Ο Μέγας Αλέξανδρος (356-323 π.Χ.) αφού είχε κατακτήσει σχεδόν όλη την Οικουμένη, καθώς επέστρεφε από τις Ινδίες στη Βαβυλώνα, εισήλθε στην έρημο της Γεδρωσίας και άρχισε να τη διασχίζει. Εκεί ίσως βρέθηκε στην πιο δύσκολη στιγμή της εκστρατείας του.
Αφού είχε προχωρήσει βαθιά μέσα στην έρημο το στράτευμά του μαστιζόταν από την έλλειψη τροφής και νερού. Μέσα σε πραγματικά δυσχερέστατες συνθήκες ο Αλέξανδρος για ακόμη μία φορά έδειξε την απέραντη υψηλοφροσύνη του. Όπως περιγράφει ο ιστορικός Αρριανός, όταν κάποιοι στρατιώτες που έψαχναν για νερό κατάφεραν και βρήκαν μια ελάχιστη ποσότητα, την οποία έβαλαν μέσα σε ένα κράνος, αμέσως έτρεξαν να το προσφέρουν στο βασιλιά τους, τον Αλέξανδρο, σαν ένα σπουδαίο λάφυρο.
Όταν λοιπόν ο Αλέξανδρος πήρε στα χέρια του το κράνος με το νερό δεν το ήπιε, όπως θα περίμεναν όλοι! Αντίθετα! Το σήκωσε ψηλά ώστε να το βλέπουν όλοι και το έριξε κάτω!
Η πράξη αυτή του Αλεξάνδρου εμψύχωσε τους στρατιώτες, ώστε όπως σχολιάζει ο Αρριανός ήταν σαν να ήπιαν όλοι από εκείνο το κράνος και έτσι να ξεδίψασε το στράτευμα!