Ημέτεροι και μεσάζοντες «έφαγαν» τα δάνεια του Αγώνα
Το πρώτο δάνειο ήταν ονοµαστικής αξίας 800.000 λιρών, αλλά στην Ελλάδα έφθασαν µόλις 298.700, ενώ το δεύτερο συνήφθη για 2.000.000, ωστόσο µας ήρθαν µόνο 232.558.
Πόλεμος χωρίς χρήµατα δεν γίνεται, και η Επανάσταση του 1821 δεν θα µπορούσε να αποτελεί εξαίρεση! Τα πρώτα δύο χρόνια ο Αγώνας συντηρούνταν από τις λιγοστές δηµόσιες προσόδους, τη λαφυραγωγία, τις συνδροµές φιλελλήνων του εξωτερικού, την έκτακτη φορολογία του κλήρου και των µονών, άντε και από ευκατάστατους Οθωµανούς αιχµαλώτους που πλήρωναν λύτρα. Τα χρήµατα αυτά, όµως, αδυνατούσαν να καλύψουν τις ολοένα και περισσότερο αυξανόµενες ανάγκες για αγορά πλοίων, όπλων και πυροµαχικών. Ούτε καν για την πληρωµή των ανδρών δεν επαρκούσαν. Γι’ αυτό και οι αγωνιστές «µισθοδοτούνταν» πολλές φορές από το πλιάτσικο που γινόταν. Οι δε Εθνοσυνελεύσεις είχαν απαγορεύσει την πώληση κτηµάτων που άφηναν πίσω τους οι Τούρκοι εγκαταλείποντας τις περιοχές που απελευθερώνονταν – αν και προς το τέλος του πολέµου η συγκεκριµένη απόφαση καταστρατηγήθηκε. Η σύναψη δανείου από το εξωτερικό εν ονόµατι της επαναστατικής ελληνικής κυβέρνησης αποτελούσε µονόδροµο.
Σε ποιους θα απευθυνόµασταν, όµως; Η πρώτη αποτυχηµένη προσπάθεια έγινε παραδόξως µε το ρωµαιοκαθολικό τάγµα των Ιωαννιτών Ιπποτών, που έστειλαν µέχρι και πρέσβη στην Ελλάδα για διαπραγµατεύσεις, τον µαρκήσιο ντε Σαντ Κουά Μολάι. Ζητούσαµε 4 εκατοµµύρια αγγλικές λίρες. Οι εκπρόσωποι του τάγµατος απάντησαν πως, αντί για 4 εκατοµµύρια, µπορούν να µας δώσουν 10, αρκεί να λάβουν ως αντάλλαγµα την κυριαρχία της Καρπάθου, της Αστυπάλαιας και της Ρόδου, που κατείχαν µέχρι το 1522, την προσωρινή κατοχή της Σύρου και την εκµετάλλευση µιας σειράς ερηµόνησων στη δυτική πλευρά της Πελοποννήσου. Η πρόταση απορρίφθηκε χλευαστικά.
Η δεύτερη απόπειρα σύναψης δανείου έγινε µε τράπεζα των ιταλικών κρατιδίων, προκειµένου να εξασφαλίσουµε 1 εκατοµµύριο ισπανικά τάλιρα. Ωστόσο, η ελληνική αποστολή, στην οποία µετείχε ο µητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερµανός, αντιµετωπίστηκε µε καχυποψία από τους φερέλπιδες δανειστές, διότι «τα σχίσµατα των Γραικών, εµβάσασι εις υποψίας τους συντρόφους του τραπεζίτου». Ακολούθως ανέλαβε τον ρόλο µεσολαβητή ο εύπορος Κεφαλονίτης έµπορος Σπυρίδωνας Κοργιαλένιος. Φέρνει στην Τριπολιτσά τον πρώην στρατηγό της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και εκπρόσωπο της Εταιρείας των Ινδιών, κόµητα Ντε Βούιτς, προκειµένου να συζητηθούν οι όροι του δανείου. Και πάλι, όµως, οι όροι αποδεικνύονται ληστρικοί.
Αρχές του 1823 η δηµοσιονοµική κατάσταση έχει γίνει απελπιστική. Τα τακτικά έσοδα καλύπτουν οριακά το ένα τρίτο των εξόδων και ο εσωτερικός δανεισµός είχε εξαντληθεί. Το Εκτελεστικό (η αντίστοιχη σηµερινή κυβέρνηση) αποφασίζει να προσφύγει για δάνειο στην Αγγλία. Τη ∆ευτέρα 2 Ιουνίου 1823 αναθέτει στους Ιωάννη Ορλάνδο, Ανδρέα Ζαΐµη και Ανδρέα Λουριώτη να µεταβούν στο Λονδίνο και σε συνεργασία µε το Φιλελληνικό Κοµιτάτο της Γηραιάς Αλβιώνας να συνάψουν δάνειο 4.000.000 ισπανικών τάλιρων «καθ’ ον κρίνωσι συµφερώτερον τρόπον».
Το παράδοξο είναι ότι η τριµελής επιτροπή δεν µπορεί να αναχωρήσει, γιατί δεν υπάρχουν χρήµατα ούτε για τα έξοδα του ταξιδιού! Τη λύση θα δώσει ο φιλέλληνας λόρδος Μπάιρον. ∆ανείζει στην κυβέρνηση 4.000 αγγλικές λίρες και έτσι καταφέρνουν να φθάσουν στη βρετανική πρωτεύουσα στις 26 Ιανουαρίου 1824. Το κλίµα εκεί είναι ευνοϊκό, καθώς οι κεφαλαιούχοι έχουν αποφασίσει να καταφύγουν σε ριψοκίνδυνες κινήσεις επειδή δεν βρίσκουν ασφαλείς τοποθετήσεις. ∆ανείζουν µε υψηλό επιτόκιο σε κράτη ακόµη και µη αναγνωρισµένα όπως η Βραζιλία, η Κολοµβία και η Χιλή, ώστε να έχουν κέρδος. Οπως αναφέρει ο πρώην υπουργός Γιώργος Ρωµαίος στο βιβλίο «Η Ελλάδα των δανείων και των χρεοκοπιών» (εκδόσεις Πατάκη),«από το 1822 µέχρι και το 1825, οι Βρετανοί κεφαλαιούχοι είχαν παράσχει δάνεια σε 18 χώρες µε τιµή έκδοσης από 56% µέχρι 89% της ονοµαστικής αξίας».
Στις 9 Φεβρουαρίου 1824 συνάπτεται το πρώτο δάνειο, ύψους 800.000 λιρών, µε τους οίκους Loughiman, O’ Brion και Ellice Co, διάρκειας 36 ετών, από το οποίο η Ελλάδα θα λάµβανε στο χέρι µόνο το 59%, δηλαδή 472.000 λίρες. Και από το ποσό αυτό, όµως, παρακρατήθηκαν προκαταβολικά τόκοι δύο ετών ύψους 80.000 λιρών, άλλες 16.000 ως διετή χρεολύσια, 28.900 λίρες πηγαίνουν στον διακανονισµό που επέβαλε η αγορά πολεµοφοδίων και 3.200 λίρες ως προµήθεια συν κάποια άλλα έξοδα, που έχουν ως αποτέλεσµα να φτάσουν στην Ελλάδα µόλις 298.700 λίρες, και αυτές µε µεγάλη καθυστέρηση.
Από την πρώτη στιγµή που ήρθαν έστω και αυτά τα λιγοστά χρήµατα στον τόπο µας, άρχισαν οι καταχρήσεις και οι σπατάλες. Επί της ουσίας δεν υπήρχε έλεγχος στη διαχείριση του δανείου. Οσο εγγύτερη ήταν η σχέση του οπλαρχηγού µε την προσωρινή κυβέρνηση Κουντουριώτη – Μαυροκορδάτου τόσο µεγαλύτερη ήταν και το µερίδιο που λάµβανε, ενώ οι Πελοποννήσιοι είχαν αποκλειστεί από τη µοιρασιά, αφού βρίσκονταν σε κόντρα µε τους Ρουµελιώτες.
Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι ο καπετάν Γιάννης Γκούρας από τη Στερεά Ελλάδα, ενώ ήταν επικεφαλής οµάδας 3.000 ενόπλων ανδρών, έπαιρνε µισθούς και τρόφιµα για… 12.000 άνδρες!
Το δάνειο των 2.000.000 λιρών
Τα χρήµατα τελείωσαν, όπως φαντάζεστε, γρήγορα. Στις 31 Ιουλίου 1824 το Βουλευτικό αποφασίζει να συνάψει δεύτερο δάνειο, ύψους 15 εκατοµµυρίων τάλιρων. Η τριµελής αντιπροσωπεία υπό τους Ιωάννη Ορλάνδο, Ανδρέα Λουριώτη και Γεώργιο Σπανιολάκη αυτήν τη φορά θα µεταβεί στο Παρίσι και το Λονδίνο προς αναζήτηση χρηµατοδότησης. Θα τύχουν «προθύµου υποδοχής εν αµφοτέραις ταύταις ταις αγορές». Ωστόσο θα προτιµηθούν για ακόµη µία φορά τραπεζίτες από τη Μεγάλη Βρετανία.
Το δεύτερο οµολογιακό δάνειο υπογράφεται στις 7 Φεβρουαρίου 1925, µε τους τραπεζίτες Ellice, Hobhouse, Burdett και αδελφούς Ρικάρντο, και ανερχόταν σε 2 εκατοµµύρια αγγλικές λίρες. Η Ελλάδα θα λάµβανε το 55% της ονοµαστικής αξίας του εν λόγω ποσού, ήτοι 1.100.000 λίρες. Παρακρατήθηκαν, όµως, 496.220 λίρες για τόκους δύο ετών και άλλες 220.000 για χρεολύσιο ενός έτους. Η προµήθεια των αδελφών Ρικάρντων ήταν 64.000, ενώ η εξαγορά των οµολογιών άλλες 212.220 λίρες. Από κει και πέρα διατέθηκαν 392.600 λίρες για προµήθεια στρατιωτικού υλικού και ναυπήγηση πλοίων στην Αγγλία και τις ΗΠΑ και άλλες 28.800 για την κάλυψη δαπανών των πληρεξουσίων. Εντέλει από τα 2 εκατοµµύρια θα φτάσουν στην Ελλάδα µόλις… 232.558 λίρες – δηλαδή λιγότερα χρήµατα και από το πρώτο δάνειο που ήταν ονοµαστικής αξίας 800.000!