Το πρωί της 22/6/1826, αρχίζει ο τιτάνιος αγώνας των Μανιατών, να σώσουν τα ιερά τους χώματα. Ο Ιμπραήμ Πασάς με 15.000 άνδρες επιτίθεται εναντίον της Μάνης από στεριά και θάλασσα. Βομβαρδίζει με τον στόλο του τις θέσεις των αμυνομένων και εξαπολύει κατά κύματα, γιουρούσια με 8.000 πεζούς και ιππείς εναντίον 2.400 Μανιατών και στέλνει με αναίδεια και έπαρση τελεσίγραφο: Να παραδοθεί αμαχητί, άλλως θα την περάσει όλη από το σπαθί του, χωρίς ν’ αφήσει «ίχνος οσπιτίου». Και ο Γ. Μαυρομιχάλης απαντά από τη Βέργα ως άλλος Λεωνίδας: «Σε περιμένουμε με όσας δυνάμεις διαθέτεις…»
Τρείς μέρες κράτησε η μάχη, μα η Βέργα δεν λύγισε, γιατί οι Μανιάτες έστησαν άπαρτο ταμπούρι με τα ατσάλινα στήθη τους σαν αληθινοί απόγονοι των αρχαίων Σπαρτιατών «τοίς κείνων ρήμασι πειθόμενοι».
Βλέποντας ο Ιμπραήμ να μην κάμπτονται οι Μανιάτες, σε αντιπερισπασμό ανοίγει άλλο μέτωπο στην καρδιά της Μάνης, στο Διρό, όπου οι γυναίκες έμειναν πίσω με τα παιδιά και τους γέροντες για τον θερισμό. Δεν υπολόγισε όμως καλά ο “μέγας στρατηλάτης” Ιμπραήμ. Οι γυναίκες εκείνες μετέτρεψαν τα δρεπάνια του θερισμού σε όπλα και με πέτρες, ξύλα, δόντια και νύχια ξέσχισαν τις σάρκες των Τούρκων και σκόρπισαν τον θάνατο και τον πανικό στο ασκέρι.
Η λαϊκή μούσα μας διαφύλαξε τον ανεπανάληπτο θρύλο των Μανιατισσών, που έκαναν κάτι το πρωτόγνωρο, αδιανόητο, ηρωϊκό, και μεγαλειώδες :
«Οι γυναίκες εν τω άμα, κάμανε μεγάλο θάμα.
Ανασκουμπώνουν τις ποδιές και βάνουν πέτρες στρογγυλές.
Καύκαλα ανοίγουμε πολλά ή σκορπούνε τα μυαλά
και αρπάζουν τα τρυπάνια και τους κόβουν τα κεφάλια…»
Η Πανωραία, κόρη του γερο-Βοζίκη, πηγαίνοντας στο χωράφι ψωμί, είδε δύο τουρκοαιγύπτιους να δένουν τον πατέρα της. Απέκοψε τον λάρυγγα του ενός με το δρεπάνι και ξέκαμε με την βοήθεια του πατέρα της τον άλλο.
Η γυναίκα του Γερακαράκου που πήγαινε ψωμί και τυρί στον άνδρα της, που πολεμούσε στη Βέργα, νηστικός τρία μερόνυχτα, μπλέχτηκε στον πόλεμο μαζί με άλλες γυναίκες στα Ξεπαπαδιάνικα. Κι ενώ το παιδί της πολεμούσε με το όπλο, εκείνη πετροβολούσε τους Τούρκους. Κι όταν έπεσε νεκρό, έκλεισε τα ματάκια του, άρπαξε το όπλο του και πήρε τη θέση σου ! Το ίδιο έκανε και η Θερασέρη στο Φλομοκότρωνα της Χαριάς. Πηγαίνοντας ψωμί και νερό στους πολεμιστές, βρήκε το παιδί της σκοτωμένο στο ταμπούρι του. Δεν είπε μιλιά σε κανέναν. Έκανε πέτρα την καρδιά της, πήρε το καριοφίλι του και άρχισε να βάζει κατά του εχθρού, λέγοντας κάθε τόσο στο νεκρό παιδί της: «Κοιμήσου, ξεκουράσου, παιδάκι μου. Είμαι εγώ στη θέση σου!…»
Ντροπιασμένος και ηττημένος έφυγε ο Ιμπραήμ, καθώς οι γενναίοι Μανιάτες και οι ηρωικές Μανιάτισσες κυνηγούσαν το ασκέρι του.
Ο άφθαστος ηρωισμός και η απαράμιλλη ανδρεία των Μανιατισσών, πρέπει να γίνει συνείδηση ιερού χρέους, ιστορικής δικαίωσης και απόδοσης οφειλόμενης Εθνικής Τιμής!