Ανησυχητικά είναι τα αποτελέσματα έρευνας που δείχνει πως υπάρχει μια σχέση μεταξύ της έκθεσης νέων ατόμων σε ακτινοβολία σε αξονική τομογραφία με τον αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του αίματος. Αυτό προκύπτει από μελέτη επιστημόνων από εννιά ευρωπαϊκές χώρες σε σχεδόν ένα εκατομμύριο άτομα.
Στην έρευνα, που συντονίστηκε από τον Διεθνή Οργανισμό Έρευνας για τον Καρκίνο, διεξήγαγε το Ινστιτούτο Παγκόσμιας Υγείας της Βαρκελώνης (ISGlobal) και δημοσιεύεται στο περιοδικό «Nature Medicine» αναλύθηκαν δεδομένα από σχεδόν ένα εκατομμύριο άτομα, τα οποία υποβλήθηκαν σε τουλάχιστον μία αξονική τομογραφία πριν από την ηλικία των 22 ετών και εντοπίστηκε μια σαφής συσχέτιση μεταξύ των συνολικών δόσεων ακτινοβολίας στο μυελό των οστών από τις αξονικές τομογραφίες και του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου του αίματος.
Η δόση της ακτινοβολίας που δόθηκε στον μυελό των οστών, όπου παράγονται τα κύτταρα του αίματος, υπολογίστηκε για κάθε άτομο. Στη συνέχεια οι ερευνητές μπόρεσαν μέσα από τα εθνικά μητρώα καρκίνου να εντοπίσουν όσους εμφάνισαν καρκίνο του αίματος με την πάροδο του χρόνου. Τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι μια τυπική σάρωση σε αξονικό τομογράφο σήμερα (με μέση δόση περίπου 8 mGy) αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης των μυελοειδών και λεμφοειδών κακοηθειών κατά περίπου 16%.
«Σε όρους απόλυτου κινδύνου αυτό σημαίνει ότι για κάθε 10.000 παιδιά που υποβάλλονται σε αξονική τομογραφία, μπορούμε να περιμένουμε να δούμε περίπου μία με δύο περιπτώσεις καρκίνου στα δώδεκα χρόνια που ακολουθούν την εξέταση», σημειώνει η πρώτη συγγραφέας της μελέτης, ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Παγκόσμιας Υγείας της Βαρκελώνης (ISGlobal), Μάγκντα Μπος Ντε Μπασέα.
Σήμερα περισσότερο από ένα εκατομμύριο παιδιά στην Ευρώπη υποβάλλονται σε αξονική τομογραφία κάθε χρόνο. Αν και οι δόσεις ακτινοβολίας από τις αξονικές τομογραφίες έχουν μειωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, η εκτεταμένη χρήση αυτής της εξέτασης τις τελευταίες δεκαετίες έχει προκαλέσει ανησυχίες στην επιστημονική κοινότητα. Τα ευρήματα της μελέτης υπογραμμίζουν την ανάγκη ευαισθητοποίησης της ιατρικής κοινότητας και συνέχισης της εφαρμογής αυστηρών μέτρων ακτινοπροστασίας, ιδίως στους νεότερους ασθενείς.
Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι χρειάζεται περισσότερη δουλειά για να διασφαλιστεί ότι στοιχεία για τις δόσεις και τις τεχνικές παραμέτρους συλλέγονται συστηματικά και επαρκώς στις κλινικές σε πραγματικό χρόνο, ώστε να βελτιωθούν περαιτέρω οι εκτιμήσεις κινδύνου στο μέλλον.