Ο Εύξεινος Πόντος υπήρξε πολυσύχναστος υδάτινος δρόμος στο σταυροδρόμι του αρχαίου κόσμου : των Βαλκανίων στη Δύση, των Ευρασιατικών στεπών στο Βορρά, του Καύκασου και της Κεντρικής Ασίας στην Ανατολή, της Μικράς Ασίας και της Μεσοποταμίας στο Νότο και της Ελλάδας στα Νοτιοδυτικά.
Ο αρχαιότερος επεξεργασμένος χρυσός στον κόσμο, αναμφίβολα από Πρωτοευρωπαίους, βρέθηκε στη Βάρνα και θεωρείται ότι στον Εύξεινο Πόντο έπλευσαν οι Αργοναύτες. Η χώρα στα ανατολικά του Πόντου, η Κολχίδα (σημερινή Γεωργία), αποτελούσε για τους Έλληνες την άκρη του γνωστού κόσμου. Στις ακτές του Ευξείνου Πόντου υπήρχαν πολλά αρχαία λιμάνια, μερικά εξ αυτών αρχαιότερα από τις Αιγυπτιακές πυραμίδες.
Κατά την Ελληνική μυθολογία η περιοχή κατοικείτο από τη θεότητα «Πόντος», γιος του Αιθέρα και της Γαίας. Είναι επίσης η θάλασσα την οποία διέσχισε ο Ιάσονας κατά την Αργοναυτική εκστρατεία με το μυθικό πλοίο Αργώ. Η μυθολογία θέλει δε τον Αυτόλυκο, μέλος της Αργοναυτικής εκστρατείας, ως ιδρυτή της Σινώπης.
Κατά τους ιστορικούς, ο Πόντος αποικίζεται από τους Έλληνες από τον 8ο π.Χ. αιώνα. Η πόλη δε της Μιλήτου φέρεται σαν ιδρύτρια πολλών πόλεων τόσο στα δυτικά, όσο και στα ανατολικά παράλια του Ευξείνου Πόντο.
Πέρα από τη σημασία της θαλάσσιας χώρας, ως Πόντος είναι γνωστή στο ελληνικό στοιχείο και η βόρεια ακτή της Μικράς Ασίας που βρέχεται από τα νερά του Ευξείνου Πόντου. Οι κάτοικοι αυτής της περιοχής λέγονται Πόντιοι.
Οι αρχαίοι εμπορικοί δρόμοι της περιοχής μελετώνται σήμερα εκτεταμένα από επιστήμονες, καθώς ο Εύξεινος Πόντος διαπλεόταν από Χετταίους, Κάρες, Θράκες, Έλληνες, Πέρσες, Κιμμέριους, Σκύθες,Ρωμαίους, Βυζαντινούς, Γότθους, Ούννους, Άβαρους, Βούλγαρους, Σλάβους, Βάραγγους, Σταυροφόρους, Βενετούς, Γενοβέζους, Λιθουανούς, Γεωργιανούς, Πολωνούς, Τάταρους, Οθωμανούς και Ρώσους.
Ελληνικές αποικίες του Εύξεινου Πόντου
Στους αρχαίους συγγραφείς, Ησίοδο, Πίνδαρο και στους μεταγενέστερους, η λέξη «Πόντος», όταν χρησιμοποιείται για να ονομάσει θαλάσσιο χώρο, ταυτίζεται με τον Εύξεινο Πόντο. Στους αττικούς ρήτορες η ονομασία «Πόντος» αποδίδεται στην Ταυρική χερσόνησο (Κριμαία), ενώ αργότερα μετά τον Ηρόδοτο και, κυρίως, έπειτα από τον Ξενοφώντα (Κύρου Ανάβασις), οι γεωγράφοι και οι συγγραφείς «Πόντο» αποκαλούν τη νότια περιοχή του Εύξεινου Πόντου, που περιλαμβάνει τον παραλιακό χώρο ανάμεσα στον Άλυ ποταμό και την Κολχίδα, ανατολικά της Τραπεζούντας, από την πόλη Διοσκουριάδα (σημ. Σοχούμι) ως τη Σινώπη στα δυτικά. Τοποθετώντας την περιοχή αυτή σε ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο κατά την αρχαιότητα, μπορούμε να τη χωρίσουμε στις εξής ιστορικές περιόδους.
Η αποστολή του Ιάσονα και των Αργοναυτών στην Κολχίδα, οι περιπλανήσεις του Ορέστη στη Θοανία του Πόντου, οι περιπέτειες του Οδυσσέα στη χώρα των Κιμμερίων, η τιμωρία του Προμηθέα από τον Δία και η εξορία του στον Κάυκασο, το ταξίδι του Ηρακλή στον Πόντο, αποτελούν μύθους που αναφέρονται ειδικά στον συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο, επιβεβαιώνοντας την ύπαρξη πανάρχαιων εμπορικών δρομολογίων. Παράλληλα λειτούργησαν σαν μαγνήτες που τράβηξαν τις μεγάλες μάζες των Ελλήνων μεταναστών απ’ την Ελλάδα στη Μικρά Ασία και τον Πόντο.
Γύρω στο 1000 π.Χ τοποθετούν οι μελετητές την πραγματοποίηση των πρώτων εμπορικών ταξιδιών στην περιοχή αυτή για την αναζήτηση κυρίως χρυσού και άλλων μεταλλευμάτων. Η εποχή του μεγάλου αποικισμού ξεκινά δύο αιώνες αργότερα τον 8ο αι. π.Χ. με τη Μίλητο της Ιωνίας να αποικίζει τα παράλια του Εύξεινου Πόντου ιδρύοντας τη Σινώπη σε εξαιρετικά στρατηγική θέση εξαιτίας του καλού λιμανιού της και της δυνατότητας ομαλής επικοινωνίας με τις γύρω περιοχές.
Η Σινώπη, με την σειρά της ίδρυσε το 756 π.Χ την Τραπεζούντα, την Κρώμνη, το Πτέρυον, την Κύτωρο και άλλες φημισμένες πόλεις της περιοχής. Όμορφη και επιβλητική, η Σινώπη αναδείχθηκε γρήγορα σε αξιόλογο λιμάνι, αποκτώντας πολυάριθμο στόλο και ισχύ. Σημειώνεται πως η Τραπεζούντα εώς την εποχή του Ξενοφώντα ήταν φόρου υποτελής οικειοθελώς στη μητρόπολη Σινώπη.
Ο Ξενοφώντας στο έργο του Κύρου Ανάβασις, το 401 π.Χ περιγράφει την πατροπαράδοτη φιλοξενία των Ελλήνων του Πόντου, που γνώρισε ο ίδιος και οι «Μύριοι» μένοντας τριάντα μέρες στην Τραπεζούντα. Οι ελληνοπρεπείς γιορτές που περιγράφει περιλάμβαναν αθλητικούς αγώνες προς τιμήν του ελληνικού δωδεκάθεου και τον ένοπλο πυρρίχιο χορό. Επιπλέον χαρακτηρίζει την πόλη “πόλιν Ελληνίδα μεγάλην και ευδαίμονα”.
Ο αρχαίος γεωγράφος Στράβων, ο οποίος καταγόνταν από την Αμάσεια του Πόντου, περιγράφει την περιοχή στα Γεωγραφικά του ως χώρα με εύκρατο κλίμα χωρίς ξηρασία, πολύ ευνοϊκή για την ενασχόληση με την αγροτική παραγωγή, την κτηνοτροφία και το κυνήγι. Από τη Σινώπη καταγόταν ο φιλόσοφος Διογένης ο Κυνικός, ο διασημότερος εκπρόσωπος της κυνικής σχολής στην αρχαιότητα.
Η περσική κυριαρχία
Μετά την κατάλυση του μηδικού κράτους από τον Κύρο των Περσών, ο Πόντος θα περάσει στην κηδεμονία της Περσίας, χωρίς να γνωρίσει τους καταστροφικούς πολέμους της περσικής επέκτασης. Οι πόλεις, κυρίως της μικρασιατικής παραλίας μέχρι την Κολχίδα, επί περσικής επικυριαρχίας, υπάγονταν στο μέγα βασιλέα, ενώ διατηρούσαν παράλληλα εσωτερική αυτονομία. Επί της δυναστείας των Αχαιμενιδών, οι πόλεις της ανατολικής μικρασιατικής παραλίας υπάγονταν στην ίδια σατραπεία, αλλά η κυριαρχία τους ήταν περισσότερο τυπική, διότι επί Ξενοφώντα πολλές από τις γειτονικές φυλές ήταν σχεδόν ανεξάρτητες και πολεμούσαν συχνά τις ελληνικές πόλεις.
Οι Πέρσες αυτονομούν επίσης τον Πόντο από την οικονομική ζωή του Αιγαίου, δημιουργώντας την εμπορική οδό από την Έφεσο ως τα Σούσα, μέσω της οποίας οι μεταφορές γίνονταν δια ξηράς, λόγω περισσότερης ασφάλειας και συντομίας, αφού τα προϊόντα διοχετεύονταν κατευθείαν στη μεγάλη αγορά της Μεσοποταμίας.
Σύμφωνα δε με τον Ξενοφώντα και τον Ηρόδοτο, η Τραπεζούντα και η γύρω από αυτήν περιοχή δεν είχαν γνωρίσει τον περσικό ζυγό, λόγω του ότι οι Κόλχοι και οι Χαλδαίοι είχαν παραμείνει αυτόνομοι, αφού ο Δαρείος ασχολήθηκε περισσότερο με τον ελληνικό χώρο, ο Κύρος νικήθηκε στο μέτωπο των σκυθικών χωρών και ο Καμβύσης στράφηκε κυρίως στην Αίγυπτο και την Αραβία.
Σημαντικές πληροφορίες για τις ελληνικές πόλεις του Πόντου, κατά τη διάρκεια της περσικής επικυριαρχίας, αποκομίζονται από έργο του Ξενοφώντα «Κύρου Ανάβασις», όπου περιγράφεται η Κάθοδος των Μυρίων (401-400 π.Χ.), των Ελλήνων δηλαδή στρατιωτών που πολέμησαν ως μισθοφόροι στο πλευρό του Κύρου εναντίον του αδελφού του, Αρταξέρξη. Μετά τη συμπλοκή όμως των δύο αδελφών και τον θάνατο του Κύρου, οι Έλληνες βρέθηκαν μόνοι στο εσωτερικό της εχθρικής χώρας προσπαθώντας με τεράστιες δυσκολίες να φτάσουν στα ελληνικά εδάφη.
Όταν από το όρος Θήχης αντίκρισαν τη θάλασσα (Εύξεινος Πόντος), ένιωσαν ότι βρίσκονται στην Ελλάδα. Στο έργο αναφέρεται η άφιξη τους στην Τραπεζούντα (401 π.Χ.) η οποία ήταν υποτελής στη μητρική πόλη Σινώπη, καθώς και η βοήθεια όλων των άλλων Ελλήνων κατοίκων των παράλιων αποικιών του Εύξεινου Πόντου — Κερασούντας, Κοτυώρων, Σινώπης, Ηράκλειας— για να διεκπεραιωθούν στη Θράκη.
Εποχή του Μ. Αλεξάνδρου
Κατά την εποχή ανάμεσα στο πέρασμα του Ξενοφώντα μέχρι την κοσμοκρατορία του Μ. Αλεξάνδρου, η Τραπεζούντα και όλες οι ελληνικές αποικιακές πόλεις του Ευξείνου απόλαυσαν περιόδου ειρήνης και ευημερίας, επεκτεινόμενες επίσης όχι μόνο στα παράλια μέρη, αλλά και προς το εσωτερικό της περιοχής, εξελληνίζοντας συνέχεια όλο και περισσότερα φύλα.
Κατά τον Γερμανό ιστορικό Fallmerayer, «οι Τραπεζούντιοι, σοφότεροι από τα αδελφά κράτη στις ακτές της Ιωνίας, ήξεραν να επιλέγουν μάλλον τα πλεονεκτήματα μιας ονομαστικής εξάρτησης από έναν μακρινό μονάρχη παρά εκείνα μιας πολυτάραχης αυτονομίας, και ήταν ευτυχισμένοι και πλούσιοι, ενώ η Φώκαια και η Μίλητος δεν άργησαν να μεταβληθούν σε ερείπια». Με αυτό τον τρόπο ενισχύθηκαν και ανακάλυψαν νέες πηγές πλούτου, όπως άργυρο, χαλκό και σίδηρο, μέταλλα που βρίσκονταν ακόμα και στις δασώδεις και ορεινές περιοχές.
Ως εξελληνισμένες περιοχές κατά την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου αναφέρονται τα Κόμανα, τα Κάβειρα, η Γαζίουρα και η Αμάσεια. Την ίδια περίοδο η Τραπεζούντα, τα Κοτύωρα, η Αμισός και η Σινώπη βρίσκονταν σε υψηλό επίπεδο εμπορικής και πολιτικής δύναμης όπως μπορεί να συμπεράνει κανείς από τα πολυάριθμα νομίσματα, έχοντας παράλληλα απόλυτη αυτονομία και ανεξαρτησία.
Αναφέρεται μάλιστα ότι ο Μ. Αλέξανδρος επανέφερε το δημοκρατικό πολίτευμα στην πόλη Αμισό, που το είχε στερηθεί επί Περσοκρατίας. Με λίγα λόγια, η ελληνική παιδεία, ο ελληνικός τρόπος ζωής και η ελληνική γλώσσα θα εξαπλωθούν σε όλες τις αποικίες και, μέσω των στενών του Ελλησπόντου, θα ανοίξουν δρόμους για εμπορικές συναλλαγές, μεγαλώνοντας έτσι την οικονομική και πολιτιστική αίγλη των ελληνικών ποντιακών πόλεων.
Το Βασίλειο του Πόντου
Κατά την περίοδο των μεταλεξανδρινών χρόνων ιδρύθηκε στην περιοχή του Πόντου ένα βασίλειο με ισχυρά ελληνικές επιρροές, γνωστό ως ελληνιστικό βασίλειο του Πόντου (302/301-64/63 π.Χ.). Δημιουργός του κράτους υπήρξε ο πρώην σατράπης της Κίου, Μιθριδάτης Α΄, ο οποίος έκανε πρωτεύουσά του την Αμάσεια. Αρχικά το κράτος αυτό περιελάμβανε την Καππαδοκία (Μεγάλη Καππαδοκία και Καππαδοκία του Πόντου), αλλά αργότερα επεκτάθηκε και στις ελληνικές πόλεις των ακτών του Ευξείνου.
Η ελληνική γλώσσα καθιερώθηκε στο βασίλειο ως επίσημη γλώσσα. Η ελληνική θρησκεία και λατρεία κυριάρχησαν παντού και χτίστηκαν ναοί προς τιμήν των Ολύμπιων Θεών σε ολόκληρο τον Πόντο. Το δωδεκάθεο του Ολύμπου αφομοίωσε τις περισσότερες περσικές και ντόπιες θεότητες. Στα Κόμανα του Πόντου, μαζί με την τοπική θεά Αναΐτιδα, λατρευόταν και ο Απόλλωνας, η Αθηνά, ο Διόνυσος και η Νίκη, στην Κερασούντα ο Δίας, ο Διόνυσος, ο Ασκληπιός, ο Ποσειδώνας, ο Πάνας και ο Ηρακλής ενώ στην Τραπεζούντα ο Ερμής, ο Διόνυσος, ο Πάνας και ο Ηρακλής. Η λατρεία του περσικού θεού Μίθρα δεν έκλειψε ποτέ αλλά με το πέρασμα του χρόνου ελληνοποιήθηκε και ταυτίστηκε με τους Ήλιο, Απόλλωνα και Ερμή.
Ανάμεσα στις νέες κτήσεις του Μιθριδάτη περιλαμβανόταν και η Τραπεζούντα. Στη συνέχεια, στο βασίλειο ενσωματώθηκαν και διάφορες φυλές εξ ανατολών, όπως οι Τιβαρηνοί, οι Μοσσύνοικοι, οι Μάκρωνες κ.ά. Οι ανεπτυγμένες ελληνικές πόλεις παρέμειναν εμπορικά κέντρα, ενώ η καλλιέργεια της γης αποτελούσε την κύρια απασχόληση των κατοίκων, ιδιαίτερα στις κοιλάδες και τα δέλτα των ποταμών. Μεγάλη υπήρξε επίσης και η εκμετάλλευση των πλούσιων κοιτασμάτων αργύρου, σιδήρου, χαλκού.
Περί το 2ο αι. π.Χ. το κράτος του Πόντου εγκαινίασε επιθετική πολιτική με την κατάληψη της Σινώπης από τον Φαρνάκη Α’ (βασ. 185-169 π.Χ.), καθώς και των Ποντικών Ορέων και της παραλιακής ζώνης του Ευξείνου (Κερασούντα, Κύτωρο, Αρμήνη κ.ά.). Αφού στο βασίλειο συμπεριλήφθηκε και η Τραπεζούντα, επί Φαρνάκη Α’ και των διαδόχων του ευνοήθηκαν οι οικονομικές συμφωνίες με τ
η χερσόνησο της Κριμαίας, καθώς και οι πολιτικοί και οικονομικοί δεσμοί με τη Δήλο και την Αθήνα. Οι πολυάριθμες νομισματικές συλλογές των πόλεων της Τραπεζούντας, της Αμισού, των Κοτυώρων και της Σινώπης επιβεβαιώνουν την οικονομική, εμπορική και πολιτική ακμή εκείνης της περιόδου, η οποία δεν ανατράπηκε ούτε μετά την κατάληψη της Τραπεζούντας το 63 π.Χ από τον Ρωμαίο Ύπατο Πομπήιο. Κατά την εποχή της βασιλείας του Μιθριδάτη Ε’ του Ευεργέτη (περίπου 150-120 π.Χ.) δημιουργήθηκε μισθοφορικός στρατός σύμφωνα με τα ελληνικά πρότυπα.
Το 120 π.Χ. τον διαδέχεται ο γιος του Μιθριδάτης ΣΤ΄ Ευπάτωρ (120-63 π.Χ.). επί βασιλείας του οποίου το βασίλειο του Πόντου έφτασε στο υψηλότερο σημείο της ακμής του και απέκτησε πολύ μεγάλη φήμη.
Η παιδεία που δέχτηκε ο Μιθριδάτης από την Ελληνίδα μητέρα του, τη γυναίκα του αλλά και από τους Έλληνες αξιωματικούς, ιστορικούς, ποιητές, πολιτικούς και φιλοσόφους του περίγυρού του, τον κατέστησε γνωστό σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο εκείνης της εποχής.
Επιχειρώντας να πραγματοποιήσει τη φιλοδοξία του για την ίδρυση εξελληνισμένου ασιατικού κράτους, ήλθε αντιμέτωπος με την πανίσχυρη τότε ρωμαϊκή αυτοκρατορία και πραγματοποίησε εναντίον της 4 πολέμους, που είναι γνωστοί ως Μιθριδατικοί Πόλεμοι.
Κατά τον Α΄ Μιθριδατικό πόλεμο (89-84 π.Χ.) ο Μιθριδάτης, έχοντας ως σύμμαχο το βασιλιά της Αρμενίας, Τιγράνη, εξόντωσε 80.000, περίπου, Ρωμαίους που βρίσκονταν στη Μικρά Ασία («Εφέσιος Εσπερινός», 88 π.Χ.), πήρε με το μέρος του την Αθήνα, τη Βοιωτία και τη Λακεδαίμονα, κατέλαβε τη Δήλο και ανάγκασε τον επικεφαλής των ρωμαϊκών δυνάμεων, Λεύκιο Κορνήλιο Σύλλα, να υπογράψει τη συνθήκη της Δαρδάνου. Κατά το Β΄ Μιθριδατικό Πόλεμο (83-81) ο Μιθριδάτης κατέλαβε τμήμα της Καππαδοκίας.
Ο Γ´ Μιθριδατικός πόλεμος απέβησαν μοιραίοι για τον Πόντιο βασιλιά, γιατί, αφού υπέστη αρχικά ήττες από το Ρωμαίο ύπατο, Μάριο Αυρήλιο Κόττα, στη Χαλκηδόνα, δέχτηκε το τελικό χτύπημα από τον Γναίο Πομπήιο (64 π.Χ.) που κατέλαβε τη Σινώπη και τελευταία την Τραπεζούντα (63 π.Χ.).