Στη μυθολογία της φιλοσοφίας ο Σωκράτης είναι ο απόλυτος ήρωας, η ίδια η ενσάρκωση της φιλοσοφίας.H αλήθεια όμως είναι ότι για τον πιο γνωστό φιλόσοφο γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα. O ίδιος ο Σωκράτης δεν έγραψε τίποτε – και δεν ξέρουμε ούτε καν γιατί αποφάσισε να μη γράψει. Oσοι γνώρισαν τον Σωκράτη και θέλησαν να γράψουν γι’ αυτόν, το έκαναν μέσω της λογοτεχνίας. O Σωκράτης που όλοι γνωρίζουμε είναι ένα θεατρικό πρόσωπο. Eίναι η κωμική καρικατούρα του σοφιστή στις Nεφέλες και η ηρωική μορφή του φιλοσόφου στους πλατωνικούς διαλόγους. O πραγματικός Σωκράτης μένει πάντοτε κρυμμένος πίσω από μια μάσκα.
Από τα ελάχιστα πράγματα που γνωρίζουμε με ασφάλεια για τον ιστορικό Σωκράτη είναι η κατηγορία που διατυπώθηκε εναντίον του το 399 π.Χ. και που οδήγησε στην καταδίκη του σε θάνατο. Στηριζόταν σε δύο σημεία: ότι δεν αναγνωρίζει τους θεούς της πόλης και εισάγει «καινά δαιμόνια», και ότι διαφθείρει τη νεολαία.
Γνωρίζουμε το κατηγορητήριο, δεν γνωρίζουμε όμως το ακριβές νόημά του. Τι εννοούσαν οι κατήγοροι όταν έκαναν λόγο για «καινά δαιμόνια»; Ποιες ήταν οι νέες θεότητες, που υποτίθεται ότι εισήγαγε στην Αθήνα ο Σωκράτης; Αν πιστέψουμε τον Αριστοφάνη -ο οποίος βεβαίως γράφει τις Νεφέλες του πολύ πριν από τη δίκη του Σωκράτη και, το κυριότερο, γράφει σάτιρα- οι νέοι θεοί του Σωκράτη είναι οι θεοί των φυσικών φιλοσόφων, οι θεοί του Αναξαγόρα και των ασεβών διαφωτιστών του 5ου αιώνα. Στην κωμωδία λοιπόν του aριστοφάνη ο «σοφιστής» Σωκράτης δέχεται στη σχολή του τον αφελή και αγράμματο Στρεψιάδη, του γνωρίζει τους νέους θεούς στους οποίους πρέπει να πιστεύει -είναι το Xάος, οι Nεφέλες και η Γλώσσα- και του υπόσχεται ότι με σκληρή εξάσκηση στη φιλοσοφία και τη ρητορική θα γίνει ικανός να μεταπείθει τους δανειστές του, να κυριαρχήσει στην Εκκλησία του Δήμου και να επιτύχει σε κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής.
Η κωμωδία του Αριστοφάνη είναι ένδειξη ότι για πολλούς συγχρόνους του ο Σωκράτης δεν διέφερε ιδιαίτερα από τους σοφιστές. Η εικόνα ωστόσο του Αριστοφάνη δεν είναι αντικειμενική. Ο Σωκράτης δεν ασχολήθηκε με τη φυσική φιλοσοφία, και θεωρείται υπεύθυνος για τη στροφή της φιλοσοφίας προς στον άνθρωπο. Απείχε άλλωστε από την ενεργό πολιτική και δεν είχε σε μεγάλη εκτίμηση τους πολιτικούς ηγέτες της εποχής του. Είναι λοιπόν μάλλον απίθανο τα «καινά δαιμόνια» του Σωκράτη να ήταν απρόσωπες θεότητες σαν το Χάος, τα Σύννεφα ή τη Γλώσσα.
Θεϊκός οιωνός;
Πιο πιθανή είναι μια άλλη εκδοχή. Από τα λίγα πράγματα που γνωρίζουμε με βεβαιότητα για τον Σωκράτη είναι η σχέση του με το περίφημο «δαιμόνιο». Ο Σωκράτης άκουγε κατά καιρούς μια εσωτερική «φωνή», που του έδινε κάποια σημάδια για τη μελλοντική του συμπεριφορά. Στις υποδείξεις του δαιμονίου ο Σωκράτης φαίνεται ότι είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Η σχέση του Σωκράτη με το προσωπικό του δαιμόνιο ήταν κάτι πασίγνωστο σε όσους τον συναναστρέφονταν, αλλά θα πρέπει να είχε γίνει γνωστή και σε ευρύτερους κύκλους, συνεισφέροντας ένα ακόμη κομματάκι στο παζλ της «άτοπης» προσωπικότητας του μοναδικού αυτού ανθρώπου.
Έχουμε πολλές ενδείξεις ότι το δαιμόνιο ενεπλάκη με κάποιον τρόπο στη δίκη του Σωκράτη. Ο Πλάτων το υπαινίσσεται στην Απολογία του, όταν ο Σωκράτης λέει «αυτό το δαιμόνιο που ο Μέλητος κοροϊδεύοντας το συμπεριέλαβε στην κατηγορία» (31d). Και στον Ευθύφρονα βάζει τον φανατικό θρησκόληπτο ομώνυμο μάντη να συμπαρίσταται στον Σωκράτη, λέγοντάς του ότι η κατηγορία που απαγγέλθηκε εναντίον του για καινοτομία στα θρησκευτικά ζητήματα θα πρέπει να οφείλεται στο πασίγνωστο δαιμόνιο. Η τάση του πλήθους, συμπληρώνει ο Ευθύφρων, είναι να περιγελούν όσους ισχυρίζονται ότι προλέγουν το μέλλον (3bc).
Ο Ξενοφών πάλι, ο οποίος δεν ήταν παρών στη δίκη του Σωκράτη, είναι σχεδόν σίγουρος ότι πίσω από τις κατηγορίες βρίσκεται το σωκρατικό δαιμόνιο. «Είχε διαδοθεί η φήμη ότι ο Σωκράτης ισχυριζόταν ότι το δαιμόνιο τού έδινε μαντικά σημάδια (σημαίνειν) γι’ αυτό τελικά νομίζω ότι κυρίως τον κατηγόρησαν ότι εισάγει καινά δαιμόνια» (Απομνημονεύματα Ι, 1,2). Με τη φιλοσοφική απλοϊκότητα που τον διακρίνει, αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν να κατηγορηθεί ως ασεβής κάποιος που προσφέρει θυσίες στα δημόσια ιερά και που «καταφεύγει φανερά στη μαντική» μέσω του δαιμονίου του. Για τον Ξενοφώντα, το σωκρατικό δαιμόνιο είναι μια μορφή θεϊκού οιωνού, η οποία δεν διαφέρει καθόλου από τα άλλα θεϊκά σημάδια που χρησιμοποιούν οι μάντεις, όπως τα πτηνά, οι φωνές των ανθρώπων και των ζώων, τα όνειρα ή τα σπλάχνα των ζώων στις θυσίες. Ο Σωκράτης μέσω του δαιμονίου προέβλεπε το μέλλον, τόσο γι’ αυτά που θα συμβούν στον ίδιο όσο και στους άλλους, και η μαντική του ικανότητα αυτομάτως σήμαινε ότι ήταν θεοσεβής. Μόνο στους θεοσεβείς οι θεοί δείχνουν τέτοια σπάνια εύνοια. Αυτή η γραμμή ερμηνείας γίνεται κυρίαρχη στη μεταγενέστερη αρχαιοελληνική γραμματεία, όπου ο Σωκράτης παρουσιάζεται να προλέγει όχι μόνο τις μελλοντικές πράξεις ατόμων, αλλά και την έκβαση πολιτικών και στρατιωτικών γεγονότων, όπως η σικελική καταστροφή.
Ήταν λοιπόν ο Σωκράτης ένας μάντης; Και πώς μπορούσε να συμβιβάζει τη φιλοσοφική του δεινότητα, η οποία μάλιστα κατά κύριο λόγο στηριζόταν στον επίμονο έλεγχο των αστήρικτων απόψεων των άλλων, με την άκριτη πίστη στα θεϊκά σημάδια; Πώς συμβιβάζεται η διακηρυγμένη πεποίθησή του ότι ο ίδιος «δεν γνώριζε τίποτε» με την αποδοχή εκ μέρους του της δελφικής ρήσης ότι ο «δεν υπάρχει κανείς σοφότερος του Σωκράτη»; Σε τελευταία ανάλυση, μπορεί ο ίδιος άνθρωπος να είναι υπερασπιστής του φιλοσοφικού κριτικού λόγου και ταυτοχρόνως να ασκεί οποιουδήποτε είδους μαντική;
Τα ερωτήματα αυτά αποτελούν πλευρές του λεγόμενου σωκρατικού προβλήματος. Πώς δηλαδή να διακρίνει κανείς τον ιστορικό Σωκράτη από τον Σωκράτη της σωκρατικής λογοτεχνίας, και κυρίως τον Σωκράτη του Πλάτωνα; Θεωρώ ότι το πρόβλημα αυτό δεν μπορεί να λυθεί, από τη στιγμή που τα τεκμήρια που διαθέτουμε για τον ιστορικό Σωκράτη και τη φιλοσοφία του είναι τόσο ιδιόμορφα και προκατειλημμένα. (Για το σωκρατικό πρόβλημα βλ. το έξοχο βιβλίο του Ολόφ Ζιγκόν, Σωκράτης, ελλ. μετάφραση, Γνώση, Αθήνα 1995).
«Mια φωνή μέσα μου…»
Είμαστε σίγουροι ότι το δαιμόνιο έπαιζε έναν σημαντικό ρόλο στην προσωπικότητα του Σωκράτη. Εικάζουμε ότι αυτή η προσωπική επικοινωνία του με το θείο ήταν κάτι που ενοχλούσε πολλούς από τους συγχρόνους του, ιδίως επειδή ο θεός που επικαλείται ο Σωκράτης ήταν ο Απόλλων, ο ευνοούμενος θεός της αριστοκρατικής παράταξης της Αθήνας. Και θεωρούμε πιθανό ότι το δαιμόνιο εμμέσως ή αμέσως έπαιξε ρόλο στη δίκη και την καταδίκη του Σωκράτη. Για το πώς όμως ο ίδιος ερμήνευε αυτό το χάρισμά του και πώς το ενέτασσε στη φιλοσοφία του, δεν έχουμε το παραμικρό αντικειμενικό στοιχείο.
Για μας όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ο τρόπος που ο Πλάτων αντιμετωπίζει το σωκρατικό δαιμόνιο. Το δαιμόνιο αναφέρεται αρκετά συχνά στους σωκρατικούς διαλόγους, συνήθως χωρίς ιδιαίτερο σχολιασμό. Η αίσθηση που δίνει ο Πλάτων είναι ότι αντιμετωπίζει με μεγάλη επιφυλακτικότητα αυτήν την ιδιοτυπία του Σωκράτη και τις ανεκδοτολογικές διηγήσεις που σίγουρα τη συνόδευαν. Δεν την αποσιωπά, αλλά ούτε και την προβάλλει. Ίσως μάλιστα να επεμβαίνει, περιχαρακώνοντας την εμβέλεια του δαιμονίου.
Ας δούμε τι βάζει τον Σωκράτη να λέει για το δαιμόνιο στην απολογία του.
«Ίσως σας φανεί άτοπο ότι εγώ περιφέρομαι εδώ και κει και δίνω συμβουλές στον καθένα και πολυπραγμονώ, ενώ δεν τολμώ να ανέβω στο δημόσιο βήμα και να απευθυνθώ σε σας, στον δήμο, λέγοντας τη γνώμη μου για τα πράγματα της πόλης. Αιτία γι’ αυτό είναι αυτό που με ακούσατε να λέω πολλές φορές και σε πολλά μέρη, ότι δηλαδή μου παρουσιάζεται ένα θεϊκό δαιμόνιο, αυτό το δαιμόνιο που ο Μέλητος κοροϊδεύοντας το συμπεριέλαβε στην κατηγορία. Αυτό το πράγμα ξεκίνησε να μου συμβαίνει από τότε που ήμουν παιδί, μια φωνή που ακούω μέσα μου, η οποία όταν ακούγεται, με αποτρέπει να κάνω κάποιες πράξεις, αλλά δεν μου υποβάλλει ποτέ τι να κάνω. Αυτό με εμποδίζει να ασχοληθώ με τα πολιτικά πράγματα, και μου φαίνεται ότι πάρα πολύ καλά κάνει. Γιατί γνωρίζετε καλά, Αθηναίοι, ότι αν είχα επιχειρήσει από παλιά να ασχοληθώ με τα πολιτικά πράγματα, θα είχα ήδη από καιρό χαθεί και δεν είχα ωφελήσει ούτε εσάς ούτε τον εαυτό μου. Μη μου κρατάτε κακία επειδή λέω την αλήθεια. Γιατί κανένας άνθρωπος που εναντιώνεται με ειλικρίνεια στο πλήθος, στο δικό σας ή σε άλλο πλήθος, και που παρακωλύει την τέλεση πολλών αδικιών και παρανομιών στην πόλη, δεν θα είχε καταφέρει να διασώσει τον εαυτό του. Αυτός λοιπόν που υπερασπίζεται πραγματικά το δίκαιο, αν θέλει έστω και για λίγο να επιβιώσει, κατ’ ανάγκη θα πρέπει να ιδιωτεύει και όχι να συμμετέχει στο δημόσιο βίο» (31c-32a).
Το δαιμόνιο συνοδεύει τον Σωκράτη από τα παιδικά του χρόνια, είναι πάντοτε αποτρεπτικό και ποτέ προτρεπτικό, και εξηγεί την απόσταση του Σωκράτη από την ενεργό πολιτική στη δημοκρατική Αθήνα.
Ο Πλάτων τονίζει την αποτρεπτική λειτουργία του δαιμονίου, σε αντίθεση με τον Ξενοφώντα και τις μεταγενέστερες πηγές, θέλοντας προφανώς να περιορίσει τη μαντική του εμβέλεια. Είναι αρκετά διαφορετικό να έχει κανείς ένα είδος προαισθήματος για το επερχόμενο κακό, έστω έναν φύλακα άγγελο για τις κακοτοπιές, από το να διαθέτει έναν θεόσταλτο οδηγό συμπεριφοράς και δράσης.
Η επιφυλακτική στάση του Πλάτωνα απέναντι στις υποτιθέμενες μαντικές ικανότητες του Σωκράτη είναι κατανοητή. Ο ίδιος ανήκει σε εκείνους τους κύκλους της αθηναϊκής κοινωνίας που σέβονται την καθιερωμένη θρησκευτική πίστη και αναγνωρίζουν τον θεσμικό ρόλο της επίσημης λατρευτικής πρακτικής, ελάχιστη όμως κατανόηση έχει για τις λαϊκές θρησκευτικές δοξασίες και τις εξαγνιστικές τελετές. Ο Πλάτων μπορεί να προτείνει σκληρές τιμωρίες, ακόμη και την ποινή του θανάτου, για τους ασεβείς (Νόμοι 907d κ.ε.), και την ίδια στιγμή να περιφρονεί «τους αγύρτες και τους μάντεις, που γυροφέρνουν τις πόρτες των πλουσίων και τους πείθουν πως έχουν δύναμη, δοσμένη από τους θεούς, με θυσίες και ξόρκια να κάνουν να τους συγχωρεθούν τα αδικήματά τους» (Πολιτεία 364b). Η πιο επικίνδυνη ασέβεια για τον Πλάτωνα δεν προέρχεται από τους άθεους, αλλά από τους προικισμένους με ισχυρή μνήμη και οξυδέρκεια τσαρλατάνους – τους μάντεις, τους μάγους, τους θιασώτες ιδιωτικών μυστικών τελετών (Νόμοι 908d).
Mόνον αυτός που κάθεται στον ομφαλό της γης…
Καταλαβαίνουμε τώρα γιατί ο Πλάτων προσπαθεί εντέχνως να μας πείσει ότι η πασίγνωστη σχέση του Σωκράτη με το προσωπικό του δαιμόνιο δεν είναι μια μορφή λαϊκής μαντικής, όπως μάλλον θα την αντιλαμβανόταν ο μέσος Αθηναίος και όπως την ερμηνεύει ο Ξενοφών. Για τον Πλάτωνα, χρησμοδοτική λειτουργία στην ορθή πολιτεία μπορεί να έχει μόνο το μαντείο των Δελφών, αφού ο Απόλλων «είναι για όλους τους ανθρώπους ο πατροπαράδοτος εξηγητής, αυτός που κάθεται στον ομφαλό της γης και χρησμοδοτεί». Αντιθέτως, «κάποιος που έχει νου» θα απορρίψει κάθε άλλον μεσάζοντα ανάμεσα στα ανθρώπινα πράγματα και τους θεούς (Πολιτεία 427bc).
Ο Σωκράτης λοιπόν του Πλάτωνα δεν είναι μάντης. Διατηρεί μια ιδιαίτερη προσωπική σχέση με το θείο, ειδικότερα με τον Απόλλωνα, αλλά η σχέση αυτή δεν του προσδίδει μαντικές ικανότητες, δεν καθορίζει τον τρόπο ζωής του ούτε τη φιλοσοφική του τοποθέτηση. Ο πλατωνικός Σωκράτης δεν κρύβει ότι το δαιμόνιο επεμβαίνει συχνά στη ζωή του, ακόμη και σε ασήμαντα θέματα, για να τον αποτρέψει από άστοχες ενέργειες (Απολογία 40a). Τέτοιες αποτρεπτικές παρεμβάσεις αναφέρονται συχνά στους πλατωνικούς διαλόγους, χωρίς να τους δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα. Σε μία μόνο περίπτωση ο Πλάτων δείχνει να επιμένει στην αποτελεσματική επίδραση του δαιμονίου, και μάλιστα σε ένα σημαντικό ζήτημα. Πρόκειται για το χωρίο από την Απολογία που παραθέσαμε προηγουμένως, όπου ο Σωκράτης αποδίδει στο δαιμόνιο την αποχή του από την ενεργή πολιτική. Το γεγονός ότι γι’ αυτήν την επέμβαση του δαιμονίου δεν μιλά ούτε ο Ξενοφών ούτε άλλοι συγγραφείς, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μάλλον βρισκόμαστε μπροστά σε μια πλατωνική επινόηση.
Πώς εξηγεί όμως ο Σωκράτης τη συγκεκριμένη επέμβαση του δαιμονίου; Την επικροτεί λέγοντας ότι είναι αδύνατο να ασκείς πολιτική και παρ’ όλα αυτά να συνεχίσεις να είσαι δίκαιος και να λες την αλήθεια. Η επιτυχία στην πολιτική σε μια δημοκρατική πολιτεία προϋποθέτει την κολακεία του πλήθους και την αποσιώπηση των παρανομιών του. «Αυτός λοιπόν που υπερασπίζεται πραγματικά το δίκαιο, αν θέλει έστω και για λίγο να επιβιώσει, θα πρέπει κατ’ ανάγκην να ιδιωτεύει και όχι να συμμετέχει στο δημόσιο βίο» (32a). Το επιχείρημα ωστόσο του Σωκράτη στη συγκεκριμένη περίσταση δεν είναι ιδιαίτερα εύστοχο, καθώς διατυπώνεται τη στιγμή που ο ίδιος έχει βρεθεί στο χείλος της καταστροφής, παρά τη συμμόρφωσή του στην εντολή του δαιμονίου για αποχή από την πολιτική. Λίγο νωρίτερα άλλωστε έχει διεκδικήσει για τον εαυτό του έναν ιδιάζοντα πολιτικό ρόλο, ισχυριζόμενος ότι έχει προσφέρει με τη δράση του τα μέγιστα αγαθά στην πόλη (30a), λειτουργώντας σαν αλογόμυγα που κεντρίζει ένα γέρικο και νωθρό άλογο (30e).
Η κριτική του Πλάτωνα στις θεμελιώδεις αρχές και στον τρόπο λειτουργίας της δημοκρατίας εκτίθεται με σαφήνεια σε διαλόγους όπως η Πολιτεία και ο Γοργίας. Για τις πολιτικές απόψεις του ίδιου του Σωκράτη δεν έχουμε την ίδια βεβαιότητα. Είναι γνωστό ότι συνδεόταν στενά με σημαίνοντα στελέχη της αντιδημοκρατικής παράταξης (Αλκιβιάδης, Κριτίας, Χαρμίδης), δεν ενέκρινε όμως τις βίαιες μεθόδους διακυβέρνησης των Τριάκοντα. Ο Ξενοφών δεν αναλύει τις πολιτικές θέσεις του Σωκράτη, μας υποβάλλει ωστόσο την εντύπωση ότι τα κίνητρα της προσαγωγής του στο δικαστήριο ήταν πολιτικά. Μάλιστα μας πληροφορεί ότι ο Σωκράτης είχε κατηγορηθεί από κάποιους ότι περιφρονούσε τους υφιστάμενους νόμους και ότι απέρριπτε τη διαδικασία της κλήρωσης των αρχόντων στο Αθηναϊκό κράτος (Απομνημονεύματα Ι,2,9).
Η στρατηγική του Πλάτωνα είναι πιο εκλεπτυσμένη. Δεν μιλά ποτέ ευθέως για πολιτική δίωξη του Σωκράτη, και προτιμά να επικεντρωθεί στο γράμμα του κατηγορητηρίου, όπου κυρίαρχη είναι η κατηγορία για ασέβεια. Ο Σωκράτης της Απολογίας αρνείται την κατηγορία με το (όχι ιδιαίτερα πειστικό) επιχείρημα ότι, εφόσον δεχτούμε ότι πιστεύει σε κάποια δαιμόνια, δηλαδή σε κατώτερες θεότητες, κατ’ ανάγκην θα δεχτούμε ότι πιστεύει και σε θεούς, επομένως δεν μπορεί να είναι άθεος ούτε ασεβής. Παράλληλα όμως εκμεταλλεύεται την ευκαιρία για να τονίσει τη θεϊκή κλίση και αποστολή του, την προτίμηση των θεών στο πρόσωπό του, όπως εκδηλώθηκε με τον περίφημο δελφικό χρησμό για τη σοφία του, και την ειδική σχέση του με τον Απόλλωνα, που το δαιμόνιο τού εξασφαλίζει. Σ’ αυτά ακριβώς τα συμφραζόμενα θίγεται και η αμφιλεγόμενη σχέση του με την πολιτική και τη δημοκρατία. Ο ευσεβής Σωκράτης υπακούει στη φωνή του θεού, που τυπικά τον προφυλάσσει από τις κακοτοπιές της πολιτικής, αλλά στην ουσία του αποκαλύπτει πόσο διεφθαρμένο πολίτευμα είναι η αθηναϊκή δημοκρατία.
Με το συγγραφικό αυτό τέχνασμα ο ιδιοφυής Πλάτων καταφέρνει δύο πράγματα. Αφενός υπονομεύει τη διαδεδομένη πεποίθηση ότι ο δάσκαλός του ασκούσε μια μορφή ατομικής μαντικής. Και αφετέρου βρίσκει έναν εύσχημο τρόπο για να υπαινιχθεί ότι τα πραγματικά αίτια της δίωξης του Σωκράτη ήταν η αντίθεσή του στον αθηναϊκό δήμο και τις πρακτικές του.
Το τι ακριβώς συνέβη στη δίκη του Σωκράτη και ποιο ρόλο έπαιξε στην καταδίκη του το περίφημο δαιμόνιο δεν θα το μάθουμε ποτέ. Τα κείμενα όμως της σωκρατικής γραμματείας που αναφέρονται στη δίκη είναι πολύτιμες μαρτυρίες που αποκαλύπτουν πώς η φιλοσοφία βρίσκει βαθμιαία τον δικό της δρόμο, παραμερίζοντας παλαιότερες μορφές αποκαλυπτικής γνώσης, όπως η μαντική, και αποκαθιστώντας δημιουργικό διάλογο με την πολιτική και τα προβλήματά της.
Bασίλης Kάλφας
Καθηγητής Φιλοσοφίας Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης