Όταν ο Αλέξανδρος ο Μέγας πέθανε, ο θάνατός του είχε συγκλονίσει ολόκληρη την οικουμένη. Και για την πομπή και την είσοδο του περίφημου άρματός του στην Αλεξάνδρεια μιλούσε ολόκληρος ο σύγχρονος τότε κόσμος.
Ήταν το έτος 321 π.Χ., όταν σύσσωμος ο πληθυσμός της νεόκτιστης πρωτεύουσας της Αιγύπτου βρέθηκε μιαν αυγή επί ποδός, για να υποδεχτεί νεκρό τον ιδρυτή της τρανής πόλης. Επί οχτώ χρόνια άκουγε τα βήματά του να αντηχούν στις επαρχίες της Ασίας. Οι πνοές των ανέμων συμπαρέσερναν διαρκώς τις νύχτες και τα κατορθώματα του Μακεδόνα ήρωα.
Αντιλάλησε η ηχώ της πτώσης των Σούσων και της Βαβυλώνας. Φάνηκε κατακόκκινη η ανατολή από τις φλόγες της πυρπολούμενης Περσέπολης. Τα επιτεύγματά του τραγουδήθηκαν σε άγνωστες και εξωτικές χώρες των Ινδών και των Τατάρων. Ιδού τώρα ένα άρμα πλησίαζε, ένα άρμα νεκρικό, μέσα στο οποίο είχαν χωρέσει τη σορό του γίγαντα της Ιστορίας. Ερχόταν να ταφεί στις οάσεις των ερήμων. Ο θνητός υιός του Δία θα θαβόταν στον ναό του πατρός του, Άμμωνος.
Όταν ο κατακτητής του κόσμου, δύο χρόνια νωρίτερα, το 323 π.Χ., είχε αφήσει την έσχατη πνοή του στη Βαβυλώνα, 33 μόλις ετών, οι λαοί, που τους σεβάστηκε όλους, είχαν καταρρακωθεί. Όσοι είχαν γνωρίσει τον Αλέξανδρο, τον θρήνησαν. Οι Ρωμαίοι μόνο χαίρονταν, γιατί θα διατηρούσαν έτσι την ανεξαρτησία τους. Η μητέρα του, η Ολυμπιάδα, κραύγασε: “Παιδί μου, σου προείπα ότι θα κυρίευες την οικουμένη. Αλλά, αλίμονο! Ήταν πολύ μικρός για σένα ο κόσμος και τον άφησες…”
Ο Στρατηγός Φιλήμων ανέκραξε: “Βασιλείς της γης, μη θρηνείτε πια την τύχη σας. Κοιτάξτε τη τύχη του Τιτάνα!” Η νεκρική πομπή σίμωνε και οι κάτοικοι της Αλεξάνδρειας έκλαιγαν. Πρώτος φάνηκε ο Πτολεμαίος, ο υιός του Λάγου, με τα στρατεύματά του. Τον είχε διορίσει ο Αλέξανδρος Σατράπη της Αιγύπτου.
Κατόπιν, ερχόταν ο Αριδαίος, ένας Μακεδόνας πρίγκηπας, ο οποίος βάδιζε επικεφαλής πλήθους αντιπροσώπων των άπειρων λαών του απέραντου κράτους, που θέλησαν να μετάσχουν της πομπής. Ήταν ένας από τους επτά σωματοφύλακες του Αλεξάνδρου και σ’ αυτόν είχε ανατεθεί η φροντίδα της κατασκευής του χρυσού άρματος.
Ήταν κάτι υπέρλαμπρο το άρμα αυτό, θαύμα λεπτής τέχνης της χρυσοχοΐας. Χρυσό ολόκληρο, με χρυσά ελάσματα και χρυσούς τροχούς. Μόνο το έλασμα, που άγγιζε τη γη, ήταν από σίδηρο. Πάνω στο πελώριο άρμα δέσποζε ένας μικρός ναΐσκος, ολόχρυσος επίσης. Κίονες κομψού ιωνικού ρυθμού στήριζαν τη στέγη του, που ήταν ημικυκλική, μήκους 6 μέτρων και πλάτους 4 μέτρων και καλυπτόταν από χρυσές φολίδες.
Μέσα στον ναό υπήρχε σαρκοφάγος, κατασκευασμένη από συμπαγή χρυσό. Αντί σκεπάσματος, είχε προσαρμοστεί στρώμα χρυσού επί του ταριχευμένου σώματος, τόσο καλλιτεχνικά, ώστε το κορμί του Μακεδόνα Στρατηλάτη εξείχε ως τέλειο ανάγλυφο με όλες τις λεπτομέρειες. Πλάι στο κεφάλι του νεκρού, πάνω σε μια μεταξωτή χρυσοποίκιλτη σημαία της Φοινικίδος, η οποία καθ’ όλη την αλεξανδρινή εποποιία έδινε το σύνθημα κατά τις μάχες των εφόδων, ήταν τοποθετημένα ορθά τα όπλα του αποθανόντος.
Γύρω από τον ναΐσκο, τέσσερα ψηλά θαυμάσια χρυσά ανάγλυφα καταλάμβαναν όλο το πλάτος της κάθε πλευράς του. Στο πρώτο ανάγλυφο, ο Αλέξανδρος παριστάνετο πάνω σε λαμπρό άρμα. Μεγαλοπρεπής στεκόταν, κρατώντας σκήπτρο, ενώ έφιπποι Μακεδόνες ευπατρίδες και Πέρσες ευγενείς, οι Αργυράσπιδες, προπορεύονταν του άρματος του ήρωα. Το δεύτερο ανάγλυφο απεικόνιζε παράταξη τάγματος ελεφάντων, ενώ τα υπόλοιπα ανάγλυφα παρουσίαζαν ελιγμούς του περίφημου ιππικού τάγματος των Εταίρων εν ώρα συμπλοκής και στόλο, έτοιμο να εξορμήσει.
Έξω από τη θύρα του ναού βρισκόταν ένας μεγάλος χρυσός θρόνος. Φάνταζε πένθιμος, καθώς ήταν αδειανός, χωρίς τον δοξασμένο Στρατηλάτη. Από πάνω του, τραγέλαφοι χρυσοί βαστούσαν με το στόμα τους ένα στέμμα, που ακτινοβολούσε από τους σπινθηρισμούς των πολύτιμων λίθων όλων των χρωματισμών.
Δύο πελώριοι χρυσοί λέοντες στέκονταν ως φύλακες έξω από τη θύρα του ναού. Έμοιαζαν εξαγριωμένοι και δάγκωναν αιχμές λογχών. Νίκες φτερωτές έτειναν τρόπαια στις τέσσερις γωνίες της στέγης. Μα, στο κέντρο, μια μεγαλύτερη Νίκη, ακριβώς στην κορυφή του θόλου, κρατούσε μέγα χρυσό στεφάνι ελιάς, που στραφτάλιζε, όταν οι ηλιακές ακτίνες έπεφταν πάνω του και έριχναν αστραπές φωτός γύρω από τον ναό και το άρμα.
Τα εσωτερικά και εξωτερικά τοιχώματα ήταν κεντημένα με ρουμπίνια και μαργαριτάρια, ενώ θεσπέσιες γιρλάντες πολύχρωμων και εύοσμων λουλουδιών, που καθημερινώς ανακαινίζονταν, κοσμούσαν και αρωμάτιζαν διαρκώς ολόκληρο το πολυτελές κομψοτέχνημα.
Σε τέσσερις άξονες, με τετραπλή καθένας σειρά ζυγών, ήταν προσαρμοσμένοι εξήντα τέσσερις ρωμαλέοι ημίονοι, ισοϋψείς, οι οποίοι έσερναν το άρμα. Φορούσαν χρυσά διαδήματα και μαργαριταρένια περιδέραια, ενώ πολλές σειρές ασημένιων κωδωνίσκων, που σκέπαζαν τους τραχήλους τους, αντηχούσαν αρμονικά σε απόσταση πολλών χιλιομέτρων.
Από τη Μεσοποταμία, τη Συρία, την Αίγυπτο, ο κόσμος προσέτρεχε στο πέρασμα του άρματος και συναθροιζόταν σε σιωπηλό προσκύνημα της σορού του Έλληνα ήρωα. Ύστερα, η σαρκοφάγος τοποθετήθηκε ευλαβικά στον ναό του Άμμωνος.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, στις 04/02/1936