Κείμενο: Μαρία Ριτζαλέου
Πήρε μια απόφαση πολιτική, που έκρυβε οικονομικό και στρατηγικό υπόβαθρο, αλλά δεν ήταν ούτε άκοπη ούτε άμεσα υλοποιήσιμη. Ο Κάσσανδρος ήξερε πως η ίδρυση μιας μεγάλης πόλης τον 4ο π.Χ. αιώνα δεν μπορούσε να γίνει από τη μία μέρα στην άλλη, γιατί ακόμη κι αν έστηνε τις υποδομές η εξεύρεση πολιτών ήθελε χρόνο και… χρήμα. Ίσως και την πυγμή των όπλων.
Η Θεσσαλονίκη ιδρύθηκε το 316/315 π.Χ., χρονιά ορόσημο για την ιστορία της πόλης που φέρει από τότε μέχρι σήμερα το ίδιο όνομα. Σύμφωνα με τον γεωγράφο-ιστορικό-συγγραφέα και φιλόσοφο, Στράβωνα, ο Κάσσανδρος ίδρυσε την πόλη με τη μέθοδο του συνοικισμού, μεταφέροντας δηλαδή κατοίκους από 26 (ή μήπως 54;) κώμες και πολίσματα (οικισμούς και μικρότερες πόλεις) που βρίσκονταν σε μια ακτίνα 35 χιλιομέτρων περιμετρικά της νέας πόλης.
Μεταξύ αυτών (με τις σημερινές τους ονομασίες) η Πολίχνη, το Πανόραμα, το Ωραιόκαστρο, το Μελισσοχώρι, τα Λαγυνά, η Θέρμη, το Νέο Ρύσιο, ο Χορτιάτης κ.ά. Σύμφωνα πάντα με τον Στράβωνα, οι οικισμοί, οι κάτοικοι των οποίων τους εγκατέλειψαν για τη νέα, μεγάλη πόλη, καταστράφηκαν. Ήταν λοιπόν μια μεταφορά κατοίκων εύκολη, ανέξοδη και αναίμακτη; Μάλλον όχι.
Όπως επισημαίνει στη Voria.gr ο προϊστάμενος του τμήματος Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης, Αστέριος Λιούτας, «επιβάλλεται να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι στις πληροφορίες που δίνει ο Στράβωνας για τον συνοικισμό της Θεσσαλονίκης, εκτός από τέσσερις: α) ιδρυτής της πόλης ήταν ο Κάσσανδρος, β) το όνομα Θεσσαλονίκη είναι αυτό της συζύγου του, που ήταν κόρη του Φιλίππου και ετεροθαλής αδερφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γ) τα ονόματα των περιοχών στις οποίες εντάσσονται οι οικισμοί και δ) ο τρόπος ίδρυσης της πόλης ήταν αυτός του συνοικισμού».
«Ἐπωνόμασε δὲ τὴν πόλιν ἀπὸ τῆς ἑαυτοῦ γυναικός Θεσσαλονίκης, Φιλίππου δὲ τοῦ Ἀμύντου θυγατρός, καθελὼν τὰ ἐν τῇ Κρουσίδι πολίσματα καὶ τὰ ἐν τῷ Θερμαίῳ κόλπῳ περί ἓξ καὶ εἴκοσι καὶ συνοικίσας εἰς ἕν», έγραψε ο γεωγράφος.
Ο Στράβωνας δεν δίνει λεπτομέρειες για το πώς έγινε ο συνοικισμός, δίνει μόνο έναν τρόπο, το ρήμα «καθελών» (καταστρέφοντας), κι έβγαλε το συμπέρασμα αυτό βλέποντας τα ερείπια των άλλοτε ακμαίων οικισμών. Άρα ο Κάσσανδρος απομάκρυνε τους κατοίκους με τη βία και τους μετέφερε στη Θεσσαλονίκη, καταστρέφοντας μάλιστα τα πολίσματα;
«Ο Κάσσανδρος πρέπει να ακολούθησε μια κλιμακούμενη διαδικασία στο πλαίσιο της λογικής και της ήπιας διαχείρισης του εγχειρήματος, πριν φτάσει στην καταστροφή των οικισμών», λέει ο κ. Λιούτας και εξηγεί: «Αρχικά με το επιτελείο του εντόπισε ποιες κώμες και πολίσματα ήθελε στον συνοικισμό. Και στη συνέχεια απευθύνθηκε στην άρχουσα τάξη, τους προύχοντες και το ιερατείο κι ίσως μάλιστα να χρηματοδότησε τη μετακόμιση των οικογενειών στις νέες οικίες, που φρόντισε να έχει ετοιμάσει. Αν δεν υπήρξε ικανοποιητική ανταπόκριση, δεν αποκλείεται να προχώρησε σε φοροαπαλλαγές και χρηματικές αποζημιώσεις. Ως έσχατη λύση, αν δεν ολοκληρωνόταν το σχέδιό του, πιθανόν χρησιμοποίησε τη στρατιωτική… πειθώ, ό,τι κι αν αυτό σημαίνει: εξαναγκασμός και ίσως κατεδάφιση και πυρπόληση των οικιών, ένα μέτρο που συνάδει και με τον βίαιο χαρακτήρα του Κάσσανδρου, όπως μας παραδίδεται από τις αρχαίες πηγές».
«Με βάση τη λογική και μόνο, καθώς κανείς δεν μας δίνει κάποια πληροφορία, δεν μετακινήθηκαν γεωργοί και κτηνοτρόφοι, διότι μια πόλη δεν τους έχει ανάγκη. Αντίθετα, η τάξη αυτή είναι απαραίτητη στην ύπαιθρο χώρα, προκειμένου να καλλιεργεί τη γη, να εκτρέφει τα ζώα και να παράγει τα προϊόντα, με τα οποία τροφοδοτείται μια πόλη», απαντά ο κ. Λιούτας.
Οι λόγοι για την ίδρυση της Θεσσαλονίκης ήταν πολιτικοί -ο Κάσσανδρος ήθελε να επικρατήσει στη Μακεδονία-, στρατηγικοί -ήταν κομβικό σημείο προς τον βορρά και λιμάνι- και φυσικά οικονομικοί -μπορούσε για τους παραπάνω λόγους να αναπτυχθεί το εμπόριο.
Η Τούμπα, το Καραμπουρνάκι, η Θέρμη, το Πλαγιάρι, εσχάτως και η Πυλαία -ένας παντελώς άγνωστος αρχαιολογικός χώρος ώς το 2012 όταν και αποκαλύφθηκε στη διάρκεια των εργασιών του μετρό- ήταν μερικά από τα πολίσματα από όπου ο Κάσσανδρος μετακίνησε πληθυσμό. Δεδομένου μάλιστα ότι κάποια ονόματα αφορούν σε περισσότερες από μία κώμη ή αρχαίους οικισμούς, οι «περίπου 26» κατά Στράβωνα οικισμοί που μετείχαν στον συνοικισμό, είναι για τους αρχαιολόγους στην πραγματικότητα τουλάχιστον 54.
Η τράπεζα και τα νεκροταφεία της Πολίχνης
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πολίσματα είναι αυτό της Πολίχνης, στον σημερινό δήμο Παύλου Μελά, νότια της συμβολής της οδού Λαγκαδά με την Εσωτερική Περιφερειακή Θεσσαλονίκης. Στην περιοχή είναι συγκεντρωμένες αρχαιότητες όλων σχεδόν των εποχών: από τη Νεολιθική ο οικισμός της Σταυρούπολης, από την Εποχή του Χαλκού και την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου η Τούμπα της Πολίχνης κι από την Πρώιμη του Σιδήρου και των ιστορικών χρόνων η τράπεζα (λόφος με πεπλατυσμένη κορυφή) της Πολίχνης, μαζί με τα δύο νεκροταφεία. Οι αρχαιότητες αυτές χρονολογούνται από το 5900 π.Χ. μέχρι την αυτοκρατορική ρωμαϊκή εποχή (2ος-3ος αι. μ.Χ.).
Σύμφωνα με τον κ. Λιούτα, στα βαθύτερα αρχαιολογικά στρώματα της τράπεζας της Πολίχνης δεν εντοπίστηκαν οικοδομικά κατάλοιπα, παρά μόνο χονδροειδής άβαφη κεραμική από τα τέλη του 11ου και από τον 10ο αιώνα. Η αρχαιότερη οικοδομική φάση χρονολογήθηκε στις αρχές του 9ου αιώνα και ακολούθησαν άλλες τέσσερις στα μέσα του 8ου, στις αρχές του 7ου, στα μέσα του 6ου και στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. Μετά τον συνοικισμό του Κάσσανδρου, η κατοίκηση στην τράπεζα μειώνεται δραστικά και περιορίζεται σε θύλακες περιφερειακά του λόφου αυτού, καθώς και του λόφου της Τούμπας της Πολίχνης. Πλήθος κινητών ευρημάτων που ήρθαν στο φως δείχνουν τις εμπορικές σχέσεις με περιοχές του Αιγαίου, όπως αγγεία κορινθιακής και αττικής παραγωγής, σκύφος με εγχάρακτη επιγραφή σε καρικό αλφάβητο, αλλά και τμήμα αιγυπτιακού ειδωλίου.
Σε απόσταση 150 μέτρων δυτικά της τράπεζας ανασκάφηκε το δυτικό νεκροταφείο και οι 1.250 τάφοι που έχουν εντοπιστεί ώς τώρα καλύπτουν ένα μεγάλο χρονικό εύρος από την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου και τη Γεωμετρική (11ος-8ος αι. π.Χ.) μέχρι τη Ρωμαϊκή εποχή, ενώ έχουν βρεθεί και 202 τεφροδόχα αγγεία. Σε έναν από τους τάφους ανακαλύφθηκε μικρός λιθόπλινθος με την επιγραφή του α΄ μισού του 4ου αι. π.Χ. ΚΩΜΑΙΟ, η οποία πιθανότατα αναφέρεται σε κάτοικο του οικισμού της Πολίχνης με ιωνική καταγωγή.
Στο ανατολικό νεκροταφείο, το οποίο καταλαμβάνει χώρο περίπου 120 στρεμμάτων, έχουν αποκαλυφθεί σχεδόν 300 πυκνά τοποθετημένοι τάφοι από την Αρχαϊκή ως την Ελληνιστική εποχή.
«Είναι ανασκαφικά τεκμηριωμένο ότι η ζωή και η χρήση του οικισμού στον τραπεζιόσχημο λόφο της Πολίχνης μειώνεται δραστικά στο τέλος του 4ου αι. π.Χ., στην εποχή του κασσάνδρειου συνοικισμού. Όμως από τις ανασκαφές στη βάση και γύρω από την τράπεζα, αλλά και από τα ευρήματα του ανατολικού κυρίως νεκροταφείου, γνωρίζουμε ότι η ζωή συνεχίστηκε. Είναι λοιπόν βάσιμη η υπόθεση πως κάποιοι κάτοικοι της Πολίχνης, όπως και των άλλων πολισμάτων και κωμών, παρέμειναν μετά την ίδρυση της Θεσσαλονίκης στα πατρογονικά εδάφη για να τα καλλιεργούν, να εκτρέφουν τα ζώα και να παράγουν τα προϊόντα με τα οποία τροφοδοτούσαν τη νέα πόλη», ανέφερε ο κ. Λιούτας.