουμε». Οι δυο μορφές στέκονταν μπροστά στην Αγορά, που ήταν πάντοτε πλούσιο μέρος, κι εκεί ήταν οι πλούσιοι σαράφηδες που είχαν μπροστά τους βουναλάκια τα νομίσματα και τα πολύτιμα πετράδια, πριν από την άλωση της πολης. Τώρα όμως που αλώθηκε η πόλη δεν υπάρχουν τόσα πολλά πια.
92. Και κάπου αλλού στην πόλη [Στην Αγορά του Θεοδόσιου] υπήρχε και κάτι πιο θαυμαστό ακόμη: υπήρχαν δυο κολώνες [Oι κολόνες του Ξηρόλοφου και του Ταύρου], πάχους τριών αντρίκιων μπράτσων η καθεμιά και πενήντα οργιών ύψους. Και πάνω στην κάθεμια από τις κολόνες αυτές κάθονταν κι απ’ ένας ερημίτης, πάνω ψηλά, σε μικρά κουβούκλια που ήταν εκεί. Και μέσα στις κολόνες υπήρχαν στριφογυριστές σκάλες από όπου ανέβαιναν. Στο έξω μέρος της κάθε κολώνας ήταν ζωγραφισμένες και προφητικά γραμμένες όλες οι περιπέτειες και οι κατακτήσεις που συνέβηκαν στην Κωνσταντινούπολη ή που θα συμβούν στο μέλλον. Και δεν μπορούσε κανείς να μάθει την περιπέτεια πριν αυτή συμβεί, κι όταν αυτή συνέβαινε, τότε οι άνθρωποι πήγαιναν εκεί και αερολογούσαν κι έβλεπαν τότε καθαρά εκεί την περιπέτεια που τους είχε συμβεί. Ακόμη και η κατάκτηση της πόλης από τους Φράγκους ήταν γραμμένη και εικονισμένη εκεί και τα καράβια που έκαναν την επίθεση και πάρθηκε η πόλη. Και οι Έλληνες δεν μπόρεσαν να καταλάβουν από πριν το τι θα γινόταν. Κι όταν αυτό έγινε, πήγαν και αερολογούσαν και κοίταζαν τις κολόνες και βρήκαν πως τα γράμματα που ήταν γραμμένα πάνω στα ζωγραφισμένα καράβια έλεγαν πως από τη Δύση θα ερχόταν μια φυλή ξυρισμένη και με σιδερένιες πανοπλίες που θα κατακτούσε την Κωνσταντινούπολη. Όλα αυτά τα θαυμάσια που σας ιστορώ εδώ και πάμπολλα ακόμα άλλα θαυμάσια που δεν μπορώ να σας ιστορήσω, όλα αυτά τα βρήκαν οι Φράγκοι στην Κωνσταντινούπολη, όταν την κατέκτησαν».
Ἡ περιγραφὴ τοῦ Γοδεφρείδου Βιλλαρδουίνου, ἑλλην. μετ. Κ. Ἀντύπας, Ἀθήνα 2002:
128. «Τώρα μπορείτε να μάθετε πως κοίταζαν επίμονα την Κωνσταντινούπολη εκείνοι που δεν την είχαν δει ποτέ. [Αναφέρεται στην στιγμή όπου τα δυτικά στρατεύματα πρωτοαντίκρυσαν την Πόλη, 24 Ιουνίου 1203]. Γιατί δεν μπορούσαν καθόλου να σκεφτούν πως μπορεί να υπάρχει σε όλο τον κόσμο μια τόσο πλούσια πόλη, όταν είδαν αυτά τα ψηλά της τείχη και τους πλούσιους πύργους κι αυτά τα πλούσια παλάτια με τις ψηλές εκκλησίες, που ήταν τόσες πολλές που κανείς δεν θα το πίστευε αν δε το έβλεπε με τα μάτια του, και ακόμα το μήκος της πόλης που κυβερνούσε τις υπόλοιπες. Και μάθετε πως δεν υπήρξε άνθρωπος, άνθρωπος τόσο ασυγκίνητος, που να μην ανατριχιάσει. Κι αυτό δεν ήταν καθόλου περίεργο, γιατί ποτέ δεν ανέλαβαν άνθρωποι μια τόσο μεγάλη επιχείρηση από τότε που χτίστηκε ο κόσμος.
242. [12 Απριλίου 1204]. Έτσι κράτησε για πολύ η επίθεση μέχρι που ο Κύριος Ημών έκανε να σηκωθεί ένας αέρας που το ονομάζουν Βοριά και έσπρωξε τα καράβια προς την ακτή , περισσότερο από ότι πριν, και μαζί με αυτά και δυο πλοία που ήταν δεμένα μαζί, που το ένα λεγόταν «Η Προσκυνήτρια» [La Pelerine] και το άλλο «Ο Παράδεισος» [Li Paravis] και εκείνα πλησίασαν στον πύργο, έτσι όπως τα οδήγησε ο Θεός και ο άνεμος, μέχρι που η σκάλα της Προσκυνήτριας ακούμπησε στον πύργο. Κι αμέσως ένας Βενετός κι ένας ιππότης που λεγόταν Ανδρέας Ντυρμπουάζ μπήκαν στον πύργο και οι υπόλοιποι άρχισαν να μπαίνουν πίσω από αυτούς. Και κείνοι στον πύργο νικήθηκαν και τράπηκαν σε φυγή.
243. Μόλις είδανε τούτο οι ιππότες που ήταν μέσα στα ιππαγωγά, βγήκαν στη στεριά και στήσανε σκάλες πάνω στα τείχη και ανέβηκαν πάνω στα τείχη με ορμή και κατέλαβαν κάπου τέσσερις πύργους. Και άρχισαν να αποβιβάζονται από τα μεταγωγικά και τα ιππαγωγά και τις γαλέρες όποιος μπορούσε πρωτύτερα. Και σπάσανε κάπου τρεις πύλες και μπήκαν μέσα. Και άρχισαν να τραβάνε τα άλογα έξω από τα ιππαγωγά. Και οι ιππότες άρχισαν να ανεβαίνουν στα άλογα και προχώρησαν προς τα εκεί που είχε στρατοπεδεύσει ο αυτοκράτορας Μούρτζουφλος. Και εκείνος είχε παρατάξει τα σώματα μάχης του μπροστά απ τις σκηνές. Και όταν ήταν να έρχονται οι ιππότες πάνω στα άλογά τους υποχώρησαν και έφυγε ο αυτοκράτορας μέσα από τους δρόμους για να καταφύγει στο κάστρο του Βουκολέοντα.
244. Τότε να βλέπατε τους Γρύπες [Χρησιμοποιεί το όνομα Γρύπες περιφρονητικά για τους Έλληνες] να νικώνται και να τους παίρνουμε άλογα για μάχη και για περίπατο, μούλες και μουλάρια και άλλα λάφυρα. Και ήταν τόσοι οι νεκροί και οι πληγωμένοι που δεν είχαν τέλος ούτε αριθμό. Πολλοί από τους σπουδαίους ανθρώπους της Ελλάδας κατευθύνθηκαν προς την πύλη των Βλαχερνών. Και ήταν πια προχωρημένο απόγευμα και εκείνοι του στρατού ήταν καταπονημένοι από τη μάχη και τη σφαγή. Και άρχισαν να συγκεντρώνονται σε μια μεγάλη πλατεία, που ήταν μέσα στην Κωνσταντινούπολη. Και αποφάσισαν να στρατοπεδεύσουν κοντά στα τείχη και τους πύργους που είχαν καταλάβει. Γιατί δεν πίστευαν καθόλου πως είχαν νικήσει την πόλη μέσα σε ένα μήνα, και τις ψηλές εκκλησίες και τα ψηλά παλάτια και τον κόσμο που ήταν μέσα. Έτσι όπως ορίστηκε έτσι έγινε.
245. Έτσι στρατοπέδευσαν μπροστά από τα τείχη και μπροστά από τους πύργους κοντά στα καράβια τους. Ο κόμης Βαλδουίνος της Φλάνδρας και του Αιννώ στρατοπέδευσε στις πορφυρές σκηνές του αυτοκράτορα Μούρτζουφλου, που τις είχε αφήσει στημένες, και ο Ερρίκος ο αδελφός του μπροστά στο παλάτι των Βλαχερνών. Ο Βονιφάτιος ο μαρκήσιος του Μονφεράτου, εκείνος και οι άνθρωποί του, στην πλευρά την πιο κατοικημένη της πόλης. Έτσι στρατοπέδευσε ο στρατός, όπως ακούσατε, και η Κωνσταντινούπολη κατακτήθηκε τη Δευτέρα πριν την Κυριακή των Βαΐων.
246. Έτσι ξεκουράστηκαν οι άνθρωποι του στρατού εκείνη τη νύχτα, γιατί ήταν πολύ καταπονημένοι. Αλλά ο αυτοκράτορας Μούρτζουφλος δεν ξεκουράστηκε καθόλου, αλλά μάζεψε τους ανθρώπους του και είπε πως θα πήγαινε να επιτεθεί στους Φράγγους. Αλλά καθόλου δεν έκανε έτσι όπως είπε, αλλά πήγε από άλλους δρόμους, όσο πιο μακριά μπορούσε από εκείνους του στρατού, και ήρθε σε μια πύλη που τη λένε Χρυσή Πύλη. Από εκεί έφυγε και εγκατέλειψε την πόλη. Και πίσω του έφυγε όποιος μπορούσε να φύγει. Και για όλα τούτα εκείνοι του στρατού δεν ξέρανε τίποτα.
247. Εκείνη τη νύχτα [12η προς 13η Απριλίου 1204], μπροστά στο στρατόπεδο του Βονιφάτιου του Μονφερράτου, δεν ξέρω ποιοι άνθρωποι, που φοβόντουσαν μην τους επιτεθούν οι Έλληνες, βάλανε φωτιά στο χώρο ανάμεσα σε αυτούς και στους Έλληνες. Και η πόλη άρχισε να αρπάζει φωτιά και να καίγεται πολύ άσχημα, και καιγόταν όλη εκείνη τη νύχτα και την άλλη μέρα μέχρι το απόγευμα. Και τούτη ήταν η τρίτη πυρκαγιά στην Κωνσταντινούπολη από τότε που ήρθανε οι Φράγγοι στην χώρα. Και υπήρχαν περισσότερα καμμένα σπίτια από όσα υπήρχαν στις τρεις πιο μεγάλες πόλεις του βασιλείου της Γαλλίας.
248. Εκείνη τη νύχτα πέρασε και ξημέρωσε το πρωί της Τρίτης. Και τότε πήραν τα όπλα όλοι στο στρατόπεδο και οι ιππότες και οι απλοί στρατιώτες. Και πήγε ο καθένας στο σώμα μάχης που είχε ταχθεί. Και βγήκαν από το στρατόπεδο και πίστεψαν πως θα πηγαίνανε στην πιο μεγάλη μάχη που είχαν ποτέ κάνει: και δεν ξέρανε καθόλου πως ο αυτοκράτορας είχε φύγει εκείνη τη μέρα. Και δε βρέθηκε κανένας να τους αντιμετωπίσει.
249. Ο μαρκήσιος Βονιφάτιος του Μονφερράτου προχώρησε κατά μήκος της ακτής προς το παλάτι του Βουκολέοντα. Και σαν έφτασε εκεί, του το παρέδωσαν, για να σώσουν τη ζωή τους, εκείνοι που ήταν μέσα. Εκεί βρήκε τις περισσότερες από τις πιο σπουδαίες κυρίες όλου του κόσμου, που είχαν καταφύγει στο κάστρο. Εκεί βρισκόταν η αδελφή του βασιλιά της Γαλλίας, που ήταν κάποτε αυτοκράτειρα [Αγνή, κόρη του Λουδοβίκου Ζ΄], και η αδελφή του βασιλιά της Ουγγαρίας που ήταν κι αυτή αυτοκράτειρα, και πολλές σπουδαίες κυρίες. Για το θησαυρό που βρισκόταν σε εκείνο το παλάτι, δε πρέπει καθόλου να μιλάμε. Γιατί υπήρχαν τόσα που δεν έχουν ούτε τέλος ούτε αριθμό.
250. Όπως το παλάτι τούτο παραδόθηκε στον μαρκήσιο Βονιφάτιο του Μονφερρατου, εκείνο των Βλαχερνών παραδόθηκε στο Ερρίκο, στον αδελφό του κόμη Βαλδουίνου της Φλάνδρας και του Αιννώ, για να σώσουν τη ζωή της εκείνοι που βρίσκονταν μέσα. Εκεί βρήκαν πάλι έναν τόσο μεγάλο θησαυρό που δεν ήταν καθόλου κατώτερος από εκείνον του Βουκολέοντα. Ο καθένας έβαλε φρουρά από ανθρώπους του στο κάστρο που του είχε παραδοθεί, για να φυλάνε το θησαυρό. Και οι υπόλοιποι που είχαν σκορπιστεί στην πόλη πήρανε πολλά λάφυρα. Και τα λάφυρα ήταν τόσα πολλά που κανείς δεν ήξερε να πει τόσα, χρυσάφι, και ασήμι και σκεύη και πολύτιμα πετράδια και μετάξια και γούνινα φορέματα από γκρίζο σκίουρο και από ερμίνα, και όλα τα ακριβά πράγματα που βρέθηκαν ποτέ στη γη. Και δίνει βέβαιη μαρτυρία ο Γοδεφρίδος ο μαρεσάλης της Καμπανίας, αληθινά και έχοντας σωστά τα λογικά του, πως από τότε που χτίστηκε ο κόσμος δεν πάρθηκαν τόσα λάφυρα από μια μόνο πόλη.
251. Ο καθένας πήρε για να μείνει όποιο σπίτι ήθελε, και υπήρχαν πολλά. Έτσι εγκαταστάθηκε εκεί ο στρατός των προσκυνητών και των Βενετών. Και μεγάλη ήταν η χαρά για τα πλούτη και για τη νίκη που τους έδωσε ο Θεός. Γιατί εκείνοι που ήταν φτωχοί βρεθήκανε σε πλούτη και πολυτέλεια. Έτσι πέρασε η Κυριακή των Βαΐων [18 Απριλίου 1204] και μετά το Πάσχα [25 Απριλίου 1204] μέσα σε αυτά τα δώρα και τη χαρά που ο Θεός τους είχε δώσει. Και έπρεπε να δοξάσουν πολύ τον Κύριο Ημών, γιατί δεν είχαν πάνω από είκοσι χιλιάδες οπλισμένους ανθρώπους ανάμεσά τους και με τη βοήθεια του Θεού νίκησαν τετρακόσιες χιλιάδες ανθρώπους ή και περισσότερους, και μάλιστα μέσα στην πιο ισχυρή πόλη που υπήρξε σε όλον τον κόσμο, που ήταν μεγάλη πόλη, και η πιο καλά οχυρωμένη».
Γ΄
Ὁ Νικήτας Χωνιάτης περιγράφει τὰ μνημεῖα τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ τὴν καταστροφή τους.
Ἐδῶ, ἀξίζει μιὰ εἰσαγωγή. Ἡ παρακάτω μετάφραση ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο τμήματα. Τὸ πρῶτο καὶ μεγαλύτερο, εἶχε βρεθεῖ σὲ βιβλιαράκι τὸ 2003 σὲ ντουλάπι τῆς Κεντρικῆς Βιβλιοθήκης μὲ τὰ περιοδικά, ἀλλὰ δυστυχῶς δὲν κράτησα τὸ ὄνομα τοῦ μεταφραστῆ ἀλλὰ οὔτε καὶ ξαναβρῆκα τὸ βιβλιαράκι. Ὅποιος τὸ γνωρίζει ἂς μοῦ τὸ πεῖ, γιὰ νὰ ἀποδώσω τὰ εὔσημα. Τὸ δεύτερο καὶ μικρότερο τμῆμα εἶναι μετάφραση τῆς Ἀ. Ν., ἀπὸ τὸ 2002, ὅταν ἔτρεχε στὴ βιβλιοθήκη τῆς Θεολογικῆς στὴν Ἀθήνα νὰ μαζέψει τὶς σχετικὲς φωτοτυπίες ἀπὸ τὴν (τότε δυσεύρετη) κριτικη ἔκδοση. Οἱ μεταφράσεις αὐτὲς εἶναι πρὸς τὸ παρὸν οἱ μόνες διαθέσιμες, ἀφοῦ οἱ μεταπολιτευτικοί μας λογοτέχνες καὶ φιλόλογοι, καθὼς καὶ οἱ ἀκαδημαϊκοί, δὲν ἔχουν χρόνο γιὰ νὰ τὸν ξοδέψουν μεταφράζοντας τέτοια περιττὰ ἀναγνώσματα ὅπως τὸν Νικήτα Χωνιάτη. Ποτὲ μέχρι σήμερα δὲν μεταφράστηκε ὁλόκληρο τὸ ἔργο τοῦ Νικήτα Χωνιάτη στὰ νεοελληνικά, σὲ μία ἔκδοση. Ἂς μὴν ἀλληλοκοροϊδευόμαστε μὲ τὴν ὑπόθεση ὅτι δὲν ὑπῆρχαν λεφτὰ γιὰ τὴ μετάφραση ἢ ὅτι ἡ Ἱστορία τοῦ Χωνιάτη εἶναι μεγάλη ἢ ὅτι ὁ ἕνας ἐκδοτικὸς οἶκος δὲν τὰ κατάφερε κ.λπ. Πρὸ τῆς Κρίσης ὑπῆρχαν λεφτά. Μὲ δεδομένο ὅτι πολλοὶ ἄλλοι βυζαντινοὶ ἱστορικοὶ μεταφράστηκαν μεταξὺ 1990 καὶ 2010 (ἀπὸ ὅσο θυμᾶμαι, κάποιοι μεταφράστηκαν ἀπὸ δύο ἐκδοτικοὺς οἴκους), ὁ λόγος ποὺ ὁ Χωνιάτης δὲν μεταφράστηκε εἶναι ἀποκλειστικὰ ἰδεολογικός. Ὅσα γράφει ὁ Χωνιάτης προσβάλλουν βαθύτατα τὴν πραγματικὴ Πατρίδα τῶν Ἀριστερῶν καὶ Δεξιῶν: τὴ Δύση. Ἀπὸ ὅσο θυμᾶμαι νὰ ἔχω διαβάσει, ὅταν πρωτοανακαλύφθηκε τὸ χειρόγραφο τοῦ Χωνιάτη, ὁ δυτικὸς ἐκδότης σκέφτηκε ἀρχικὰ νὰ μὴν συμπεριλάβει στὴν ἔκδοση τὰ παρακάτω ἀποσπάσματα μὲ τὰ λειωμένα ἔργα τέχνης. Ἐπίσης, φαίνεται ξεκάθαρα ὅτι ἡ πατρίδα τῶν ἑλλήνων Ἀριστεροδεξιῶν δὲν εἶναι μόνο ἡ καλὴ νεοτερικὴ Δύση τῶν «Φώτων» καὶ τῆς Ἀναγέννησης, ὅπως κατ’ ἐξακολούθησιν ψεύδονται, ἀλλὰ καὶ ἡ «κακιὰ» μεσαιωνικὴ Δύση: Εἰδάλλως, ποιὸς ὁ λόγος νὰ κουκουλωθεῖ (ἐννοῶ, νὰ μὴν ἐκδοθεῖ) ἡ ὀπτικὴ τοῦ Χωνιάτη καὶ τῶν Ρωμαίων, ἡ ὁποία ἐναντιώνεται στὴν μεσαιωνικὴ Δύση; Δὲν εἶναι ἄραγε ἡ τελευταία ἀρκετὰ «σκοταδιστικὴ» ὥστε οἱ πομπές της νὰ φανερωθοῦν χωρὶς λύπηση καὶ νὰ εἶναι καταδικαστέες ἀπὸ τοὺς παραπάνω μοντέρνους ἐν Ἑλλάδι Ἀριστεροὺς καὶ Δεξιούς; Ὄχι βέβαια. Ὁ Ἐρρίκος Δάνδολος εἶναι πιὸ καλὸς ἀπὸ αὐτούς, κι αὐτοὶ οἱ ἀνθρωποι αὐτοὶ εἶναι χειρότεροι κι ἀπὸ τὸν Βοημοῦνδο, εἶναι συνεχιστές του, τὰ παιδιά του: Εἶναι ἐκ γενετῆς ἐξόριστοι Δυτικοὶ στὴν Ἑλλάδα. Μεταφράστηκαν / ἐκδόθηκαν στὰ νεοελληνικὰ μόνο οἱ δυτικὲς περιγραφὲς τοῦ 1204, καὶ τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ὅτι ἡ ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης γίνεται κατανοητὴ ἀπὸ τὸ νεοελληνικὸ κοινὸ καὶ ἀντιληπτὴ ἀπὸ τοὺς Νεοέλληνες μόνο διὰ τῆς δυτικῆς ὀπτικῆς. Ἡ μὴ ἔκδοση τοῦ Χωνιάτη βοηθᾶ ἐπιπλέον στὴν ἐπικράτηση ἑνὸς ἄλλου νεοτερικοῦ δυτικο-παγανιστικοῦ ψεύδους: Τὴν ἄποψη ὅτι οἱ Βυζαντινοὶ δὲν ἀγαποῦσαν τὴν ἀρχαία τέχνη. Ἡ παθιασμένη καὶ μὲ ραγισμένη τὴν καρδιὰ περιγραφὴ τοῦ Χωνιάτη γιὰ τὸ λειώσιμο τῶν ἀγαλμάτων ἀποδεικνύει τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο. Ἐὰν λοιπόν, ἀποκρυβεῖ διὰ τῆς ἀποσιώπησης ἡ ἀγάπη τῶν Βυζαντινῶν γιὰ τὰ ἀρχαῖα ἔργα τέχνης, τότε μόνο λογικὸ συμπέρασμα εἶναι ὅτι ἡ νεωτερικὴ Δύση ἀποκλειστικὰ εἶναι κληρονόμος τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας, καὶ ὄχι τὸ «ἀσιατικὸ καὶ ἀνατολίτικο Βυζάντιο». Γι’ αὐτὸ κι οἱ τιτανοτεράστιοι καὶ πολυβραβευμένοι στὸ ἐξωτερικὸ λογοτέχνες, καὶ οἱ μεταφραστὲς τῆς Μεταπολίτευσης, εἶναι καλοὶ μόνο γιὰ νὰ μεταφράζουν ὅποια πιασάρικη σαχλαμάρα τοὺς ὑποδειχθεῖ ἀλλὰ ὄχι κείμενα τῆς ἑλληνικῆς γραμματείας. Τὸ ἀστεῖο τῆς ὑπόθεσης εἶναι ὅτι ἐνῶ ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα μὲ τὴν ἐκδοτικὴ – μεταφραστικὴ ἀνυπαρξία τοῦ Χωνιάτη, κάποιοι σημερινοὶ φιλοδυτικοὶ λογοτέχνες / μεταφραστὲς διαστρέφοντας κάθε ἔννοια τῆς πραγματικότητας ὑποστηρίζουν ὅτι στὴ σημερινὴ Ἑλλάδα ὑπερτονίζεται τὸ 1204. Μᾶλλον σὲ ἄλλο σύμπαν θὰ ζοῦν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί. Ἡ ἀποσιώπηση (μὴ ἔκδοση) τοῦ Χωνιάτη, πόσο μᾶλλον ἡ ἀνυπαρξία του στὰ σχολικὰ βιβλία ἱστορίας, βοηθᾶ σὲ ἕναν τρίτο στόχο τῆς σύγχρονης Δύσης: Νὰ αὐτομαστιγωθεῖ γιὰ ὅσα δῆθεν κακὰ ἔκανε στοὺς Ἄραβες ἀλλὰ νὰ ἀδιαφορεῖ γιὰ ὅσα ἔκανε στοὺς Ἕλληνες. Ὅπως στὸ Μεσαίωνα, Δύση καὶ Ἰσλὰμ «συμμαχοῦσαν» ἄτυπα κτυπώντας τοὺς Ἕλληνες, ἔτσι καὶ σήμερα «συμμαχοῦν» ἄτυπα σὲ βάρος τῆς δικῆς μας ἱστορικῆς μνήμης. Γιὰ ἐμᾶς, ἀντιθέτως, ἡ Ἄννα Κομνηνὴ καὶ ὁ Χωνιάτης εἶναι «our Bible», «εὐαγγέλια».
Ἡ μετάφραση λοιπόν, ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Λίγο καιρό αφότου η βασιλική μας εξουσία είχε περιπέσει στα χέρια των Φράγκων, καθώς και η αρχιερατική εξουσία στα χέρια των Βενετών, εξαιτίας σφαλμάτων που γνωρίζει καλά ο δημιουργός και κυβερνήτης αυτού του κοσμικού σκάφους, ο Κύριος, έφτασε από τη Βενετία, ο νέος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, κάποιος ονόματι Θωμάς, μήτε μεγάλος μήτε μικρός στην ηλικία και σ’ ό,τι αφορά τη σωματική διάπλαση παχύτερος κι από γουρούνι που το θρέψανε μέσα σε λάκκο. Είχε το πρόσωπο καλοξυρισμένο, όπως και όλοι οι άλλοι με καταγωγή ίδια με τη δική του, και το στήθος άτριχο εντελώς σαν να χε αποτριχωθεί με ειδική αλοιφή. Φορούσε ράσο, που είχε ραμμένο πάνω του μικρά κομμάτια δέρματος και τα μανίκια του στενεύαν στους καρπούς. Στο χέρι του είχε δαχτυλίδι και καμμιά φορά φορούσε και γάντια από δέρμα, τα οποία εφάρμοζαν στα δάκτυλά του.
Οι αφοσιωμένοι στο Θεό ακόλουθοί του, αυτοί που παρίσταντο γύρω από την Αγία Τράπεζα, φαινόταν να έχουν την ίδια ιδιότητα και ήταν σε όλα απολύτως όμοιοι με τον προϊστάμενό τους, στα ρούχα, στη συμπεριφορά και στα θερισμένα γένια τους. Δείχνοντας ευθύς εξαρχής, καθώς λένε, το εθνικό τους γνώρισμα, τη φιλοχρηματία, επινοούν χρηματικό πόρο πρωτότυπο, πόρο που είχε διαφύγει απ’ όσους σκύλευσαν κατά καιρούς τη βασιλίδα πόλη. Ανοίγοντας τους βασιλικούς τάφους, όσους βρίσκουν στο ηρώο που είναι χτισμένο γύρω από το μεγάλο τέμενος των μαθητών του Χριστού, λωποδυτούν όλη τη νύχτα και με τον πιο ανόσιο τρόπο αρπάζουνε ό,τι βρίσκεται μέσα σ’ αυτούς, κοσμήματα χρυσά, μαργαριτάρια, λίθους πολύτιμους αστραφτερούς που ο καιρός δεν έφθειρε.
Όταν μάλιστα βρήκαν και το νεκρό του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, εντελώς διατηρημένο, απείραχτο από τους αιώνες που πέρασαν, απέδωσαν βέβαια αυτό που είδαν σε θαύμα, ωστόσο διόλου δεν περιφρόνησαν τα ταφικά αναθήματα. Μπορεί λοιπόν, κανείς να πει ότι οι εκπρόσωποι της Εσπερίας ούτε για τους ζωντανούς ούτε καν για τους νεκρούς έδειξαν οίκτο, αλλά ξεκινώντας από το Θεό και τους θεράποντές του, δείξανε κάθε αδιαφορία για όλους, όπως και κάθε ασέβεια. Λίγο μετά κομματιάζουν και του Μέγιστου Ναού το καταπέτασμα, που ζύγισε πολλές χιλιάδες μνες του πιο καθαρού ασημιού και διέθετε παχιά επίστρωση χρυσού. Η πολύχαλκη Ήρα, που βρισκόταν στην αγορά του Κωνσταντίνου, κόβεται σε στατήρες και παραδίδεται στις καμίνους.
Η κεφαλή αυτού του αγάλματος ήταν τόσο βαριά που μόνο με τέσσερα ζευγάρια βόδια, ζεμένα σε άμαξα, κατάφεραν να τη μεταφέρουν στο μεγάλο παλάτι. Έπειτα από αυτήν, ο Πάρις-Αλέξανδρος, που στεκόταν πλάι στην Αφροδίτη, και της ενεχείριζε το χρυσό μήλο της Έριδος, ανατράπηκε από τη βάση του. Όσο για την τετράπλευρη εκείνη χάλκινη κατασκευή, που ανταγωνιζόταν στο ύψος τους πιο ψηλούς από τους κίονες που είναι στημένοι σε πολλά σημεία της πόλης μας, ποιος βλέποντάς την δεν απόρησε για την ποικιλμένη ομορφιά της; Κάθε ωδικό πτηνό ήταν εκεί ζωγραφισμένο να κελαηδεί την άνοιξη.
Των γεωργών οι εργασίες, αυλοί, καρδάρες, βελάσματα προβάτων, αρνιών σκιρτήματα εικονίζονταν σ’ αυτή. Στο κάτω μέρος απλωνόταν το θαλάσσιο πέλαγος και στα νερά του κοπάδια ψαριών έβλεπε κανείς, άλλα να έχουνε πιαστεί κι άλλα τα δίχτυα να ξεσχίζουν κι ανάλαφρα να φεύγουν στο βυθό ξανά. Κι οι Έρωτες, δυο δυο, τρεις τρεις μαζί, γυμνοί από ρούχα, μήλα πετούσαν ο ένας στον άλλον κι ανασκιρτούσαν από γέλιο γλυκό. Η τετράπλευρη αυτή κατασκευή κατέληγε σε σχήμα πυραμίδας και πάνω, στην κορυφή, έβλεπε κανείς μια γυναικεία μορφή, που περιστρεφόταν και με τις πιο ελαφρές πνοές του ανέμου. Γι’ αυτό και ονομαζόταν Ανεμοδούλιο. Κι αυτό, ωστόσο, το πανέμορφο έργο, το παρέδωσαν στους καμινευτές, καθώς και τον έφιππο εκείνο άνδρα, που στηριζόταν πάνω
σε τραπεζιόσχημη βάση, στην περιοχή του Ταύρου, τον άνδρα με την ηρωική μορφή και το αξιοθαύμαστο μέγεθος. Έλεγαν πολλοί ότι επρόκειτο για τον Ιησού του Ναυή και το υποστήριζαν με το γεγονός ότι έδειχνε με το προτεταμένο του χέρι στην κατεύθυνση του ήλιου, που ήδη πορευόταν κατά τη Δύση, σαν να τον διέταζε να σταθεί πάνω από τη Γαβαών. Οι περισσότεροι, όμως, πίστευαν ότι επρόκειτο για τον Βελλεροφόντη, τον γεννημένο και αναθρεμμένο στο νησί του Πέλοπα, που ίππευε τον Πήγασο. Κι αυτό γιατί το άλογο δεν είχε χαλινάρι, κι έτσι μας παραδίδεται ο Πήγασος, ελεύθερος παντού να τρέχει, δίχως να ανέχεται κανέναν αναβάτη, καθώς και να πετάει μπορούσε και τη γη να περπατεί. Αλλά,
συγχρόνως, κυκλοφορούσε στα στόματα όλων παλιά φήμη, που πέρασε και σε μας, ότι κάτω από την αριστερή μπροστινή οπλή αυτού του αλόγου ήταν κρυμμένο ένα ομοίωμα ανδρός, που κατά τη γνώμη κάποιων παρίστανε έναν Βενετό, ενώ κατά τη γνώμη άλλων παρίστανε κάποιον άνδρα δυτικού έθνους, από αυτά που υπάγονταν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, έναν Βούλγαρο. Πολλές φορές, μάλιστα, είχε ασφαλιστεί η οπλή, ώστε να μην μπορεί κανείς, με κανένα τρόπο, να δει, ό,τι ήταν κρυμμένο κάτω της. Όταν το άλογο κατακομματιάστηκε και στάλθηκε μαζί με τον αναβάτη του στη φωτιά, βρέθηκε και το κάτω από την οπλή θαμμένο χάλκινο ομοίωμα – ήταν τυλιγμένο, μάλιστα, σε χλαίνη μάλλινη. Ωστόσο, λίγο νοιάστηκαν οι Λατίνοι για τις φήμες που το συνόδευαν. Το ρίξαν στη φωτιά κι αυτό.
Ούτε, όμως, και τα αγάλματα που βρίσκονταν στον Ιππόδρομο ούτε και άλλα θαυμαστά έργα άφησαν αβλαβή αυτοί οι βάρβαροι, που έρωτα για την ομορφιά ποτέ δε γνώρισαν. Κι αυτά τα κόψανε νομίσματα, ανταλλάσσοντας έτσι τα μεγάλα με μικρά και μετατρέποντας αυτά που με τα μεγαλύτερα έξοδα κατασκευάστηκαν σε κέρματα ουτιδανής αξίας. Γκρεμίστηκε, λοιπόν, κι ο Ηρακλής, ο μέσα σε τρεις νύχτες γεννημένος, ο μέγας μεγαλωστί, απιθωμένος μέσα σ’ ένα κοφίνι, με τη λεοντή στρωμένη από πάνω, την –έστω και χάλκινη– φοβερή στην όψη, που έμοιαζε πως θα ‘βγαζε ένα βρυχηθμό ο οποίος θα τρόμαζε το ανυπεράσπιστο πλήθος που στεκόταν εκεί πέρα. Ο Ηρακλής παρουσιαζόταν καθισμένος,
χωρίς φαρέτρα στην πλάτη του, χωρίς να κρατάει στα χέρια του τόξο, δίχως να προβάλει το ρόπαλό του, αλλά εκτείνοντας το δεξί του πόδι και το δεξί του χέρι όσο ήταν δυνατό, ενώ το αριστερό του πόδι το είχε λυγισμένο και πάνω στο γόνατο στήριζε το αριστερό χέρι με τον αγκώνα. Με το βραχίωνα του χεριού του ορθωμένο στήριζε το κεφάλι στην παλάμη, βαρύθυμος, θρηνώντας για την κακή του τύχη, δυσανασχετώντας για τους άθλους που του επέβαλε ο Ευρυσθέας, όχι από ανάγκη, μα από φθόνο περισσότερο, εκμεταλλευόμενος την περίσταση. Κι είχε το στέρνο ευρύ, τους ώμους φαρδεις, τριχοφυία πυκνή, τα μπράτσα δυνατά. Το μέγεθός του ήταν τόσο όσο και του αρχέτυπου Ηρακλή, όπως, έχω την εντύπωση, τον φαντάστηκε ο Λυσίμαχος, που φιλοτέχνησε το χαλκό άγαλμα, καλλιτέχνημα αριστουργηματικό
το πρώτο από τα χέρια του μα και το ύστατο. Και όταν ήταν τόσο μεγάλος, ώστε η κορδέλα που περιέβαλλε τον αντίχειρά του να έχει το μέγεθος ζωστήρας ανδρικής, και η κνήμη του να είναι ίση με το ανάστημα ενός άνδρα. Τέτοιος ήταν ο Ηρακλής. Και δεν τον άφησαν στη θέση του αυτοί που ξεχωρίζουν την ανδρεία από όλες τις συγγενικές αρετές και την οικειοποιούνται και πάνω από όλα την υπολογίζουν. Μαζί μ’ αυτόν γκρέμισαν και τον φορτωμένο και με μουγκρητά πεισμωμένα προχωρώντας όνο, καθώς και τον αναβάτη του. Αυτά είχε στήσει ο Καίσαρας Αύγουστος στο Άκτιο (το οποίο, κατά τους Έλληνες, ονομάζεται Νικόπολις),
γιατί, κάνοντας νυχτερινή έφοδο και κατατροπώνοντας το στράτευμα του Αντωνίου, είχε συναντήσει κάποιον να προχωράει καβάλα σε έναν γάιδαρο. Όταν τον ρώτησε ποιος είναι και κατά πού πορεύεται, πήρε την απάντηση: «Νίκων ονομάζομαι και ο γάιδαρός μου Νίκανδρος. Κατευθύνομαι προς τη στρατιά του Καίσαρα». Τα χέρια τους δεν κράτησαν μακριά μήτε από την ύαινα και τη λύκαινα, εκείνες που θήλασαν ο Ρώμος κι ο Ρωμύλος, παρά και αυτά τα παλαιά τιμημένα σύμβολα του γένους τα έκοψαν σε στατήρες μικρής αξίας, χάλκινους κι αυτούς, και τα έριξαν στο χωνευτήρι. Επιπλέον, και τον άνδρα που πάλευε με ένα λιοντάρι και τον ίππο του Νείλου, του οποίου το πίσω μέρος του σώματος κατέληγε σε ουρά καλυμμένη από λέπια, μα και εκείνον τον ελέφαντα που έσειε την προβοσκίδα του. Και επιπλέον τις Σφίγγες,
όμορφες γυναίκες στην όψη από μπροστά, αλλά θηρία φρικτά από πίσω κι ακόμη πιο παράξενες, καθώς και πεζές πορεύονταν αλλά και ανάλαφρες με τα φτερά πετούσαν, μπορώντας να συναγωνιστούν ακόμα και αυτά από τα πουλιά που ‘χαν μεγάλες φτερούγες. Και το ξεχαλίνωτο άλογο επίσης που όρθωνε τ’ αυτιά και φρούμαζε και που ζωηρό κι υπάκουο συνάμα πρότεινε το πόδι του, και το πανάρχαιο κακό, τη Σκύλλα, που μέχρι τη μέση είχε μορφή γυναίκας, μορφή ωστόσο εμπρόκλιτη με στήθος βαρύ, γεμάτη αγριότητα, ενώ από κει και κάτω χωριζόταν σε μορφές θηρίων που χιμούσαν στο πλοίο του Οδυσσέα, και καταβρόχθιζαν αρκετούς από τους συντρόφους του. Στον ιππόδρομο υπήρχε επίσης
χάλκινος αετός, αποτέλεσμα των παραδόξων μεθοδεύσεων του Απολλωνίου του Τυανέως, και της γοητείας που ασκούσε ο άνθρωπος αυτός μεγαλοπρεπέστατη απόδειξη, μαγική. Όταν κάποτε, δηλαδή, συναντήθηκε με τους Βυζαντινούς, τον παρακάλεσαν εκείνοι να πάψει τις δαγκωματιές των φιδιών, από τις οποίες κακοπάθαιναν άσχημα. Εκείνος, με κάθε τρόπο και συνολικά, όλες τις ανομολόγητες μεθόδους χρησιμοποίησε των οποίων δάσκαλοι είναι οι δαίμονες και όσοι πιστεύουν στων δαιμόνων τις οργιαστικές εκδηλώσεις, κι έστησε πάνω σε στήλη αετό, θέαμα που στάλαζε την ηδονή μες στις ψυχές, και ανάγκαζε να στέκονται όσοι το αντίκριζαν, όμοια μ’ αυτούς που ακούγαν των Σειρήνων τα τραγούδια, που δύσκολα μπορούσε κανείς ν’ αντιπαρέλθει. Είχε τα φτερά του ανοιχτά σαν να πετούσε, κι ένα φίδι κάτω από
τα πόδια του σκιρτούσε και τεντωνόταν με ελικοειδείς κινήσεις, εμποδιζοντας τον αετό να σηκωθεί στον αέρα και προσπαθώντας να φτάσει στα φτερά του και να τα δαγκώσει. Μα πουθενά δεν έφτανε το φαρμακερό φίδι. Γιατί καθώς το είχαν διαπεράσει οι αιχμές των νυχιών του αετού έσβησε η ορμή του κι έμοιαζε περισσότερο να κοιμάται, παρά να προσκολλάται στα φτερά του πουλιού, για να το αντιμετωπίσει. Έτσι, πνέοντας τα λοίσθια το φίδι, πέθαινε μαζί του και το φαρμάκι του. Μα ο αετός, περήφανα κοιτώντας, έτοιμος σχεδόν να ανακράξει για τη νίκη του, ορμούσε προς τα πάνω επιχειρώντας να συμπαρασύρει το ερπετό, και στον αέρα να βρεθούν και τα δύο. Και τα συμπέραινε κανείς αυτά απ’ τη χαρά στο βλέμμα (του αετού)
και από τη νέκρωση του φιδιού, που βλέποντάς το κανείς να έχει πάψει να συστρέφεται και να δαγκώνει με δαγκωματιά θανατηφόρα, θα πίστευε πως και τα υπόλοιπα φίδια του Βυζαντίου, έχοντας τούτο το παράδειγμα, θα λούφαζαν και θα αναγκάζονταν να μαζευτούν στις τρύπες τους και να κρυφτούνε. Ωστόσο, το γλυπτό αυτό με τη μορφή αετού δεν ήταν αξιοθαύμαστο μονάχα για όσα προαναφέραμε, αλλά και για το γεγονός ότι και τις ώρες της ημέρας ξεκάθαρα έδειχνε σε όσους με πρακτικό τρόπο το αντίκρυζαν. Και τις έδειχνε με τις αυλακιές που ήταν χαραγμένες στα φτερά του, όταν δεν σκοτείνιαζαν από τα σύννεφα οι ακτίνες του ηλίου. Αλλά και η λευκώλενη Ελένη, η καλλίσφυρη, η με τον περήφανο ψηλό λαιμό, αυτή που όλους τους Έλληνες συγκέντρωσε στην Τροία, εκείνη που κυρίεψε την Τροία και φεύγοντας από αυτήν προσάραξε στο
Νείλο κι έπειτα πάλι στων Λακώνων τους τόπους επέστρεψε για πάντα, μήπως κι αυτή ημέρωσε τους ανήμερους; μήπως μαλάκωσε τη σιδερένια βούλησή τους; Διόλου δεν κατάφερε κάτι παρόμοιο, αυτή που με την ομορφιά της υποχείριο έκανε όποιον την αντίκρυζε, κι ας ήταν ντυμένη με ρούχα φανταχτερά κι ας είχε όψη δροσερή, παρά το χαλκό, και ας παρακινούσε στον έρωτα με το χιτώνα της, με τον πέπλο της, με το στεφάνι και τον πλόκαμο των μαλλιών της. Και ήταν ο χιτώνας της λεπτότερος κι από ιστό αράχνης και αριστουργηματικός έπεφτε από πάνω του ο πέπλος, και το στεφάνι το μέτωπό της έστεφε, έχοντας τη διαύγεια του χρυσαφιού
και των πολύτιμων λίθων, ενώ η πλεξίδα της τον καταρράκτη των μαλλιών της μάζευε, αυτόν που άνεμος εδώ κι εκεί οδηγούσε, φτάνοντας ώς τις κνήμες της. Τα χείλη είχε μισάνοιχτα, χαλαρωμένα σαν κάλυκα ενός λουλουδιού, και θα ‘λεγες πως θα ακουστεί απ’ αυτά φωνή. Όσο για το χαριτωμένο της χαμόγελο, που ευθύς κυρίευε και γέμιζε χαρά τον θεατή, το χαρωπό της βλέμμα, των φρυδιών τις καμάρες και τις υπόλοιπες του σώματός της ομορφιές, αυτά, τι λογής ήταν, αδύνατο μου είναι να περιγράψω με λόγια και να τα παραστήσω για τους κατοπινούς. Αλίμονο, Ελένη, του Τυνδάρεω κόρη, κάλλος από τη φύση του όμορφο, μόσχευμα των ερώτων, της Αφροδίτης έγνοια, της φύσης δώρο πανάριστο,
βραβείο για το οποίο έριζαν οι Έλληνες κι οι Τρώες, πού είναι το φάρμακο εκείνο που έπαυε τους πόνους κι έκανε να λησμονιούνται όλες οι συμφορές, αυτό που του Θώνου του βασιλιά η γυναίκα τού χάρισε. Πού είναι τα φίλτρα σου τα ακαταμάχητα; Γιατί δεν τα χρησιμοποίησες, όπως παλιά, και τώρα; Φοβάμαι, όμως, πως οι Μοίρες το όρισαν στη βία να πέσεις της φωτιάς, μη παύοντας ακόμα και ως εικόνα τον έρωτα ν’ ανάβεις σε όσους σ’ αντικρίζουν. Θα μπορούσε να πως ότι του Αινεία αυτοί οι απόγονοι με τη φωτιά σε τιμώρησαν ως αντίποινα για το ότι αθάλη έγινε η Τροία απ’ τη Φωτιά, μ’ αιτία τους δικούς σου έρωτες, τους αδικοκαμωμένους. Ωστόσο, η μανία αυτών των ανθρώπων για χρυσάφι δεν μου επιτρέπει μήτε να σκεφτώ, μήτε να πω κάτι παρόμοιο. Εξαιτίας αυτής της μανίας τα σπάνια σε κάθε τόπο,
τα ομορφότερα ανάμεσα στα όμορφα έργα, οδηγήθηκαν στον πλήρη αφανισμό. Εξαιτίας της πάλι, πολλές φορές αυτοί διώχνουν και χωρίζουν τις γυναίκες τους, με αντάλλαγμα λίγα χρήματα. Και δείχνουν μεγαλύτερη έφεση να στρώνονται μπροστά σ’ ένα τραπέζι κι όλη τη μέρα να παίζουνε πεσσούς, και μάλιστα με ορμή παράλογη και μανιώδη, και όχι με λογική ανδρεία. Κι ο ένας στον άλλον ορμάει έξαλλα και του Άρη ζώνονται τα όπλα, βάζοντας ως έπαθλο της νίκης όλα όσα κατέχουν, κι αυτές ακόμα τις νόμιμες συζύγους τους, χάρη στις οποίες άκουσαν τα παιδιά τους να τους φωνάζουνε «πατέρα», ακόμα και το σπουδαίο εκείνο πράγμα, που δεν το παραχωρεί κανείς σε άλλον, την ψυχή, εξαιτίας της οποίας τα πάντα κάνουν οι άνθρωποι. Άλλωστε, πώς είναι δυνατόν να
αναζητήσει κανείς σε ανθρώπους βάρβαρους, αγράμματους και πλήρως αναλφάβητους την ανάγνωση και τη γνώση των λόγων αυτών που τραγουδήθηκαν για σένα
«ου νέμεσις Τρώας και εϋκνήμιδας Αχαιούς,
τοιήδε αμφί γυναικί πολύν χρόνον
άλγεα πάσχειν.
Αινώς αθανάτησι θεαίς εις ώπα έοικεν».
Πρέπει όμως και σ’ αυτό να αναφερθούμε: πάνω σε στήλη ήταν τοποθετημένη μορφή νεαρής γυναίκας, στην ηλικία την πιο χαριτωμένη, με τα μαλλιά τραβηγμένα προς τα πίσω, να πέφτουν από τις δύο πλευρές του προσώπου της. Ήταν βαλμένη χαμηλά, κι όποιος άπλωνε το χέρι μπορούσε να την αγγίξει. Με το δεξί της χέρι, δίχως υποστηρίγματα κανένα,
βαστούσε στην παλάμη από το πόδι του αλόγου έφιππο άνδρα σαν να κρατούσε κύπελλο γεμάτο ποτό. Ο καβαλάρης είχε σώμα σφριγηλό, φορούσε θώρακα στο στήθος, στα πόδια του περικνημίδες, μορφή ολότελα πολεμική. Το άλογο τα αυτιά του έτεινε σε ήχο σάλπιγγας, τέντωνε τον ψηλό λαιμό και ήταν στην όψη φοβερό και με τα μάτια του φανέρωνε την αγριεμένη του διάθεση. Τα πόδια του υψώνονταν στον αέρα, δείχνοντας κίνηση πολεμική. Μετά τούτο το γλυπτό, πολύ κοντά στον ανατολικό αυχένα του λόγου που ονομαζόταν του Ρουσίου, ήταν στημένοι αρματηλάτες, που έδιναν υποδείξεις επιδεξιότητας στην αρματοδρομία. Με την κίνηση των χεριών τους έδειχναν, θαρρείς, στους αρματοδρόμους
πώς περνώντας τη στροφή του στίβου δεν πρέπει να χαλαρώνουν τα χαλινάρια αλλά να οδηγούν τα άλογα λοξά και διαρκώς, ολοένα πιο δυνατά, να τα χτυπούν με το μαστίγιο και να αναγκάζουν έτσι τον αντίπαλο να λοξοδρομεί και να μένει πίσω, έστω κι αν έχει άλογα ταχύτερα και κατέχει καλά την τέχνη της αρματοδρομίας. Σε ό,τι ειπώθηκε ας προστεθεί κάτι ακόμη. Είναι αδύνατο τα πάντα να καταγραφούν. Όμορφο στην όψη και στην τέχνη σχεδόν από όλα ανώτερο ήταν το ζώο το φιλοτεχνημένο από χαλκό, πάνω σε πέτρινη βάση, που ολότελα θα έμοιαζε με βόδι, αν δεν είχε κοντή ουρά, μακρύ λαιμό και νύχια στα πόδια. Στα σαγόνια του έσφιγγε κι έπνιγε άλλο ζώο, με λέπια σε ολόκληρο το σώμα τόσο τραχιά
που θα πλήγωναν ακόμη κι όποιον αρματωμένος τα άγγιζε. Έμοιαζε να είναι βασιλίσκος το ένα και ασπίδα το άλλο που συνθλίβονταν στο στόμα του πρώτου. Αρκετοί πάντως νόμιζαν πως επρόκειτο για βόδι του Νείλου και για κροκόδειλο. Για μένα, πέρα από τις διαφορετικές εντυπώσεις, το κυριότερο είναι πως είχαν εμπλακεί σε μια πάλη παράδοξη. Ταυτόχρονα έπληττε και υπέφερε καθένα τους εξαιτίας του άλλου, αφάνιζαν και αφανίζονταν, κέρδιζαν κι έχαναν και την ίδια ώρα καθένα ήταν νικητής και υπέκυπτε στο άλλο. Αυτό που έλεγαν πως είναι βασιλίσκος φούσκωνε ολόκληρο, από το κεφάλι ώς τα πέλματα των ποδιών του, λύγιζε το σώμα του και ειχε χρώμα πράσινο, πιο πράσινο κι από το βάτραχο, καθώς έτρεχε το φαρμάκι του άλλου παντού μέσα του και του έδινε το χρώμα του θανάτου.
Στα γόνατα έπεφτε λοιπόν κι έσβυναν τα μάτια του, καθώς μαραινόταν της ζωής η δύναμη. […]
Εγώ πρέπει να πω ότι το να καταστρέφει ο ένας τον άλλον κι από κοινού να παίρνουν το δρόμο του θανάτου, είναι από τις ανθρώπινες συμφορές η πιο ολέθρια και φονική. Δεν είναι κάτι που απλώς απεικονίζει κανείς, μήτε συμβαίνει μόνο στα πιο δυνατά ζώα. Συχνά συμβαίνει και σε έθνη, όπως αυτά που ήρθαν εναντίον μας.
[β΄ μετάφραση]
Κι έτσι, καθένας είχε πόνο, στα στενά θρήνος και κλάματα, στα τρίστρατα οδυρμοί, στους ναούς ολοφυρμοί, φωνές των ανδρών, κραυγές των γυναικών, απαγωγές, υποδουλώσεις, τραυματισμοί και βιασμοί σωμάτων. […] Το ίδιο και στις πλατείες, και δεν υπήρχε μέρος ανεξερεύνητο που να δώσει άσυλο σε αυτούς. Χριστέ μου, τι θλίψη και φόβος υπήρχαν τότε στους ανθρώπους […] Τέτοιες παρανομίες έκαναν οι στρατοί από τη Δύση εναντίον της κληρονομιάς του Χριστού, χωρίς να δείξουν σε κανένα φιλανθρωπία, αλλά γυμνώνοντάς τους όλους από χρήματα και κτήματα, από σπίτια και ρούχα. Αυτά έκαναν αυτοί [= οι Ευρωπαίοι] που όλα τα ξέρουν από μόνοι τους, και είναι σοφοί, και δίνουν αληθινούς όρκους, και αγαπούν την αλήθεια, και μισούν το κακό, και είναι ευσεβέστεροι και δικαιότεροι από εμάς τους Γραικούς [Χρησιμοποιεί το «Γραικός» επειδή έτσι, περιφρονητικά, μάς αποκαλούσαν οι Ευρωπαίοι], και το πιο σημαντικό, αυτοί που πήραν το σταυρό στους ώμους και πολλές φορές ορκίστηκαν σε αυτόν και στα θεία λόγια ότι θα περάσουν δίχως να πειράξουν τις χώρες των Χριστιανών, χωρίς να κοιτάξουν αριστερά ή να κλίνουν προς τα δεξιά, αλλά θα οπλιστούν κατά των Σαρακηνών και να βάψουν τα ξίφη τους με το αίμα τους. […] Οι δε Σαρακηνοί δεν έκαναν έτσι, και φέρθηκαν πολύ φιλάνθρωπα και ευγενικά όταν κυρίευσαν την Ιερουσαλήμ. Γιατί ούτε πείραξαν τις γυναίκες των Λατίνων, ούτε τον κενό τάφο του Χριστού έκαναν ομαδικό τάφο […] και αφήνοντας όλους να φύγουν με ένα ορισμένο αριθμό χρυσών νομισμάτων και από τον καθένα έπαιρναν μερικά πράγματα αφήνοντας τα υπόλοιπα στους κατόχους τους, ακόμα κι αν αυτά ήταν σαν την άμμο. Κι έτσι φέρθηκε το γένος που μάχονταν το Χριστό [οι Άραβες] προς τους αλλόπιστους Λατίνους, ούτε με ξίφος ούτε με φωτιά ούτε με λιμό ούτε με διωγμούς ούτε με άλλα δεινά. Σε εμάς όμως τα προκάλεσαν αυτά τα παραπάνω οι φιλόχριστοι και ομόδοξοι [= οι Ευρωπαίοι της Δ΄ Σταυροφορίας], όπως είπαμε με συντομία, αν και δεν είχαμε κάνει κάποιο αδίκημα».